Τη Β.Τ. τη γνώρισα το 2014 μαζί με άλλους ανθρώπους που είχαν ψυχιατρική εμπειρία στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Αγίων Αναργύρων. Ζούσαν μέσα στην κοινότητα και όχι απομονωμένοι σε κάποια ασυλικού τύπου δομή. Ήταν ενταγμένοι σ’ ένα που δεν περιελάμβανε μόνο αθρόες συνταγογραφήσεις φαρμάκων αλλά είχε στον πυρήνα του την επικοινωνία, αφουγκραζόταν τις ανάγκες των ασθενών, ευνοούσε την ανάπτυξη δραστηριοτήτων και τον αποστιγματισμό.
Ήταν ένα μικροσκοπικό υπόδειγμα και μαζί μια απτή απόδειξη ότι υπάρχει τρόπος να προσεγγίσεις την ψυχική ευαλωτότητα με ενσυναίσθηση και φροντίδα, χωρίς να την παθολογικοποιείς και χωρίς να αντικειμενοποιείς τα υποκείμενα της. Ότι υπάρχει τρόπος οι άνθρωποι να μην εκπίπτουν του ανθρώπινου.
Ειδάλλως η βαρβαρότητα θα χοροπηδάει χαιρέκακα πάνω στα λείψανα της περιβόητης εκπολιτιστικής διαδικασίας που μας υποσχέθηκε η νεωτερικότητα.
Και δυστυχώς το κάνει.
Δυστυχώς λόγω ανακατατάξεων μειώθηκε η λειτουργικότητα του κέντρου και έπαψε να είναι χώρος αναφοράς για κάποιους θεραπευόμενους. Τη Β.Τ. τη συνάντησα ξανά τη Δευτέρα στο νούμερο 343 της Ιερά Οδού, έχοντας αφήσει πίσω μου τον κατοικημένο ιστό του Χαϊδαρίου και μπαίνοντας στο ολόφυτο μα καθόλου ειδυλλιακό βασίλειο της κατασταλτικής και φαρμακολογικής απραξίας.
Αυτό είναι το Δρομοκαΐτειο, όπως και τα περισσότερα ψυχιατρικά ιδρύματα της χώρας, χώροι που η Πολιτεία εξόρισε την ψυχική ασθένεια για να μην την ενοχλεί. Εντελώς ανενδοίαστα, εξάλλου, πριν μερικές δεκαετίες ονομάτισε τη Λέρο «αποικία ψυχασθενών» και αναγκάστηκε να την κλείσει μόνο μετά τη διεθνή κατακραυγή και αφού είχε αποστραγγίξει βάναυσα δεκάδες ζωές.
Ωστόσο, οι πρακτικές της Λέρου αναβιώνουν καθημερινά. «Η παρέα που είχες γνωρίσει τότε τσάκισε» μου είπε όταν έφτασα. Κάποιοι πέθαναν, όπως με ενημέρωσε, αφού η ασύστολη και μακροχρόνια χρήση βαριών φαρμάκων προκαλεί ισχυρές επιπτώσεις στον οργανισμό, μειώνοντας το προσδόκιμο ζωής των ψυχικά πασχόντων σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.
Η Β.Τ. στα 52 της, γιατρός με πολλά χρόνια εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, βρέθηκε ξανά εδώ με εισαγγελική εντολή. Υποτίθεται ότι ήταν για το «καλό της». Τι καλό άραγε μπορεί να προκληθεί σ’ έναν άνθρωπο όταν τον δένουν χειροπόδαρα σ’ ένα κρεβάτι; Η καθήλωση δεν είναι θεραπεία, είναι ένα νέο τραύμα.
