Στις περισσότερες φωτογραφίες των Chemical Brothers, o Εντ Σάιμονς δε χαμογελάει. Είναι σχεδόν βλοσυρός, μια προσγειωμένη παρουσία δίπλα στην πληθωρική καρτουνίστικη φιγούρα του Τομ Ρόουλαντς (ειδικά πριν… τον εγκαταλείψουν τα μακριά μαλλιά του). Μοιάζει να είναι εκείνος που βάζει ταξη στο ψυχεδελικό χάος των «χημικών αδερφιών» – κάποιος έγραψε κάποτε ότι «αν έπρεπε να βάλουμε ένα στοίχημα για το ποιος είναι η δημιουργική μεγαλοφυϊα πίσω από το σχήμα θα ποντάραμε στον Τομ, όμως πιθανότατα χωρίς τον Εντ οι Bros δε θα είχαν τόσα πολλά κομμάτια στο Top 40 όλα αυτά τα χρόνια».
Για μια στιγμή, κάπου στο 2014-15, οι fans του συγκροτήματος φοβηθήκαμε ότι το δίδυμο θα έσπαγε μετά από δεκαετίας κοινής πορείας (πήγαιναν μαζί σχολείο στο Λονδίνο κι αποφάσισαν να πάνε και μαζί στο Πανεπιστήμιο του Μάνστεστερ). Ο Εντ, σήμερα 48 ετών, συμμετείχε στη δημιουργική διαδικασία του τελευταίου τους στούντιο άλμπουμ Born in the Echoes, αλλά αποφάσισε ότι δεν ήθελε να βγει στον δρόμο για να το προωθήσει. Η περιοδεία έγινε με τον Τομ, σήμερα 47 ετών, σε ρόλο πρωταγωνιστή και τον σκηνοθέτη Ανταμ Σμιθ -υπέυθυνο για τα καταιγιστικά visuals των Bros- να τον αντικαθιστά επί σκηνής. Ο Εντ έκατσε σπίτι κι ασχολήθηκε με τις σπουδές του, δε θέλησε ποτέ όμως να αποκαλύψει στον Τύπο το αντικείμενο της δεύτερης ακαδημαϊκής καριέρας του – η πρώτη είχε να κάνει με την Ιστορία του Μεσαίωνα (ίσως γιατί τα φώτα που έπεσαν στην προσωπική του ζωή όταν είχε δεσμό με την Λίλυ Άλεν στα late 00s, τον έχουν κάνει αλλεργικό στην μιντιακή έκθεση).
Την τέταρτη, λοιπόν, φορά που τον καλώ στο βρετανικό του νούμερο και δεν απαντά, υποψιάζομαι αυτό που φοβόμουν βάσει του προφίλ που είχα επιπόλαια σχηματίσει. Δε θα βγει στο τηλέφωνο. Προσπαθώ άλλη μια φορά, μια τελευταία πριν αρχίσει ο γύρος «διοργανωτές-μάνατζμεντ-πού είναι ο Εντ;». Και τότε ο Εντ Σάιμονς το σηκώνει, απολογείται γιατί ήταν «στο άλλο δωμάτιο και δεν το άκουσε» και είναι πρόθυμος να απαντήσει σε κάθε ερώτηση εν όψει της επιστροφής των Chemical Brothers στην Αθήνα μετά την τελευταία, κάπως επεισοδιακή, φορά το 2005 (ή πρωτη τους ήταν το 2002 στου Γουδή). Για το live, το Brexit, το πώς είναι να είσαι βετεράνος, τι θα έχει το επόμενο άλμπουμ και για ποια συνεργασία στα φωνητικά, λέμε τώρα, πετιέται όρθιος τα βράδια…
Λοιπόν, έχουν περάσει κιόλας 13 χρόνια από την τελευταία σας επίσκεψη στα μέρη μας. Ποιο είναι το οπτικοακουστικό teaser για το live του Σαββάτου; Θα είναι όπως πάντα μια συναρπαστική ψυχεδελική εμπειρία. Έχουμε μερικά καταπληκτικά καινούρια visuals και πέρα από αυτά που περιμένετε θα παίξουμε και μερικά κομμάτια από το νέο μας άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει του χρόνου. Νομίζω, η 13ετής αναμονή θα αξίζει τον κόπο.
