Ήταν 17 Απριλίου του 1825, κι οι κάτοικοι της Αϊτής αντίκριζαν έκπληκτοι μια μοίρα από 14 πολεμικά πλοία που κουβαλούσαν πάνω από 500 κανόνια να πλησιάζουν το λιμάνι της πρωτεύουσάς τους. Ο απεσταλμένος του Γάλλου βασιλιά Καρόλου Ι’ κατέβηκε και παρέδωσε ένα αλαζονικό μήνυμα: η Γαλλία απαιτούσε αποζημίωση 150 εκατ. φράγκα από την πρώην αυτή αποικία της, την πρώτη χώρα διεθνώς πρώην σκλάβων που κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους από αποικιοκρατική δύναμη, το 1804. Αν οι Αϊτινοί δεν πλήρωναν, η Γαλλία δεν θα αναγνώριζε την ανεξαρτησία τους.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Γαλλία, αρνούμενη να αποδεχτεί πως οι «σκλάβοι της» έσπασαν τις αλυσίδες τους, προσπαθούσε να επιβάλλει τέτοια συμφωνία. Ήταν όμως η πρώτη φορά που έβαζε για αυτόν τον λόγο το όπλο στον κρόταφο των Αϊτινών.
Το ποσό που ζητούσαν οι Γάλλοι ήταν δέκα φορές ο ετήσιος προϋπολογισμός της Αϊτής, ένα ποσό που, όπως έγραφε τότε Βρετανός δημοσιογράφος, «λίγες χώρες της Ευρώπης θα άντεχαν να θυσιάσουν».
Κανονικά, εκείνοι που πληρώνουν είναι οι ηττημένοι, όπως την ίδια εποχή είχε πληρώσει ο Ναπολέοντας τις γειτονικές χώρες μετά τις αποτυχημένες εκστρατείες του. Και στην περίπτωση της Αϊτής, οι Γάλλοι είχαν ηττηθεί. Είναι εντυπωσιακό πώς αυτή η μικρή χώρα (που παρεμπιπτόντως ήταν η πρώτη που αναγνώρισε την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος μετά την Επανάσταση το 1821, την οποία πιθανώς συνέδραμε) παραμένει η πιο παλαιά «μαύρη» δημοκρατία του κόσμου και η δεύτερη παλαιότερη δημοκρατία στο δυτικό ημισφαίριο μετά τις ΗΠΑ.
Η Αϊτή, όμως, ήταν μονάχη της, χωρίς ισχυρούς συμμάχους. Δεν είχε άλλη επιλογή αν δεν ήθελε πόλεμο, κι έτσι τον Ιούλιο του ίδιου έτους υπέγραψε τη συμφωνία. «Ήταν η πρώτη και η μοναδική περίπτωση που γενιές ελεύθερων ανθρώπων έπρεπε να πληρώνουν τους απογόνους των πρώην δουλοκτητών τους», έγραφαν οι New York Times. Τα χρήματα θα αποπληρώνονταν σε πέντε δόσεις.
«Τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί» (Μένανδρος)
Οι Γάλλοι λοιπόν πίεσαν την Αϊτή να πάρει δάνεια από τις γαλλικές τράπεζες για να αρχίσει να πληρώνει. Κάπως έτσι τα όνειρα των Αϊτινών για ανεξαρτησία έγιναν στάχτη εν μία νυκτί. Τώρα η χώρα, αντί να ρίχνει χρήμα για να δημιουργήσει σχολεία, νοσοκομεία, δρόμους, γέφυρες, εργοστάσια –να θέσει δηλαδή τις βάσεις για την ανάπτυξή της- θα έστελνε τα λεφτά στους δανειστές και πρώην κατακτητές της, αυτούς δηλαδή που έτσι κι αλλιώς την είχαν αφαιμάξει κατά την αποικιοκρατία.
