Το αδιαφιλονίκητο θέμα των ημερών στα μουσικά πηγαδάκια είναι ο νέος δίσκος των Arctic Monkeys, Tranquility Base Hotel & Casino, που μετατρέπει τις πάλαι ποτέ Μαϊμούδες των indie anthems σε μία προσωπική υπόθεση του Alex Turner, ο οποίος κλείνει το μάτι στη δεκαετία του ’70 και νιώθει σαν άλλος ήρωας του Kubrick, χαμένος σε πολυτελή ξενοδοχεία. Το διαδικτυακό κυρίως debate χωρίζει την αποδοχή του δίσκου σε τρία βασικά στρατόπεδα: όσους αγκάλιασαν αυτή την πιο soft πρόταση ως μία ουσιαστική καλλιτεχνική ωρίμανση, όσους εντυπωσιάστηκαν από την τόλμη για πειραματισμό κι εκείνους που δεν πείστηκαν για το αποτέλεσμα κατηγορώντας το ως κακέκτυπο των Last Shadow Puppets που «μπάζει» από πραγματικά κομμάτια (οι δεύτεροι ανταπέδωσαν αποκαλώντας τους στενόμυαλους).
Μετά από ένα σημείο τόσος (σοσιαλμιντιακός) διάλογος για έναν δίσκο ίσως παύει να είναι γόνιμος, αλλά μας δίνει την αφορμή να σκεφτούμε άλλες περιπτώσεις ηχητικής στροφής 360 μοιρών από την ποπ ιστορία. Άλλες έγραψαν ιστορία, άλλες ξεχάστηκαν γρήγορα (καμιά φορά κι από τους ίδιους τους δημιουργούς τους).
Αν άρχισαν να σας έρχονται ήδη στο μυαλό τέτοιες παραδείγματα, μπορείτε να συγκρίνετε τη δική σας λίστα με τα παρακάτω 21 άλμπουμ που τα σχήματα μεταμόρφωσαν εντελώς τον ήχο τους, πιάνοντας το νήμα από τον εξηλεκτρισμό του Dylan και καταλήγοντας στις ντίσκο απόπειρες των Arcade Fire…
Πριν: Το αγόρι που ξεκίνησε από τη Μινεσότα με μία ακουστική κιθάρα στο χέρι, έχει κυκλοφορήσει ήδη τέσσερις δίσκους, με τελευταίο το Another Side of Bob Dylan (1964), κι έχει σχεδόν παγιωθεί ως ο άξιος folk απόγονος του Woody Guthrie και του Hank Williams.
Μετά: …Μέχρι η κιθάρα να μπει στον ενισχυτή κι ο νεαρός κύριος Zimmerman να σταθεί για σχεδόν δυόμισι λεπτά μπροστά από το φακό του D.A. Pennebaker πετώντας χαρτιά με στίχους (στο βίντεο του κομματιού “Subterranean Homesick Blues”, τίτλος με τον οποίο ο δίσκος κυκλοφόρησε σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) και τα πάντα να αλλάξουν. Το… κίνημα “Dylan goes electric” μπορεί να μην αγκαλιάστηκε τότε από μεγάλο μέρος του κοινού του, αλλά άλλαξε τον κόσμο της μουσικής, και ο δίσκος προετοίμασε το έδαφος για το αδιαφιλονίκητο magnum opus του, Highway 61 Revisited (1965) που θα έρθει πέντε μήνες μετά.
Πριν: Τα τέσσερα αγόρια από το Λίβερπουλ έχουν κατακτήσει τον κόσμο με την περίφημη Beatlemania και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού (British Invasion) – τα κορίτσια αναστενάζουν με τα ποπ ερωτικά τραγούδια τους, αλλά λυγίζουν και τα γόνατά τους στις πιο rock ‘n’ roll στιγμές. Βέβαια ήδη από τον προηγούμενο δίσκο (Rubber Soul, 1965) διαφαίνεται πως νιώθουν έτοιμοι να βουλιάξουν στην ψυχεδελική πολυχρωμία (με κομμάτια όπως το “Norwegian Wood”).