Ποια είναι η υποδοχή αυτών των καινούριων κομματιών από το κοινό στις πρόσφατες συναυλίες σας; Στ΄αλήθεια πολύ καλή, είμαστε πολύ ευτυχισμένοι με τις αντιδράσεις. Υπάρχει αυτό το καινούριο track, το “Mad as Hell” που αρέσει πολύ στον κόσμο γιατί μάλλον ταιριάζει με τον θυμό της εποχής. Μόνο που εμείς προσπαθούμε να μεταδώσουμε αυτόν τον θυμό με έναν θετικό τρόπο.
https://www.youtube.com/watch?v=N7Pc4rttZm0
Είναι ο θυμός το πιο δυνατό συναίσθημα των καιρών μας; Τι να σου πω τώρα; Έχουμε πολλά προβλήματα στη δική μας χώρα με το Brexit, το ίδιο συμβαίνει και σε όλη την Ευρώπη. Κι αυτό μας κάνει όλους θυμωμένους. Είναι περίεργη αυτή η περίοδος με την ανισότητα και το έλλειμμα δικαιοσύνης που τη διακρίνει. Εμείς, κατά κύριο λόγο, κάνουμε μουσική για πάρτι, αλλά μπορεί αυτό το πάρτι να είναι σκεπτόμενο και να αντανακλά όσα συμβαίνουν γύρω. Ή μπορεί η μουσική μας να κάνει τους ανθρώπους να ξεχνάνε τις συμφορές τους για λίγο και να αποδρούν από την πραγματικότητα. Έχοντας όμως επίγνωση του τι συμβαίνει.
Ήταν πιο αισιόδοξα τα πράγματα όταν ξεκινούσατε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90; Δε θα το ‘λεγα. Ήταν πολύ ζοφερή κι εκείνη η περίοδος για την Μεγάλη Βρετανία. Αλλά ήμασταν νεότεροι και είχαμε λιγότερες ανησυχίες. Δεν σκεφτόμασταν και τόσο, κυρίως μας απασχολούσε το πως θα βρεθούμε με τους φίλους μας και θα πάμε στο επόμενο rave. Δε θα έλεγα ότι ήμασταν και τόσο πολιτικοποιημένοι οι δυο μας, όμως δεν μπορείς να μη σημειώσεις ότι εκείνη την εποχή (σ.σ. τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης Θάτσερ) είχαν παρθεί καταστροφικές αποφάσεις που άλλαξαν τη χώρα μας προς το χειρότερο.
Ήταν πολύ σημαντικό ότι η μουσική και τα πάρτι ήταν η αφορμή για να βγει ο κόσμος από το σπίτι του και να συγκεντρωθεί για έναν σκοπό, ακόμα κι αν αυτός ήταν ο ηδονισμός σε κάθε του έκφραση. Αυτό σιγά σιγά μειώθηκε ή εξαλείφθηκε. Αυτή η αίσθηση της συνειδητοποιημένης απόδρασης, για την οποία μίλησα πριν.
Αυτό που κάθε φορά μας ανανεώνει κι ανάβει ξανά τον σπινθήρα είναι να βγαίνουμε σε περιοδεία, να ετοιμαζόμαστε για να κάνουμε τον κόσμο να περάσει καλά. Είναι η μοναδική αυτή αίσθηση να δίνεις στον άλλον κάτι που θα το θυμάται για κάποιον καιρό, αν όχι για πάντα.
Έχετε πει οι ιδιοι σε συνεντεύξεις ότι «η μεταξύ σας σχέση έχει κρατήσει περισσότερο απο πολλούς γάμους γύρω σας». Αλήθεια, σκεφτήκατε ποτέ να το διαλύσετε; Πώς επαναπροσδιορίζετε κάθε φορά τον σκοπό ύπαρξης του γκρουπ με δεδομένο ότι έχετε πετύχει σχεδόν τα πάντα; Πριν κάποια χρόνια εγώ πήρα έναν χρόνο off, γιατί χρειαζόμουν ένα διάλειμμα. Αλλά επέστρεψα κανονικά. Τα πάμε πολύ καλά, η συνεργασία μας είναι πάντα αρμονική ακόμα κι αν παρουσιάζονται οι εντάσεις που εμφανίζονται σε κάθε φιλία. Οπότε, να τα παρατήσουμε, όχι δεν είναι κάτι που μας έχει περάσει από το μυαλό.
Αυτό που κάθε φορά μας ανανεώνει κι ανάβει ξανά τον σπινθήρα είναι να βγαίνουμε σε περιοδεία, να ετοιμαζόμαστε για να κάνουμε τον κόσμο να περάσει καλά. Είναι η μοναδική αυτή αίσθηση να δίνεις στον άλλον κάτι που θα το θυμάται για κάποιον καιρό, αν όχι για πάντα.