«Το πρώτο βράδυ που ήρθα με έδεσαν, χωρίς να έχω καμία επιθετική συμπεριφορά, χωρίς καν την παρουσία γιατρού. Με εισαγγελική εντολή ήρθα αλλά ήμουν συνεργάσιμη, έφαγα και μετά με έδεσαν. Κατάφερα να βγάλω μια φωτογραφία το πόδι μου που ήταν δεμένο με ιμάντες και τη δημοσίευσα στα social media. Την επόμενη μέρα το κινητό μου εξαφανίστηκε. Στην πρώτη μου νοσηλεία ήμουν δεμένη για εφτά μέρες, τώρα με κράτησαν μια μέρα δεμένη. Είναι απαίσια. Χάνεις οποιαδήποτε αίσθηση ασφάλειας κάτω από τα πόδια σου, χάνεις την υπόσταση σου σαν άνθρωπος, όταν κατουριέσαι και τα κάνεις πάνω σου ζωοποιείσαι. Αν αντισταθείς, θα είναι χειρότερα. Γενικά οποιαδήποτε αντίρρηση φέρεις, θα σε δέσουν ξανά. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που έχουν νοσηλευτεί σε ψυχιατρείο έχουν μια εμπειρία καθήλωσης. Το κάνουν από την αρχή ως μέτρο επιβολής εξουσίας» λέει.
Δίπλα της κάθεται η Α. που νοσηλεύτηκε για πρώτη φορά στο ίδρυμα πριν 10-12 μέρες: «Νιώθεις σα να έρχεται το τέλος σου, νομίζεις ότι κάποιος θα σου πάρει το κεφάλι. Δεν αντέδρασα. Απλά το δέχτηκα» συμπληρώνει.
Η μηχανική καθήλωση είναι μια αποκρουστική μέθοδος όχι απλά περιορισμού και καταστολής αλλά καταρράκωσης της προσωπικότητας. Έχει επικριθεί από διεθνείς φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από το προοδευτικό ρεύμα της κοινοτικής ψυχιατρικής.
Όταν δένεις έναν άνθρωπο που χρειάζεται βοήθεια αφενός τον τιμωρείς για την ευαλωτότητα του, αφετέρου δημιουργείς και συντηρείς τη μυθοπλασία της επικινδυνότητας του ψυχικά πάσχοντος. Επιπλέον, αναμοχλεύει πυρηνικά ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας της ιατρικής επιστήμης. Η σύγχρονη ιατρική δεν εδράζεται στην απόλυτη ηγεμονία του γιατρού αλλά στην ενημέρωση, τη συγκατάθεση και το απόρρητο.
Δόθηκαν μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες για να κατοχυρωθεί η θεμελιώδης αντίληψη ότι οι ασθενείς δεν είναι άβουλα όντα, στα οποία ασκούνται άκριτα οι στρατηγικές της ιατρικής εξουσίας. Είναι φορείς δικαιωμάτων, τα οποία οφείλουν να γίνονται σεβαστά και να μην παραβιάζονται. Η πρακτική της καθήλωσης διαρρηγνύει το δεσμό εμπιστοσύνης μεταξύ ασθενούς και ιατρικού/ νοσηλευτικού προσωπικού, επαναφέροντας μνήμες από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ψυχιατρικής. Τότε που οι ψυχικά ασθενείς χαρακτηρίζονταν ως «άδειες ανθρώπινες φλούδες».
«Η μηχανική καθήλωση είναι ένα εργαλείο της κατεστημένης ψυχιατρικής που εδράζεται στη λογική ότι δεν επικοινωνούμε με τον πάσχοντα, απλά τον καταστέλλουμε. Συνιστά καταστρατήγηση βασικών δικαιωμάτων. Είναι πολύ τρομακτικό για τους ανθρώπους που το έχουν περάσει, έχουν ζήσει για ώρες δεμένοι, μπορεί να τα έχουν κάνει πάνω τους. Μετά ζουν με το φορτίο του αυτοστιγματισμού. Στην πραγματικότητα χρονικοποιεί τη νόσο. Υπάρχουν και ασθενείς που χάνουν την πίστη στον εαυτό, εσωτερικεύουν τις κατασταλτικές πρακτικές και λένε «δέστε με». Δε βοηθάει πουθενά, απλά αναπαράγει στον ασθενή την αντίληψη ότι είναι άρρωστος, υποβαθμίζονταν τον και διαλύοντας την αξιοπρέπεια του. Είναι λυπηρό ότι θεωρείται δεδομένο παρότι είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Υποτίθεται ότι υπάρχουν πρωτόκολλα για το πώς θα εφαρμόζεται αλλά δεν τηρούνται, για παράδειγμα ορίζεται πως πρέπει να είναι μπροστά γιατρός, τις περισσότερες φορές, όμως, γίνεται με μια απλή τηλεφωνική εντολή. Δυστυχώς είναι μια πάγια πρακτική που πιστεύω ότι έχει επιδεινωθεί εξαιτίας της δραματικής υποστελέχωσης των δημόσιων ψυχιατρείων. Η κατάσταση είναι ότι τις νύχτες αναλογούν δύο νοσηλευτές ανά 40 -50 ασθενείς. Και ιδεολογικά, όμως, η κουλτούρα του δεσίματος παραμένει κυρίαρχη», επισημαίνει ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, συνταξιούχος ψυχίατρος και τέως διευθυντής του 9ου τμήματος στο Δαφνί.