Μετά: Κάτι που θα αρχίσει πλέον να φαίνεται ακόμη πιο καθαρά στο Revolver. Εκεί με το ένα πόδι πατάνε ακόμα στην πιο ανάλαφρη πλευρά τους, για να κάνουν ολοκληρωτική… αποκάλυψη με τον επόμενο δίσκο τους, Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band (1967), που θα τους μετατρέψει σε art rock θίασο και θα αλλάξει το ρου της ποπ μουσικής, αλλά και της ποπ κουλτούρας εν γένει.
Ο άνθρωπος με τα ξανθά μαλλιά και τα μακριά φορέματα που πούλησε τον κόσμο (The Man Who Sold The World, 1970). Η rock ‘n’ roll όπερα του εξωγήινου κοκκινομάλλη Ziggy Stardust (The Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders From Mars, 1972). Ο κεραυνός του Aladdin Sane (1973) και η glam χρυσόσκονη. Το φλερτ με τη soul της αμερικανικής περιόδου του (Diamond Dogs, 1974, Young Americans, 1974, Station to Station, 1975). To «άγγιγμα του Μίδα» Eno και η τριλογία του Βερολίνου (Low, 1977, Heroes, 1977, Logder, 1979). Η ντίσκο συμμόρφωση με τα 80s (Let’s Dance, 1983). H προσπάθεια αιχμαλώτισης του 90s momentum με τα αμφιλεγόμενα αποτελέσματα (Earthling, 1997). Το, κυριολεκτικά, κύκνειο άσμα (Blackstar, 2016).
Ολόκληρη η καριέρα του Thin White Duke, μία μόνιμη «αλλαγή δέρματος»…
Πριν: Ως τότε το σύμπαν των (όχι ακόμη) γερόλυκων μετέτρεπε τα αμερικάνικα blues στο ροκ το παλιό το ορθόδοξο, κάτι που επιβεβαίωσε και λεκτικά ο αμέσως προηγούμενος δίσκος τους (It’s Only Rock ‘n’ Roll, 1974). Στο μεταξύ έχουν κυκλοφορήσει τα τρία μεγαλύτερα αριστουργήματα της καριέρας τους: Beggar’s Banquet (1968), Let It Bleed (1969) και Exile on Main St. (1971).
Μετά: Μπολιάζουν τον ήχο τους με γενναίες δόσεις funk, κάνουν και μία γρήγορη reggae φιγούρα (“Cherry Oh Baby”) σε ένα δίσκο αδίκως υποτιμημένο που πέρα από το single “Hot Stuff” κρύβει και το διαμαντάκι “Melody” (αν σας πιάσει ανυποψίαστους δε θα καταλάβετε καν ότι πρόκειται για Stones). Βέβαια, δύο χρόνια μετά θα κυκλοφορήσουν το Some Girls (1978), θα επανέλθουν σε γνώριμα ηχητικά μονοπάτια, και με το “Miss You” θα κατέβουν στο γήπεδο ως disco παίκτες δικαιώνοντας τις βραδιές που περνούσε ο Mick Jagger στο Studio 54, με την όχι ακριβώς πλήρη δημιουργική συγκατάθεση του Keith Richards.
Πριν: Η ιλιγγιώδης έκρηξη του punk με πρωτεργάτες τους Sex Pistols κάνει σημαία τα τρία ακόρντα, τo pogo, τις παραμάνες, τις μοϊκάνες και τα σπασμένα μπουκάλια που εκτοξεύονται οπουδήποτε, ωστόσο το poster boy του Johnny Rotten δεν θα συνεχίσει να φωνάζει για πολύ “No Future”…
Μετά: Θα επιτρέψει στο κανονικό του όνομα, John Lydon, θα φτιάξει τους Public Image Ltd. (ή εν συντομία PiL) και με το ντεμπούτο τους θα ανοίξει το δρόμο για το post punk. Με τον αμέσως επόμενο δίσκο δε, το Metal Box (που θα κυκλοφορήσει πράγματι μέσα σε ένα… στρογγυλό μεταλλικό κουτί το 1979) εισάγοντας μέχρι και το dub στοιχείο, θα χτυπήσει την πόρτα και του αβάν γκαρντ.
Πριν: Το Αφεντικό κάνει καθαρόαιμο αμερικάνικο ροκ, έχει κυκλοφορήσει ήδη το Born To Run (1975), η E Street Band είναι ο ηλεκτρικός στυλοβάτης του και η τελευταία του δουλειά είναι το The River (1980).