Η Αϊτή είναι ουσιαστικά το πρώτο δείγμα νεοαποικιοκρατίας, της περιόδου δηλαδή που οι πρώην αποικιοκράτες συνέχισαν να ελέγχουν τις χώρες αυτές με άλλα μέσα. Τρανό παράδειγμα νεοαποικιοκρατίας είναι οι χώρες της Αφρικής που καταστράφηκαν από τη «διαρθρωτική προσαρμογή», τους όρους δηλαδή που συνόδευαν τον δανεισμό τους από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Όπως γράφουν οι New York Times, από την τεράστια έρευνα των οποίων για το θέμα αντλήσαμε πολλά στοιχεία γι’ αυτό το άρθρο, αφού εξέτασαν χιλιάδες σελίδες επίσημων εγγράφων, αρχείων και κειμένων αιώνων και συμβουλεύτηκαν 15 κορυφαίους οικονομολόγους, κατέληξαν «ότι οι πληρωμές στη Γαλλία στοίχισαν στην Αϊτή από 21 έως 115 δισ. δολ. σε χαμένη οικονομική ανάπτυξη σε βάθος χρόνου. Αυτό είναι οκτώ φορές το μέγεθος ολόκληρης της οικονομίας της Αϊτής το 2020». Άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι αυτή είναι η αιτία πίσω από την ασύλληπτη έλλειψη υποδομών της Αϊτής στον 20ο αιώνα. Υπολογίζεται επίσης ότι λόγω των ληστρικών επιτοκίων, η χώρα κατέληξε να αποπληρώσει τα διπλά από αυτά που ζητούσαν οι αποικιοκράτες – κι αυτό όχι πριν το 1947.
Ωστόσο η Αϊτή παραλίγο να είχε γλιτώσει. Γιατί παρά τον βραχνά ενός άδικου χρέους για πάνω από 50 χρόνια, στις 25 Σεπτεμβρίου 1880, ήταν έτοιμη να αποπληρώσει και την τελευταία δεκάρα.
Αν αυτό είχε συμβεί, η χώρα θα μπορούσε να έχει ορθοποδήσει. Ωστόσο, σήμερα θεωρείται το φτωχότερο κράτος του Δυτικού Ημισφαιρίου: Το 80% του πληθυσμού της ζει στην απόλυτη φτώχεια, ενώ το 60% είναι άνεργο ή υποαπασχολούμενο. Το μέσο ημερομίσθιο είναι 2 δολάρια και το μέσο ετήσιο οικογενειακό εισόδημα 240 δολάρια. Η χώρα δεν διαθέτει μέσα μαζικής μεταφοράς, σύστημα αποκομιδής απορριμμάτων και αποχετευτικό δίκτυο, το σύστημα υγείας είναι σχεδόν ανύπαρκτο και το δίκτυο ηλεκτροδότησης, για κλάματα. Τα ποσοστά των ανθρώπων που δεν γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση είναι συγκλονιστικά υψηλά – 17% για τους νέους 15-24 ετών, 38% για τους άνω των 25 και 85% για τους άνω των 65. Λιγότερο από το 1% έχει πανεπιστημιακό πτυχίο.
Πώς κατέληξε έτσι ένας τόπος με τόσες πλουτοπαραγωγικές πηγές για τον οποίο ο Βρετανός διπλωμάτης Σπένσερ Σαιντ Τζον έγραφε το 1884 ότι «καμία χώρα δεν έχει περισσότερες δυνατότητες ή καλύτερη γεωγραφική θέση ή μεγαλύτερη ποικιλία εδάφους, κλίματος ή παραγωγής»;
Για να γίνει αντιληπτό σε τι αναφερόμαστε, το 1780 η Αϊτή -τότε Saint Domingue- εξήγε το 60% του καφέ και το 40% της ζάχαρης που καταναλώνονταν στην Ευρώπη: περισσότερο από ό,τι όλες οι αποικίες της Μεγάλης Βρετανίας στις Δυτικές Ινδίες.«Στο πέρασμα των αιώνων… οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δυσκολίες, καθώς και μια σειρά φυσικών καταστροφών έριξαν την Αϊτή σε χρόνια φτώχεια και άλλα σοβαρά προβλήματα», γράφει η Britannica.
Αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Γιατί ο πρώτος δανεισμός από τις γαλλικές τράπεζες ήταν μόνο η αρχή για τη χώρα με τον πληθυσμό που προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από Αφρικανούς σκλάβους. Αλλεπάλληλα δάνεια θα τη ρήμαζαν για πάνω από έναν αιώνα.