Το ποσοστό των ακούσιων νοσηλειών στην Ελλάδα κυμαίνεται στο 65%, ενώ στις χώρες που εφαρμόστηκε αποτελεσματικά η ψυχιατρική μεταρρύθμιση είχε φτάσει στο 10%.
Κι αν οι μηχανικές καθηλώσεις είναι η πεμπτουσία του αναχρονισμού, η ίδια η αρχιτεκτονική του συστήματος είναι θεμελιωμένη πάνω στην καταστολή. Εδώ, η ψυχιατρική μεταρρύθμιση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Παρά τις άοκνες προσπάθειες κάποιων φωτισμένων ψυχιάτρων και των κινημάτων για τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών, παρέμεινε μετέωρη με διαρκείς παλινδρομήσεις σε συνθήκες που ιστορικά τυποποιήθηκαν ως «ντροπή».
Το ποσοστό των ακούσιων νοσηλειών στην Ελλάδα κυμαίνεται στο 65%, ενώ στις χώρες που εφαρμόστηκε αποτελεσματικά η ψυχιατρική μεταρρύθμιση είχε φτάσει στο 10% – ποσοστό που ανεβαίνει όταν οι δομές αποψιλώνονται εξαιτίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Η Β.Τ. έχει κάνει 21-22 νοσηλείες. Όλες με εισαγγελική παραγγελία από το ίδιο άτομο. Είναι σοκαριστικό νούμερο για οποιονδήποτε άνθρωπο. Αποκαλύπτει την αδιαφορία και τα τεράστια περιθώρια αυθαιρεσίας που επιτρέπει το νομοθετικό πλαίσιο ή για την ακρίβεια η εφαρμογή του, αφού κάποιος άνθρωπος μπορεί να κάνει όσες εισαγγελικές παραγγελίες θέλει εις βάρος ενός άλλου και αυτό, ενίοτε, να γίνεται αποδεκτό, χωρίς να ελέγχονται οι προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από το νόμο.
«Υπάρχει πρόβλημα στην εφαρμογή του νόμου. Πως γίνεται ένας εισαγγελέας χωρίς να σε δει, να σε καταδικάζει; Επειδή έχεις νοσηλευτεί ξανά, σε βάζουν μέσα χωρίς να σε εξετάσουν, να διερευνήσουν την κατάσταση σου και τη λειτουργικότητα σου. Υποτίθεται ότι είσαι ασθενής. Ωστόσο η συμπεριφορά προσιδιάζει σε κακοποιό. Έρχεται η αστυνομία και σε συλλαμβάνει. Δεν έχω υπόψη μου καμία άλλη πράξη υγείας στην οποία να μεσολαβεί η Αστυνομία» λέει η Β.Τ.