Μετά: Ο Springsteen ηχογραφεί στο σπίτι του σε τετρακάναλο κασετόφωνο demos κομματιών που προορίζονταν να ηχογραφηθούν με την E Street Band. Τα ηχογραφούν κανονικά στο στούντιο, αλλά τελικά εκείνος αποφασίζει μετά από προτροπή των παραγωγών και των ηχοληπτών, να κυκλοφορήσει τα ηχογραφημένα demos. Το αποτέλεσμα που βαπτίστηκε Nebraska, αποτελείται από δέκα ακουστικά folk πορτρέτα ηρώων της αμερικανικής επαρχίας, είναι ο πιο ενδόμυχος δίσκος του Αφεντικού και συγχρόνως ένας από τους πιο ενδιαφέροντές του.
Πριν: Μετά από μερικούς θριαμβευτικούς δίσκους στη δεκαετία του ’70, με τους Crazy Horse ή χωρίς, κυκλοφορεί μαζί τους το 1981 το Re·ac·tor, στο οποίο, ο γνώριμος ηλεκτρικός τους ήχος θα πάρει μία μικρή επίγευση από το new wave. Κανείς όμως δεν περίμενε αυτό που ακολουθούσε…
Μετά: Trans όνομα και πράγμα, μιας και ο Καναδός έβαλε μπρος περισσότερα synths από όσα μπορούσε να αντέξει ολόκληρη η δεκαετία του ’80, με τα φωνητικά του να είναι σχεδόν αποκλειστικά μέσα από vocoder κάνοντάς τον να ακούγεται σαν άλλο ένα ρομποτικό μέλος των Kraftwerk. Ο πειραματισμός, για καλό όλων μας, θα κρατήσει μόνο γι’ αυτόν το δίσκο, μιας και την επόμενη χρονιά αποκαθιστά την rockabily τάξη δηλώνοντας Everybody’s Rocking.
Πριν: Το post punk δεν θα ήταν ποτέ ίδιο χωρίς τη βαρύτονη φωνή, τους καταθλιπτικούς στίχους και τους επιληπτικούς σπασμούς του Ian Curtis και τον σκοτεινό μινιμαλισμό των υπόλοιπων Joy Division. Μία όχι και τόσο ωραία πρωία ο Ian Curtis θα κρεμαστεί, ωστόσο οι εναπομείναντες Joy Division θα φτιάξουν τους New Order και με τον πρώτο δίσκο τους, Movement (1981), ναι μεν θα κάνουν ένα μικρό βήμα προς το new wave, όχι όμως τόσο μεγάλο για να σπάσει η post punk ραχοκοκκαλιά τους.
Μετά: Με τον δεύτερο δίσκο τους, Power, Corruption & Lies, το φως αρχίζει να διαλύει το σκοτάδι και οι ίδιοι προετοιμάζονται πιο θερμά να κατακτήσουν το dancefloor. Την ίδια χρονιά αυτό θα γίνει αντιληπτό με την κυκλοφορία του “Blue Monday”, σημείο αναφοράς της dance και πιο εμπορικό δωδεκάιντσο όλων των εποχών.
Πριν: Μιλάμε βέβαια για διαφορετικές μπάντες, άλλα ως τότε ο Paul Weller μας έχει συστηθεί με τους Jam προσθέτοντας τη mod αναβίωση στην punk και new wave εξίσωση.
Μετά: Ο Weller μετά τον τελευταίο δίσκο των Jam, The Gift (1982), τακιμιάζει με τον Mick Talbot (Dexy’s Midnight Runners) και κυκλοφορούν ως The Style Council το επίσημο ντεμπούτο τους Café Bleu (έχει προηγηθεί το compilation, Introducing The Style Council το 1983, το οποίο όμως κυκλοφόρησε μόνο σε Ολλανδία, Καναδά, Ιαπωνία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και ΗΠΑ). Κι εδώ έρχεται η αποκάλυψη, μιας και η ηχητική κατεύθυνση του δίσκου φλερτάρει έντονα με τη soul, κάτι που δε θα φανταζόμασταν ποτέ για τον Weller ακούγοντας το “Going Underground”.