Πώς η Αϊτή χρηματοδότησε εν μέρει τον Πύργο του Άιφελ
Όντως, το 1880, η Αϊτή ήταν έτοιμη να αποπληρώσει τα τελευταία χρωστούμενα. Οργάνωσε λοιπόν μια λαμπρή φιέστα για να το γιορτάσει. Τότε, ο νέος πρόεδρος Lysius Salomon έκανε μια βαρύγδουπη ανακοίνωση, τις συνέπειες της οποία δεν θα μπορούσε τότε κανείς να προβλέψει: «Η χώρα θα έχει σύντομα τράπεζα», είπε.
Οι Αϊτινοί δεν είχαν λόγο να μη χαρούν. Στην Ευρώπη, οι τράπεζες χρηματοδοτούσαν σιδηροδρόμους, βιομηχανίες – εν ολίγοις, την ανάπτυξη. Το Παρίσι και το Λονδίνο ήταν ζωντανά παραδείγματα.
Η Εθνική Τράπεζα Αϊτής τελικά θα ιδρυόταν, αλλά θα ανήκε στη χώρα μόνο κατ’ όνομα. Γιατί ιδρυτής της θα ήταν η γαλλική τράπεζα Crédit Industriel et Commercial με έδρα το Παρίσι, γνωστή ως CIC. Στην τεράστια έρευνα των New York Times, αποδείχθηκε ότι «η Crédit Industriel και οι επενδυτές της διοχέτευσαν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια έξω από την Αϊτή, ενώ φόρτωσαν τη χώρα με ακόμα περισσότερα δάνεια». Αυτό συνέβη την εποχή που η Crédit Industriel συγχρηματοδοτούσε τον Πύργο του Άιφελ ως σύμβολο της γαλλικής ελευθερίας. Την ίδια ώρα, όμως, «έπνιγε την οικονομία της Αϊτής, στέλνοντας μεγάλο μέρος των εσόδων του νεοσύστατου έθνους πίσω στο Παρίσι και καταστρέφοντας τη δυνατότητά του να φτιάξει σχολεία, νοσοκομεία και άλλες κτιριακές υποδομές μιας ανεξάρτητης χώρας», γράφουν οι Times.
Εν ολίγοις, ο Πύργος του Άιφελ χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από την οικονομική αφαίμαξη των Αϊτινών. Τα λογιστικά βιβλία δείχνουν ότι η τράπεζα δεν έκανε ούτε μισή επένδυση στην αϊτινή οικονομία. Αντίθετα, οι Γάλλοι μέτοχοι κέρδισαν τόσο πολλά «που σε μερικά χρόνια, τα κέρδη τους ξεπέρασαν τον συνολικό προϋπολογισμό της αϊτινής κυβέρνησης για τα δημόσια έργα σε μια χώρα 1,5 εκατομμυρίου κατοίκων».
Είναι φοβερό ότι ο ρόλος της γαλλικής τράπεζας έχει κυριολεκτικά «διαγραφεί» από τα κιτάπια της ιστορίας. Τα περισσότερα σχετικά αρχεία της Crédit Industriel έχουν καταστραφεί και η Αϊτή δεν υπάρχει στη ιστορία του πιστωτικού ιδρύματος, όπως η ίδια η τράπεζα τη δημοσίευσε. Μάλιστα, ο ακαδημαϊκός που συνέγραψε την ιστορία της Crédit Industriel με αφορμή τα 150ά γενέθλιά της το 2009, ο Nicolas Stoskopf, τη χαρακτήρισε «τράπεζα χωρίς μνήμη».
Στην έρευνά τους, όμως, οι New York Times συμπέραναν ότι «η CIC σε συνεργασία με διεφθαρμένα μέλη της αϊτινής ελίτ, άφησαν τη χώρα με σχεδόν τίποτα με το οποίο να μπορεί να λειτουργήσει, πόσω μάλλον να χτίσει ένα έθνος».