Την γενική εικόνα του ζόφου πλαισιώνει η πολυφαρμακία, η οποία όταν δίνεται σε μεγάλες ποσότητες και παρατεταμένα χρονικά διαστήματα ελλοχεύει ο κίνδυνος να προκληθούν σοβαρές παρενέργειες στον οργανισμό. «Γίνεται κατάχρηση σε ψυχοφάρμακα. Εδώ μέσα με τη χούφτα μας τα δίνουν και μας τσεκάρουν στη γλώσσα για να βεβαιωθούν ότι τα έχουμε καταπιεί, λες κι είμαστε ζωάκια. Τα φάρμακα έχουν ισχυρές παρενέργειες, επηρεάζουν τη μεταβολική λειτουργία. Σε κάνουν να τρως πολύ, να αναζητάς ζάχαρη, να τρέχουν τα σάλια σου, να περπατάς περίεργα. Μας βλέπει ο κόσμος σε αυτή την κατάσταση και νομίζει ότι φταίμε εμείς, ότι έχουμε παρατήσει τον εαυτό μας και δεν προσέχουμε. Τα φάρμακα φταίνε. Δημιουργούν φαύλους κύκλους, για παράδειγμα σου προκαλούν ακαθισία και μετά για να αντιμετωπίσουν την ακαθισία, σου δίνουν πρόσθετα φάρμακα. Όλο αυτό αλλοιώνει την εικόνα σου στα μάτια των άλλων. Δε σε βλέπουν γοητευτική. Δε σε θέλει κανείς. Το κράτος μέσω της ασφάλισης επιδοτεί τις συνταγογραφήσεις φαρμάκων αλλά δεν επιδοτεί την ψυχοθεραπεία. Πρέπει να έχεις λεφτά να την πληρώσεις. Τόσα χρόνια τα λέμε και δεν αλλάζει τίποτα. Χειρότερα γίνονται. Έκλεισε το Κέντρο και οι χαρισματικοί ψυχίατροι πήραν σύνταξη. Τώρα δε νοιάζεται κανείς για κανέναν. Πέντε γάτες έχω σπίτι, εάν δεν είχα έναν άνθρωπο να πηγαίνει να τις ταΐζει, θα πέθαιναν όσο είμαι εδώ. Στη δουλειά μου κάθε φορά που νοσηλεύομαι, παίρνω αναρρωτική για άλλο λόγο, γιατί το στίγμα είναι φοβερό».
Ο λόγος της είναι εξαιρετικά διαυγής και εύστοχος. Ωστόσο, δε γνωρίζει πότε θα πάρει εξιτήριο και θα προσπαθήσει να ανασυγκροτήσει τη ζωή της. Όποτε το αξιολογήσει ο ψυχίατρος, αφού η Πολιτεία έχει αποδεχτεί ότι μια κατηγορία ανθρώπων θα πρέπει να ζει μ’ ένα κομμάτι της αυτονομίας της κλεμμένο.
«Μας βλέπει ο κόσμος σε αυτή την κατάσταση και νομίζει ότι φταίμε εμείς, ότι έχουμε παρατήσει τον εαυτό μας και δεν προσέχουμε. Τα φάρμακα φταίνε.»
Δεν είναι, όμως, η μόνη περίπτωση που γεννά ερωτήματα για τους όρους που ασκείται η ψυχιατρική στο ελληνικό κράτος. Στην ίδια χρονική περίοδο η Πρωτοβουλία για ένα πολύμορφο κίνημα στην Ψυχική Υγεία προχώρησε στην καταγγελία ενός ανεκδιήγητου -ακόμα και για το προβληματικό ελληνικό συγκείμενο – περιστατικού. Είναι η ιστορία ενός ψυχικά ασθενούς που ήταν ένοικος σε σταγαστική δομή του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής.
Κατά διαστήματα, όταν δυσκολευόταν, έκανε νοσηλείες στον 9ο Τμήμα στο Δαφνί. Η νέα διεύθυνση του τμήματος πληροφορήθηκε ότι είχε στον κλινικό του φάκελο ένα χαρτί, από το 2011, που ανέφερε ότι, λόγω τελεσθέντων αδικημάτων, να ειδοποιηθεί η αστυνομία σε περίπτωση εξιτηρίου. Το «αδίκημα», όπως έγινε αργότερα γνωστό, ήταν η «εξύβριση και αντίσταση λόγω και έργω», για το οποίο είχε καταδικαστεί, ερήμην, σε ολιγόμηνη ποινή φυλάκισης. Ο διευθυντής του τμήματος, λοιπόν, επέλεξε να ειδοποιήσει την αστυνομία ότι θα του κάνει εξιτήριο και συνεννοήθηκε μαζί της να πάνε τον παραλάβουν.