Υπήρξε μια στιγμή, ας πούμε λίγο πριν το μιλένιουμ, που κρατούσατε το μουσικό zeitgeist στα χέρια σας. Και στη συνέχεια λίγο λίγο καινούριες μπάντες ξεπήδησαν, πήραν τα σκήπτρα κι εσείς γίνατε οι «καθολικά αναγνωρισμένοι βετεράνοι» (για κάποιους ακόμα και «θρύλοι»). Πώς ήταν αυτή η μετάβαση μιας και το μουσικό ύφος των Chemical Brothers ποτέ δεν άλλαξε δραστικά; Ο χρόνος περνάει κι αυτό είναι το μόνο που δεν μπορείς να αλλάξεις. Σκεφτόμουν σήμερα το πρωί που ήμασταν στο στούντιο ότι τα πρώτα χρόνια που κάναμε πολλά remixes, τα κάναμε πολύ γρήγορα. Δουλεύαμε 3-4 μέρες και τα παραδίδαμε, αφήνοντας όλη τη νεανική ορμητικότητα ωμή να ξεχειλίζει. Αυτό με τα χρόνια αλλάζει. Δεν είναι ότι γίνεσαι «βετεράνος», είναι ότι π.χ. φτιάχνεις μερικές μακροχρόνιες συνεργασίες με ανθρώπους όπως οι μηχανικοί ήχου γιατί θέλεις να υπάρχει συνέπεια στο έργο σου, ακόμα κι αν κάποιοι λένε ότι δεν αλλάζει το ύφος. Στην ουσία αυτό που αλλάζει είναι η εμπειρία που μαζεύεις.
Κάθε στούντιο άλμπουμ των Chemical Brothers έχει, για μένα, μια συγκεκριμένη «κατασκευαστική» λογική όσον αφορά την πυκνότητά του, το ύφος ή την κλιμάκωσή του. Είναι όντως κάθε φορά σαν να διηγείστε μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος. Έχει θέση αυτή η προσέγγιση στο σύγχρονο streaming μοτίβο των millenials; Ναι, υπάρχει αυτή η δομή που αναφέρεις. Θέλουμε να πούμε την ιστορία μας, να πάμε τον ακροατή σε διάφορα μέρη και γι’ αυτό τη χρησιμοποιούμε. Κι όντως όλο και λιγότεροι άνθρωποι ακούνε πια έτσι μουσική. Θα μπορούσαμε να κυκλοφορούμε κομμάτια ένα ένα π.χ. σε 12ιντσα, αλλά δεν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Να ακούνε τη μουσική μας ως μέρος μια shuffle εμπειρίας. Αναγνωρίζουμε τη νέα συνθηκη, αλλά θα το κάνουμε με τον τρόπο μας μέχρι κάποιος να μας πει να σταματήσουμε.
Σε μια άλλη πόλη, και όχι στο Μάντσεστερ, θα ήσασταν μια διαφορετική μπάντα; Φοιτητές βρεθήκαμε εκεί, αλλά, ναι, θα ήμασταν κάτι εντελώς διαφορετικό οπουδήποτε αλλού (σ.σ. γελάει). Υπήρχε αυτή η αίσθηση, τότε, ότι μπορούσαν να γίνουν πράγματα στην πόλη, επιβίωνε ίσως το πνεύμα της Factory Records. Μπορούσες με ένα Akai 3000 σάμπλερ να φτιάξεις φθηνή μουσική, να την κόψεις σε βινύλιο και να το πουλάνε τα τοπικά δισκάδικα. Και καπως έτσι να ανανεώνεται η σκηνή. Αλλά, και στο Λονδίνο που βρεθήκαμε στη συνέχεια, βρήκαμε το δρόμο μας π.χ. με τις βραδιές μας στο Heavenly Social. Νομίζω, ότι πάντα προσπαθούσαμε να κάνουμε εμείς τα πράγματα να συμβούν.
Να κλείσουμε με το επόμενο άλμπουμ. Δώσε μας κάτι…ας πούμε θα υπάρχουν συνεργασίες στα φωνητικά ή θα δουλέψετε οι δυο σας όπως στο Further; Έχουμε δουλέψει με μια φωνή από τη Νορβηγία που λέγεται Aurora. Ο δίσκος είναι αρκετά βασισμένος στα samples και, νομίζω, 4 κομμάτια του θα τα ακούσετε και στην Αθήνα. Θα είναι γεμάτος γκρούβι μουσική, μουσική για πάρτι. Την έχουμε δοκιμάσει στα DJ sets μας τον τελευταίο καιρό και καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος ανταποκρίνεται.
Έχετε συνεργαστεί με σπουδαίους καλλιτέχνες στο κομμάτι των φωνητικών, από τον Noel Gallacher των Oasis στον Bernard Sumner των New Order κι από τον Q-Tip στην St. Vincent για να αναφέρω μόνο μερικούς. Υπάρχει μια συνεργασία όμως που διαρκώς ονειρεύσεσαι; Uhm welllll…Νομίζω ο David Byrne της εποχής των Talking Heads, αλλά ακόμα και σήμερα, θα μπορούσε σίγουρα να ταιριάξει πολύ καλά με τις παραγωγές μας. Αυτόν θα επέλεγα, λοιπόν.