codex 39

Το βράδυ απλώνεται και εξαπλώνεται μέσα και έξω από το κατάστημα και οι κανονικοί περαστικοί δίνουν την θέση τους σε κουνούπια και μικρές άκακες νυχτερίδες. Έκλεισα τον συναγερμό με έναν συνδυασμό θεατρικού μονολόγου του Δάντη από το Πουργκατόριο και χορευτικής φιγούρας μετσοβίτικου τραγουδιού της τυρόπιτας και του κάμπου και μπήκα στο αυτοκίνητο για να φύγω και όπου βγάλει. Πέρασα την Κολιάτσου κορνάροντας έφτασα στην Αμερικής, χαιρέτησα ανάποδα την μεγάλη εκκλησία του Παντελεήμονα βγήκα σε έναν δρόμο κάθετο στην Αχαρνών, κατέβασα ταχύτητα και μάρσαρα, οδηγήθηκα προς τα βουνά, άλλαξα γνώμη και πήγα προς την θάλασσα. Πέρασα την λεωφόρο Συγγρού βγήκα στην Ποσειδώνος και το Ποσειδώνιο και αποφάσισα να φτάσω στον Σούνιον όπου και θα προσευχόμουν σε καμιά δεκαριά θεούς γιατί δεν τους θυμάμαι όλους, πέρασα την Βούλα, την Γλυφάδα, την Βουλιαγμένη που λέγεται έτσι γιατί κάποιος λογικά θα είχε βουλιάξει στα ήσυχα αυτά νερά, ανέβηκα πάνω στην Ηλιούπολη αλλά δεν είχε ήλιο γενικά τριγύρισα πολύ. Φτάνοντας στο Ελληνικό νόμισα ότι εκεί κατοικούν οι Έλληνες άρα εκεί θα ήταν και ο ναός, αλλά μάταια. Συνέχισα και έψαχνα να βρω τον ναό του Ποσειδώνα ,πέρασα πολλά μπουζούκια με τεράστιες φάτσες του Γονίδη ή κάποιου που μοιάζει με τον Σταμάτιο, και τελικά έφτασα σε κάτι που θύμιζε ναό, μπήκα μέσα με το αμάξι σαν να ήταν Μακντονάλντς προσευχήθηκα στα αρχαία για μία ώρα περίπου λέγοντας ρητά του Ηρακλείτου και του Πλωτίνου ταυτόχρονα και αφού με δρόσισε το αεράκι έσπρωξα το αμάξι και το πέταξα στην θάλασσα όπως στις ταινίες και βγήκα στην λεωφόρο για ωτοστόπ να γυρίζω στις Αθήνες. Μου αρέσουν αυτές οι βόλτες αλλά πάντα ξεχνάω ότι δεν έχω αυτοκίνητο και παίρνω όποιο μου έρθει και είναι κίνδυνος. Θα φτάσω το πρωί και όλα θα είναι ωραία, κάποιος θα κλαίει το όχημα του και εγώ θα θέλω καφέ. Κανονικά πράγματα.