Μέχρι σήμερα, ο μόνος Γάλλος πρόεδρος που παραδέχτηκε ότι η χώρα του πρέπει να «τακτοποιήσει το χρέος» με την Αϊτή ήταν ο Φρανσουά Ολάντ, όταν την επισκέφθηκε το 2015 (μόλις ο δεύτερος πρόεδρος που το έχει κάνει). Όταν ο Ολάντ κατάλαβε ότι είχε δώσει τροφή στο επίσημο αίτημα επανορθώσεων του μετέπειτα εκδιωχθέντα προέδρου της Αϊτής Ζαν Μπερνάρντ Αριστίντ, «διευκρίνισε» ότι το χρέος της Γαλλίας ήταν απλώς «ηθικό». Μάλιστα, η διεκδίκηση αυτή του Αριστίντ ήταν μία από τις βασικές αιτίες που οδήγησε στην πτώση του, κατά τους New York Times.
Πώς όμως η φτωχή αυτή χώρα πιάστηκε στην παγίδα της Crédit Industriel;
Μια Εθνική Τράπεζα που δεν ήταν Εθνική
Η Αϊτή επιδίωκε επί πολλά χρόνια να ιδρύσει Εθνική Τράπεζα. Και η Crédit Industriel εκμεταλλεύτηκε τον διακαή πόθο της χώρας να είναι επιτέλους οικονομικά ανεξάρτητη, πόθο που έβαινε προς εκπλήρωση το 1880.
Καταρχάς, η Crédit Industriel είχε ήδη αναλάβει δράση στη χώρα: Το 1875, πέντε χρόνια πριν η Αϊτή φθάσει στο σημείο να κοντεύει να αποπληρώσει το χρέος της, η τράπεζα της χορήγησε δάνειο 174 εκατ. δολαρίων, που προοριζόταν για τη δημιουργία υποδομών. Πριν βάλει μισό τούβλο στο έδαφος, η Αϊτή δέσμευσε το 20% του δανείου για να αποπληρώσει το τελευταίο κομμάτι του χρέους της προς τη Γαλλία.
Αυτό, όμως, δεν συνέβη ποτέ. Επί του ποσού του δανείου, οι Γάλλοι τραπεζίτες παρακράτησαν ένα τεράστιο 40% για προμήθειες και άλλες χρεώσεις. Το υπόλοιπο διοχετεύτηκε στην αποπληρωμή παλαιών χρεών ή κατέληξε στις τσέπες διεφθαρμένων Αϊτινών πολιτικών.
Το αποτέλεσμα; «Χρωστάμε περισσότερα από ό,τι προηγουμένως», θα έλεγε ένας Αϊτινός γερουσιαστής το 1877.
Με το δάνειο του 1875, η Αϊτή όχι μόνο δεν ξεμπέρδεψε με τον βραχνά των αποικιοκρατών, αλλά κατέληξε να πληρώνει για δεκαετίες εφόσον ναι μεν το αρχικό χρέος είχε αποπληρωθεί στους απογόνους των δουλοκτητών, όμως τώρα πλήρωνε στην Crédit Industriel.
Κρίσιμος όρος του δανείου του 1875 ήταν η κυβέρνηση της Αϊτής να δίνει στην Crédit Industriel το 50% των εσόδων της από τους φόρους των εξαγωγών. Το κύριο και μακράν πιο κερδοφόρο εξαγωγικό προϊόν της χώρας ήταν ο καφές. Και κάπως έτσι, η τράπεζα το είχε «βάλει στο χέρι». Καθώς παρακρατούσαν ποσά και για τα υπόλοιπα χρέη της Αϊτής, η κυβέρνηση έμενε κυριολεκτικά με φραγκοδίφραγκα στο χέρι (6 λεπτά για κάθε 3 δολάρια εσόδων) για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για τους Γάλλους τραπεζίτες. Οπότε προχώρησαν με το σχέδιο «Εθνική Τράπεζα», η οποία τελικά ιδρύθηκε, αλλά με όρους που ουσιαστικά καθιστούσαν την Αϊτή ξανά δουλοπαροικία: Ο έλεγχος της οικονομίας της χώρας, όπως το τύπωμα χρημάτων, η είσπραξη φόρων και η πληρωμή των δημοσίων υπαλλήλων πέρασε πλήρως στα χέρια των Γάλλων τραπεζιτών. Επιπλέον, κάθε φορά που η αϊτινή κυβέρνηση κατέθετε χρήματα ή εξοφλούσε λογαριασμούς, η Τράπεζα κρατούσε προμήθεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «Εθνική» Τράπεζα δεν παρείχε τη δυνατότητα στους Αϊτινούς πολίτες και επιχειρηματίες να διατηρούν λογαριασμούς καταθέσεων, ενώ πολύ σπάνια, όπως διαπίστωσαν οι New York Times, δάνειζαν χρήματα σε επιχειρήσεις.
