Το δειλόν σου, ω παρθένε, όμμα τ’ όμμα μου ζητεί·
Μ’ αγαπάς, σε είπα, φως μου.
Επί του μετώπου θάλλει γλυκύ έαρ, πλην προς τι;
Ω! αν έβλεπες κ’ εντός μου!

Φύγε με! ο έρως ούτως ταλαιπώρους, δυστυχείς,
Αντ’ ενός θα κάμη δύω·
Αντ’ ενός θα κάμη δύω, μ’ απεκρίθης, ευτυχείς·
̶ Απατάσαι  ̶ Σε ομνύω.

̶ Ω ελθέ λοιπόν, σε είπα, Άγγελε του οικτιρμού,
Παύσατε, μικρά μου πάθη!
̶ Δεν απέσωσε το στόμα, κ’ αναμέσον σου κ’ εμού
Φάσμα σκυθρωπόν εστάθη.

Φάσμα σκυθρωπόν, ωραίον, μεταξύ εμού και σου
Η αρχαί’ Αγάπη ήλθε·
Μ’ έκρυψε τους στεναγμούς σου, τους λυγμούς σου μέχρις ου
Αποσβέσθης, και απήλθε.