Πριν: Το 1/2 των Simon & Garfunkel μετά τη διάλυσή τους (αν και το 1982 θα κάνουν και θα ηχογραφήσουν μία one off από κοινού live εμφάνιση, το Concert In Central Park), κυκλοφορεί έναν πολύ δυνατό ομώνυμο δίσκο το 1972 και στη συνέχεια ακολουθεί πτωτική πορεία για τις επόμενες πέντε σόλο δουλειές του με αποκορύφωμα τον ακριβώς προηγούμενο δίσκο του, Hearts and Bones (1983) που δεν εξασφάλισε ιδιαίτερη εκτίμηση από την κριτική.
Μετά: Κι εκεί που όλοι τον είχαν…ξοφλημένο, ο Paul Simon αποφασίζει να φτιάξει βαλίτσες για Γιοχάνεσμπουργκ, ηχογραφεί για δύο εβδομάδες με αφρικανούς μουσικούς και κυκλοφορεί το Graceland, ένα worldbeat κομψοτέχνημα. Αν και δεν γνωρίζει εμπορική επιτυχία, θα θεωρηθεί ο σημαντικότερος δίσκος της καριέρας του, αλλά κι ένας από τους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας του ’80.
Πριν: Κι αν νομίζετε πως όλα ξεκίνησαν για τους Beastie Boys με το ντεμπούτο τους, κάνετε λάθος, μιας και πριν από αυτό είχαν κυκλοφορήσει μερικά EPs (με τελευταίο το Polly Wog Stew, 1982) στο οποίο παίζουν ατόφιο κι αδιαπραγμάτευτο hardcore punk.
Μετά: Έρχεται όμως το Licensed to Ill και οι τρεις λευκοί κωλοπαιδαράδες από τη Νέα Υόρκη φτύνουν ρίμες με περίσσιο χιούμορ, κρατάνε όμως και τις κιθάρες και γίνονται οι βασιλιάδες του rap rock, στον αντίποδα της εμπορικής εκδοχής αυτού του συνδυασμού που ήταν το “Walk This Way”, η συνεργασία Aerosmith και Run D.M.C. που μονοπώλησε την οθόνη του MTV.
Πριν: To ντεμπούτο τους Three Imaginary Boys (1979) εξελίχθηκε σε post punk έμβλημα, στη συνέχεια βούτηξαν στο gloom και μετατράπηκαν στο goth αντίβαρο στους Smiths, με την ξεκάθαρη τομή να γίνεται με το Pornography (1982).
Μετά: Θα κυκλοφορήσουν όμως το…τριπλό «Φίλα με» το 1987, ελαφραίνοντας αρκετά τον ήχο τους και ξαφνιάζοντας τους fans. Kάτι που βέβαια δεν θα κρατήσει για πολύ, μιας και δύο χρόνια αργότερα με το Disintegration θα επιστρέψουν στην goth κατήφεια. Όχι τυχαία, το άλμπουμ θεωρήθηκε το σίκουελ του Pornography.
Πριν: Ξεκίνησαν απολύτως πιστοί στο noise και τη no wave φιλοσοφία (το πρωτο δεν τους εγκατέλειψε ποτέ), αλλά ήδη από το Sister (1987), αφήνουν πίσω τους σκληρούς πειραματισμούς, οι συνθέσεις τους αποκτούν πλέον περισσότερο τη μορφή πιο «κανονικών» κομματιών. Ως το Daydream Nation (1988) όμως δεν φλερτάρουν ακόμη με την ποπ φόρμα.
Μετά: Θα το κάνουν όμως με το Goo, και -ποιός θα το πίστευε!- θα σημειώσουν ακόμη και hits όπως το “Kool Thing” με το οποίο κάθε κιθαριστικής κατεύθυνσης έφηβος νιώθει ανορθόγραφα κουλ μέχρι και σήμερα, ενώ θα αναστενάξουν τα σταμπάδικα πρεσάροντας το εξώφυλλο σε λευκά t-shirts.