Για να διαλυθεί κάθε αμφιβολία σε ποιους ανήκε η τράπεζα, οι Times παραθέτουν απόσπασμα από αρχείο της Οικονομικής Ένωσης του Παρισιού το 1896: «Η Εθνική Τράπεζα της Αϊτής είναι ένα γαλλικό οικονομικό ίδρυμα που η έδρα του, ανοιχτή στους μετόχους, είναι στο Παρίσι. Τα γραφεία της στην Αϊτή είναι απλώς παραρτήματα, υπό τη διοίκηση και τον έλεγχο των κεντρικών γραφείων».
Εξάλλου, η έδρα της Εθνικής Τράπεζας της Αϊτής ήταν η έδρα της Crédit Industriel στο πολυτελές Ένατο Διαμέρισμα του Παρισιού.
Η πρόθυμη ντόπια ελίτ
Για να καταλάβεις, αγαπητό αναγνωστικό κοινό, πώς οι πρώην αποικιοκράτες «ρουφούσαν το αίμα» των πρώην σκλάβων τους, δύο στοιχεία είναι ενδεικτικά:
Πρώτον, στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας συμμετείχε ο Édouard Delessert, δισέγγονος ενός εκ των μεγαλύτερων δουλοκτητών στην ιστορία της Αϊτής, του Jean-Joseph de Laborde. Ο Laborde προμήθευε τις αμερικανικές αποικίες με βασικά αγαθά, και λάμβανε ως αντάλλαγμα τροπικά προϊόντα αλλά και σκλάβους. Είχε φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Αϊτή, στην οποία μετέφερε περίπου 10.000 ανθρώπους με τα δουλεμπορικά του και υποδούλωσε 2.000 στις φυτείες του. Εκτελέστηκε στη λαιμητόμο κατά τη Γαλλική Επανάσταση.
Δεύτερον, σε μια εποχή που οι γαλλικές επενδύσεις έφερναν περίπου ένα 5% κέρδος, οι μέτοχοι και η διοίκηση της εν λόγω τράπεζας κέρδιζαν περί το 15% τον χρόνο, όπως προκύπτει από ανάλυση των οικονομικών εκθέσεων του ιδρύματος από τους Times. Κάποιες χρονιές, έφτασαν στο 24%.
Εκείνο που δικαίως θα αναρωτηθεί κάποιος είναι πώς οι αδιανόητοι όροι ίδρυσης της τράπεζας έγιναν αποδεκτοί από τους Αϊτινούς.
Δεν ήταν μόνο η απόγνωση, επισημαίνουν οι Times. Ήταν και ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ιστορία της χώρας, «το ιδιοτελές κομμάτι της αϊτινής κοινωνίας, που πλουτίζει ενώ η χώρα του υποφέρει».
Εν ολίγοις, μια ντόπια ελίτ που ενδιαφερόταν κυρίως για το τομάρι της και καθόλου για τη χώρα, τα «έκανε πλακάκια» με τους Γάλλους πρώην κατακτητές. Κύριος διαπραγματευτής της συμφωνίας για την Τράπεζα ήταν ο Charles Laforestrie, αξιωματούχος της Αϊτής που όμως είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι. Ήταν χαρακτηριστικό ότι ζούσε μέσα στην πολυτέλεια την εποχή που οι οικογένειες επιβίωναν με 70 σεντς την ημέρα. Ήταν εκείνος που πίεσε αφόρητα για την ίδρυση της τράπεζας. Επειδή όμως τέτοια «διαμάντια» συνήθως δεν χάνονται, όταν όλα πια κατέρρεαν και ο ίδιος αντιμετώπιζε κατηγορίες διαφθοράς, συνταξιοδοτήθηκε πλουσιοπάροχα από την Αϊτή και πήγε να ζήσει στη Γαλλία. Αργότερα, μάλιστα, έγινε μέλος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας Αϊτής.