Πράγματι, πριν λίγες μέρες, έγινε το πρωτοφανές να πάει η αστυνομία να συλλάβει τον ασθενή μέσα στο ίδιο το τμήμα όπου νοσηλευόταν, καθώς του είχε ήδη βγει το εξιτήριο. Έχουμε, δηλαδή, την έκδοση εξιτηρίου όχι γιατί ο ασθενής ήταν «καλά» στην υγεία του, αλλά για να παραδοθεί στην αστυνομία, παρόλο που «δεν ήταν καλά» στη υγεία του, δεν είχε αναρρώσει. Αν είχε αναρρώσει, γιατί να μην επιστρέψει στη στεγαστική δομή όπου έμενε για χρόνια; Ο ασθενής μεταφέρθηκε απευθείας στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού χωρίς να έχει προηγηθεί η διαδικασία που απαιτείται ώστε κάποιος να μεταφερθεί εκεί. Απλώς, από το ένα ψυχιατρείο στο άλλο. Σαν ένας σάκος προς μεταφορά.
«Η ψυχιατρική πρακτική που οδήγησε σε αυτό το συμβάν δεν είναι παρά μια ακραία έκφραση μιας παγιωμένης, τα τελευταία χρόνια, ψυχιατρικής «θεωρίας και πράξης» να πετάνε στο δρόμο αυτούς που δεν θέλουν να περιθάλψουν γιατί έχουν πολύπλοκες ανάγκες, οι οποίες απαιτούν πολύπλοκες προσεγγίσεις και δεν είναι «διαχειρίσιμοι» ούτε μέσω του κυρίαρχου κατασταλτικού μονόδρομου του ψυχοφάρμακου. Είναι τη δική της αδυναμία και ανικανότητα που φορτώνει η κυρίαρχη ψυχιατρική στον ασθενή, τον οποίο κατασκευάζει ως «ανίατο», ως μη επιδεχόμενο «βελτίωσης». Γιατί αυτή η ψυχιατρική δεν ξεπέρασε ποτέ τον δικό της «διπολισμό» ανάμεσα, από τη μια, σε μια έννοια «θεραπείας», η οποία ανάγεται στο «να κρατάμε τους πάντες μέσα στην επικρατούσα κοινωνική τάξη και στους ορισμούς που αυτή δίνει για το πραγματικό και το κανονικό», και, από την άλλη, στην εκμηδένιση, η οποία αποσκοπεί στην «απόρριψη, στον εξοβελισμό και, εν τέλει, στην εξόντωση οποιουδήποτε είναι (ή ωθείται) εκτός αυτής της τάξης». Και ξέρουμε πού αυτή η λογική και πρακτική της απόρριψης έχει οδηγήσει, σ΄ όλη τη διαδρομή του 20ου αιώνα – την μοίρα των ψυχικά πασχόντων με την αντιμετώπισή τους ως «ζωές ανάξιες να ζουν», όταν διαμορφώνονταν οι ευνοϊκές προς την εξόντωση κοινωνικοπολιτικές συνθήκες» υπογραμμίζει στην ανακοίνωση της η Πρωτοβουλία, ενημερώνοντας πως θα κοινοποιήσει το γεγονός σε όλους τους αρμόδιους φορείς και απαιτώντας την επιστροφή του ασθενούς στη στεγαστική δομή που φιλοξενούνταν.
Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, έχοντας διατελέσει διευθυντής στο συγκεκριμένο τμήμα πριν συνταξιοδοτηθεί και πετυχαίνοντας να λειτουργήσει το τμήμα με ανοιχτές πόρτες επί 10 χρόνια που δυστυχώς τώρα κλειδώνουν ξανά, γνωρίζει καλά την υπόθεση: «Ο νέος διευθυντής επειδή θέλει να απαλλαγεί από τους χρόνιους πάσχοντες του έκανε εξιτήριο και πήγαν και τον συνέλαβαν. Δηλαδή έγινε κανονική παράδοση. Πρόκειται για ακραίο περιστατικό που έχει προκαλέσει δυσφορία ακόμα και σε μετριοπαθείς ψυχιάτρους. Αντί να σκύψουν πάνω από την ανάγκη του ασθενούς, απλά τον έδωσαν στην Αστυνομία που στον οδήγησε στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, από τα χειρότερα μέρη για να οδηγήσεις έναν άνθρωπο που χρειάζεται στήριξη».