Πριν: Έκαναν εμφάνιση στη θρυλική πλέον κασέτα του ΝΜΕ, C86 με το “Velocity Girl”, στο ντεμπούτο τους Sonic Flower Groove (1987) κέρασαν ηλιόλουστη indie jangle pop που σίγουρα o Ian Brown άκουγε τρίβοντας τα χέρια του, ενώ στο δεύτερο ομώνυμο δίσκο τους (1989) συνεχιαν σε καθαρόαιμα κιθαριστικά μονοπάτια αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά την εμμονή του Bobby Gillespie με τον Mick Jagger.
Μετά: Ώσπου το 1991, αφήνουν τον Andrew Weatherall στην καρέκλα του παραγωγού κι αφήνονται να τους πάρει το acid house ρεύμα. Κι εγένετο rave ‘n’ roll – η νεοψυχεδέλεια βρίσκει την, ευπρόσδεκτη στους ravers, εκδοχή της. Εκείνοι αντιδρούν με τη χαμογελαστή φατσούλα του εξωφύλλου.
Πριν: Συστήθηκαν με καθαρόαιμο thrash (Kill ’em All, 1983), το κουβάλησαν και στον επόμενο δίσκο τους (Ride The Lightning, 1984) αλλά οριακά και στο κλασικό Master of Puppets (1986), τον μέταλ δίσκο που αγαπούν (και) όσοι μισούν το μέταλ. Η δεκαετία του ’80 κλείνει δισκογραφικά για τους Metallica με το …And Justice For All (1988), με πιο prog προεκτάσεις και με τον Jason Newsted να αναλαμβάνει το μπάσο στη θέση του εκλιπόντα Cliff Burton.
Μετά: …Και το 1991 έρχεται η εμπορική στροφή με το Black Album. Oι διάρκειες των κομματιών «κανονικοποιούνται», γράφουν σκληρά hit singles όπως το “Enter Sandman” που συν τοις άλλοις θα λειτουργήσει και ως εισαγωγικό μάθημα ηλεκτρικής κιθάρας για τους απανταχού εφήβους έκτοτε, κάνουν το κοινό να κυματίζει τους αναπτήρες του με μπαλάντες όπως το “The Unforgiven” και το “Nothing Else Matters”, μπαίνουν στα charts και συγχρόνως στον χάρτη του mainstream.
Πριν: Πολύ πριν ο Bono αρχίσει να μοιράζει ελαφρά τάση προς έμετο ως ψευτοακτιβιστής πασιονάριος, οι Ιρλανδοί, με τους δίσκους που έβγαλαν τη δεκαετία του ’80, κατέκτησαν τον κόσμο, ξεκινώντας ως μεταπάνκ αουτσαιντερ και καταλήγοντας μπάντα σταδίων αφού στο μεταξύ είχαν βρει στην πορεία τον Brian Eno και τον Daniel Lanois. Το 1991 κυκλοφορούν το Achtung Baby, του δίνουν και καταλαβαίνει στο feedback και στα εφέ των πεταλιών, αφήνουν για λίγο πίσω τα anthems και συνεχίζουν να ζυμώνουν κάτι καινούργιο και στον επόμενο δίσκο τους, Zooropa (1993).
Μετά: Η τομή όμως θα έρθει να επισφραγιστεί με το στυλιζαρισμένο πακέτο του Pop. Παίζουν ελαφρά με πιο dance διαθέσεις, παίζουν με το ίδιο το image τους, ο Bono κλέβει τα γυαλιά του Spud από το Trainspotting, ο The Edge ψάχνει το τεξανό παρελθόν του φορώντας καουμπόικο καπέλο κι οργώνουν τις πόλεις (μεταξύ των οποίων και την τότε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη) με μία ακόμα extravagant tour. Το Pop λειτούργησε ως το ξεκάθαρο statement αλλαγής πλεύσης τους, το έλεγε άλλωστε και ο τίτλος του…
Πριν: Αφήνοντας πίσω την σεξουαλικά απελυθερωμένη, πάντα στο πλαίσιο του MTV, παιδούλα των 80s, το 1992 η Maddy κυκλοφόρησε το Erotica. Πέρα από ένα «βρώμιο παιχνίδι» με τις φαντασιώσεις και τα όρια του male gaze, ο ήχος της αρχίζει να αλλάζει…
Μετά: Στο τέλος της δεκαετίας έρχεται όμως το Ray of Light, η συνεργασία με τον William Orbit φέρνει το ηλεκτρονικό στοιχείο και singles όπως το “Frozen” γυρνάνε το κλειδί της απενοχοποίησης της Madonna σε μία μερίδα εναλλακτικού κοινού που ως τότε της γυρνούσε επιδεικτικά το κεφάλι. Κακώς.