Παρόλο που εξαιτίας όλων αυτών, η Αϊτή είχε ακόμα μηδέν υποδομές, «κρατιόταν» κάπως οικονομικά ακόμα χάρη στην πολύ υψηλή τιμή του καφέ. Όταν όμως αυτή κατέρρευσε τη δεκαετία του 1890, με αποτέλεσμα ο φόρος του προϊόντος να είναι υψηλότερος από το κόστος του, η χώρα έφτασε στο χείλος του γκρεμού.
Και ήταν τότε που έγινε ένα ακόμα καθοριστικό λάθος: το 1896 η Αϊτή πήρε ένα ακόμα μεγάλο δάνειο, ύψους 310 εκατ. δολαρίων, από την Εθνική Τράπεζα Αϊτής, με εγγύηση πάλι τους φόρους από τον καφέ.
Η αρχή του τέλους της γαλλικής κυριαρχίας
Όμως πια επειδή τα αποτελέσματα της αφαίμαξης ήταν κραυγαλέα, επιτέλους η Αϊτή επιδόθηκε σε έναν αγώνα να ξεφορτωθεί το «καρκίνωμα» που λεγόταν Εθνική Τράπεζα. Οι αρχές της χώρας κατηγόρησαν την τράπεζα για παράνομες υπερχρεώσεις, διπλοχρέωση επιτοκίων και δράση ενάντια στο συμφέρον της χώρας.
Ο δημοσιογράφος, πολιτικός και επιχειρηματίας Frédéric Marcelin, που από καιρό είχε αυτοανακηρυχθεί σε θανάσιμο εχθρό της τράπεζας, έπεισε τελικά το Κοινοβούλιο της Αϊτής να πάρει πίσω τον έλεγχο του εθνικού ταμείου. Η Αϊτή θα τύπωνε δικό της νόμισμα και θα πλήρωνε τους δικούς της λογαριασμούς.
Αφού η γαλλική κυβέρνηση είδε ότι οι διαπραγματευτές της δεν έπειθαν με τίποτα τον Marcelin να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την τράπεζα, το 1910 οι Γάλλοι ίδρυσαν ένα νέο πιστωτικό ίδρυμα στη χώρα, που δεν συνδέονταν με την αϊτινή κυβέρνηση. Το ονόμασαν Εθνική Τράπεζα της Δημοκρατίας της Αϊτής.
Η Crédit Industriel είχε εκδιωχθεί, αν και οι Γάλλοι διατηρούσαν ακόμα οικονομική επιρροή.
Όμως, τώρα πια, στον κόσμο είχε αναδυθεί μια νέα υπερδύναμη: οι ΗΠΑ. Λίγο περισσότερο από έναν αιώνα αφού η Αϊτή απέκτησε την ανεξαρτησία της, το 1914, ο αμερικανικός στρατός με τις ευλογίες της Γουόλ Στριτ εισέβαλε στην ταλαίπωρη χώρα. Η στρατιωτική κατοχή θα ήταν από τις πιο μακρόχρονες στην αμερικάνικη ιστορία.
Και αυτό είναι το δεύτερο μέρος μιας συγκλονιστικής ιστορίας.
Πηγές από τη μεγάλη έρευνα των New York Times για την Αϊτή:
How a French Bank Captured Haiti – The New York Times (nytimes.com)
The Root of Haiti’s Misery: Reparations to Enslavers – The New York Times (nytimes.com)
Haiti’s Lost Billions – The New York Times (nytimes.com)
How a French Bank Captured Haiti – The New York Times (nytimes.com)
How Much Haiti’s Freedom Cost: Takeaways From a Times Series – The New York Times (nytimes.com)
The Ransom: A Look Under the Hood – The New York Times (nytimes.com)
American Gains: In the 20th century, Haiti fell under U.S. control. Wall Street’s financial interests played a role in the occupation.