Παράλληλα τονίζει ότι το σύστημα μετανοσοκομειακής φροντίδας των ψυχικά ασθενών είναι σχεδόν ανύπαρκτο «Πρέπει όταν κάνεις εξιτήριο να έχει να πάει κάπου ο άλλος ή να τον βάλεις σε ξενώνα, όχι απλά να τον πετάξεις στο δρόμο. Πολλοί άστεγοι έχουν προβλήματα ψυχικής υγείας και δε λαμβάνουν καμία βοήθεια. Οι ξενώνες τώρα είναι γεμάτοι και μόλις αδειάσει μια θέση, τοποθετούν κάποιον χωρίς καμία συνολική θεραπευτική προσέγγιση. Πάρα πολλοί καταλήγουν σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης, σε σπίτια που δεν είναι σπίτια, σε διαλυμένες οικογένειες χωρίς φροντίδα και χωρίς μετανοσοκομειακή στήριξη. Του κλείνει ο γιατρός ένα ραντεβού μετά από τρεις μήνες μόνο για να του γράψει χάπια.
Έτσι έχουμε από τη μια τις περιστρεφόμενες πόρτες των ελληνικών δημόσιων ψυχιατρείων και από την άλλη τον απέραντο χώρο απροσδιοριστίας που είναι οι ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές, έξω από κάθε πλαίσιο ελέγχου με φρικιαστικές ιστορίες για ανθρώπους που έμειναν εκεί εφ’ όρου ζωής κάτω από ένα καθεστώς αθλιότητας»
Θυμίζουμε, επίσης, ότι πριν από λίγες μέρες η Εφημερίδα των Συντακτών δημοσίευσε ανατριχιαστικά αποσπάσματα από τις επιστολές του Η.Τ. που νοσηλεύεται στην ψυχιατρική κλινική του Ευαγγελισμού: «Δένουν με ιμάντες, χτυπούν και απειλούν ανήμπορους με απομόνωση στο “δωμάτιο ηρεμίας” […] νοσηλεύονται 40 άτομα σε 8 δωμάτια και οι διάδρομοι είναι γεμάτοι ράντζα. Ένας ασθενής 61 χρονών, με τρία μπαλονάκια και εγκεφαλικό, είναι στο διάδρομο. Σε ράντζο, στο ρεύμα, ενώ οι νοσηλευτές καπνίζουν γύρω του […] Τις μέρες παραμονής μου εδώ δε μας βγάλανε ούτε μία στιγμή, έστω με τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, ούτε και στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου, με αποτέλεσμα την ψυχική ένταση και την ασφυξία κάποιων ασθενών». Πρόκειται για πρακτικές που έχει στηλιτεύσει με έκθεση της το 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας CPT μετά από επίσκεψη της σε ψυχιατρικές δομές της Ελλάδας.
Η πυκνότητα αυτών των γεγονότων καταδεικνύει την αναδίπλωση της κατεστημένης ψυχιατρικής στο πιο άσχημο υπόστρωμα της, εκεί που το κεντρικό μέλημα δεν είναι η θεραπεία αλλά ο έλεγχος και η πειθάρχηση. Προσηλωμένη στο βιολογικισμό, προσλαμβάνει την ψυχική νόσο ως εξατομικευμένη παθολογία αποσυνδεδεμένη από κοινωνικές παραμέτρους. Κατασκευάζει το στερεότυπο του «ανίατου», καλλιεργεί την κουλτούρα του «περιττού», λειτουργώντας επί της ουσίας ως Αστυνομία με άλλο χρώμα στολής.
Με την προτροπή ή την απάθεια του κράτους. Με την άγνοια ή την αδιαφορία της κοινωνίας. Αλλά να, είναι που ζούμε σ’ αυτή την εποχή του ίλιγγου που διασχίζει όλα τα όρια, που μαθαίνουμε με οδυνηρό συχνά τρόπο ότι πρέπει να μας νοιάζει, ότι οι ζωές που ταξινομήθηκαν ως ανάξιες δεν είναι τόσο μακρινές και διαφορετικές όσο νομίζουμε. Για κάθε ύπαρξη που σμπαραλιάζεται, θρυμματίζεται κι ένα κομμάτι του συλλογικού σώματος.