Πριν: Ο Little Idiot είχε περάσει τα 90s σε έξαλλη techno διάθεση που διακοπτόταν όταν ένιωθε την ανάγκη να «ψάξει για το revolver του», όπως στο πρώτο single του Animal Rights (1996), εκεί που θυμήθηκε τις hardcore ρίζες του και τους Mission of Burma.
Μετά: Παρατάει τις κιθάρες, κάνει κοπτοραπτική με τα samples, χωράει τα blues στην techno και τα gospel στην ambient, κάνει δηλαδή τον δίσκο Play, που στέκεται στο υψηλότερο βάθρο στη δισκογραφία του. Αφήνει το στίγμα του στα 90s λίγο πριν εκπνεύσουν και «ξεπουλά» σχεδόν όλα τα κομμάτια του δίσκου (να θυμηθούμε πως περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα “Honey”, “Porcelain”, “What Does My Heart Feel So Bad?”, “Natural Blues”) σε ταινίες, διαφημίσεις και τηλεόραση. Έλεγε πως ήθελε απλά ο κόσμος να ακούσει τη μουσική του.
Πριν: Το 1997 με το OK Computer δαφνοστεφανώθηκαν ως οι μεγάλοι σωτήρες του indie, εκφράζοντας τους τεχνολογικούς προβληματισμούς του Thom Yorke μέσα από την alternative ηχητική τους δυστοπία.
Μετά: Να σου όμως που στην αυγή της νέας χιλιετίας, αδιαφορώντας για τους όποιους τίτλους πρέπει (ή δεν πρέπει) να υποστηρίξουν, δίνουν το Kid A με έντονο το ηλεκτρονικό στοιχείο. Κάτι που συζητήθηκε, δίχασε, κάτι που δεν έχουν εγκαταλείψει μέχρι σήμερα, αποσπώντας τελικά κάθε φορά τα εύσημα από κοινό και κριτικούς.
Πριν: Με το ντεμπούτο τους Strange House (2007), μέσα στην καρδιά της μόδας του emo, την τίμησαν γράφοντας glam σκοτεινά και γκαζωμένα punk κομμάτια, ποζάροντας ως ζοφεροί New York Dolls των 00s στο εξώφυλλο.
Μετά: Κι έρχεται δύο χρόνια αργότερα ο δεύτερος δίσκος τους, στον οποίο τιμούν το ύστερο punk και μαζί τον shoegaze κιθαριστικό όγκο, αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν απλά διάττοντες αστέρες της υστερίας της φράντζας. To ότι ένα από τα καλύτερα tracks της περασμένης χρονιάς έχει την υπογραφή τους και θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει άνετα ακόμη και σε ελαφρύ electro set, επισφραγίζει την πορεία της δισκογραφίας τους.
Πριν: Στο δρόμο που χάραξαν οι Radiohead, οι Καναδοί έχουν κυκλοφορήσει ήδη τρεις δίσκους, μεταξύ των οποίων και το, εμβληματικό για τα 00s, Funeral (2004). Είναι οι επόμενοι στη λίστα των «σωτήρων του indie», έτοιμοι να πάρουν το δαχτυλίδι από το γκρουπ από την Οξφόρδη.
Μετά: Ως που να μπει στο στούντιό τους ο James Murphy και να γίνει το…κακό (ή το θαύμα, όπως το πάρει κανείς). Οι Arcade Fire, τηρώντας αν και μεταλλάσοντας στα μέτρα τους το μοτίβο των Radiohead, προσθέτουν στην εξίσωση και τον παράγοντα disco και συνεχίζουν με χορευτικά βήματα μέχρι και τον περσινό τους δίσκο, Everything Now. Πλέον η ερώτηση «σου αρέσει το Reflektor;» θα είναι η πιο σύντομη οδός μεταξύ των fans για να καταλάβουν σε ποιό…στρατόπεδο ανήκουν οι συνομιλητές τους.