Το dark ambient δεν είναι το μουσικό ιδίωμα που θα εκπροσωπηθεί κατά κόρον σε live περιβάλλον. Αποτελεί μια από τις κατεξοχήν «ιδιωτικές» μορφές μουσικής, κυρίως ως προς τη λειτουργία της: είτε χαλαρωτική για τους μυημένους εραστές του σκοτεινού θορύβου, είτε κινηματογραφικά αλλόκοσμη για τους προσφάτως εισαχθέντες στο genre, επικρατεί η άποψη πως περισσότερα μπορεί να εκμαιεύσει από τον ακροατή στον ασφαλή του –γεωγραφικά και ψυχολογικά- τόπο. Παρ’ όλα αυτά, το ρίσκο πάρθηκε και (επιτέλους) μια τιμιότατη από πλευράς line up βραδιά στήθηκε και το βράδυ μας βρήκε να κατηφορίζουμε προς το Ρομάντσο. Επιτέλους, θα απολαμβάναμε τον Tim Hecker ζωντανά.
Εύκολα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί πως η βραδιά προβλεπόταν σκοτεινά ενδιαφέρουσα. Ο συναυλιακός χώρος είχε πλημμυρίσει από πυκνή ομίχλη (προϊόν ξηρού πάγου), τα φώτα ήταν περιορισμένα, ενώ από τα –υπέρογκα- ηχεία ξεχυνόταν η συνεργασία των Sunn O))) με τους Nurse With Wound. Λίγη ώρα αργότερα, ο hyDrone ανέβηκε στη σκηνή. Ξεκίνησε με ένα «κοσμογονικό» ambient κομμάτι το set του, το οποίο έφερνε στο μυαλό τόσο τις δουλειές του Lustmord όσο και τα πιο λιτά μέρη του Bad Sector. Κανένα πρόβλημα με αυτήν την τόσο ταιριαστή είσοδο, οι ενστάσεις ήρθαν στη συνέχεια του σετ: ενώ ο ιθύνων νους της συγκεκριμένης μουσικής έχει πολλές ιδέες, οι οποίες αφορούν στο γενικότερο φάσμα της «βιομηχανικής» μουσικής, φάνηκε σαν να προσπαθούσε να προσθέσει στο πρόγραμμά του λίγο απ’ όλες τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες και να κυμαίνεται ανάμεσα στο dark ambient, το industrial, το rhythmic noise χωρίς, από την άλλη να τα δένει με απόλυτη συνοχή μεταξύ τους. Οπότε, όσο άρτιες και να ήταν, μεμονωμένα, ως συνθέσεις, δεν εκμεταλλεύονταν το πλήρες πεδίο των δυνατοτήτων τους. Ωστόσο, είμαι αισιόδοξος πως, αν συνεχίσει να εμφανίζεται ζωντανά με την ίδια συχνότητα και επικεντρωθεί σε ένα συγκεκριμένο ύφος, τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα. Ακόμα και τώρα, μολαταύτα, είμαι σίγουρος πως αν δεν ήταν Έλληνας, το υλικό του θα πωλούνταν από τη Blackest Ever Black έναντι γενναίου αντιτίμου.
Συνέχεια (μετά προβολών τοίχου αυτή τη φορά), ο «πιστός» της Church of Ra (Amenra, Oathbraker κ.α.), Treha Sektori. Το αργόσυρτο, κινηματογραφικό του ambient, συνοδεία των απόκοσμων φωνητικών του και τις σχεδόν Merhigeικές παραστάσεις των προβολών του, ενίοτε κυμαίνεται ανάμεσα στο πεισιθάνατο και το συντριπτικό και ενίοτε αφήνει κάποιες χαραμάδες φωτός να περάσουν στο κοινό. Η γενικότερη εικόνα που άφησε, συμβάδιζε, μεν με τους αισθητικούς «κανόνες» της «αίρεσής του», από την άλλη λειτουργούσε σαν μια εμπειρία καθαρτική στο αυτί και την ψυχοσύνθεση των οπαδών του. Όπως ανέφερε και το σχετικό βίντεό του: We Don’t Wear Masks, We’re Born With The Knowledge Of Death. Αν σώπαινε και μια μερίδα του κοινού, θαήταν ακόμα πιο βιωματική η συνολική εμπειρία.
Την εμφάνιση του Tim Hecker που ακολούθησε και έκλεισε πανηγυρικά τη συναυλία, δε θα μπορούσα να την περιγράψω με εικόνες παρά μόνο αισθήσεις. Με σβηστά όλα τα φώτα πλην του εξοπλισμού του, ανεβαίνει στον ξύλινο πάγκο και αρχίζει την «φωτεινή» επέλασή του. Όχι πως αυτό που παίζει και εκπροσωπεί είναι κάτι το προσβάσιμο ή ακούγεται εξίσου ευχάριστα από όλους τους ακροατές, αλλά θέλω να πιστεύω πως η εικόνα που δημιούργησε ήταν κοινή για περίπου όλο το κοινό. Μια μισάνοιχτη πόρτα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο που αφήνει δύο-τρεις αχτίδες να περάσουν στο χώρο. Έτσι και με τη περίπτωση του Hecker, παρά την ατμόσφαιρα που παρήγαγε, άφησε και μια υποψία μελωδίας. Μια μελωδία που ξεπερνά τον όγκο και το θόρυβο και καταλήγει να μιλά εξίσου στα αυτιά των παρευρισκομένων. Προς το τέλος, ακόμα και ο τελευταίος που είχε όρεξη για κουβέντα, δεν μπόρεσε να τη συνεχίσει, καθώς, θέλοντας και μη, κράτησε την ανάσα του και αφέθηκε στους ιδιαίτερους ρυθμούς του.
Σε γενικές γραμμές, επρόκειτο για μια αξιομνημόνευτη συναυλία, στην οποία λέξεις όπως setlist, διάρκεια, κ.α. δε μέτραγαν, απλά βιώνονταν χωρίς ρολόι ή δεύτερες σκέψεις. Τα γενναία συγχαρητήρια μου στους διοργανωτές, που πήραν το ρίσκο. Όσοι δεν χορτάσατε ηλεκτρονικά τερτίπια, μπορείτε να περιμένετε μέχρι τη συναυλία του Ben Frost που κοντοζυγώνει.