Σε συνέντευξή της λίγο μετά την έναρξη της φετινής σχολικής χρονιάς, η υφυπουργός Παιδείας, Δόμνα Μιχαηλίδου, δήλωνε πως δεν είναι σωστό για την εκπαιδευτική διαδικασία ούτε για το ίδιο το παιδί να υπάρχει ένας/μία Εκπαιδευτικός Παράλληλης Στήριξης για κάθε μαθητή/ρια με αναπηρία και *ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. «Αυτό που γινόταν πολλές φορές παλαιότερα, ήταν ότι υπήρχαν δύο ή τρία παιδιά στο τμήμα με ανάγκες για παράλληλη στήριξη και γινόταν έτσι η παροχή ώστε να υπήρχαν 2-3 εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής μαζί με το δάσκαλο, σύνολο τέσσερις! Αυτό δεν είναι σωστό ούτε για την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά ούτε – γιατί σας λέω έχω ασχοληθεί πολύ με την Ειδική Αγωγή και με την αναπηρία – ούτε για το ίδιο το παιδί με την αναπηρία, πέραν εξαιρέσεων», είχε πει μεταξύ άλλων, προκαλώντας τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών και των γονέων των παιδιών που χρήζουν παράλληλης στήριξης.
Σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3699/2008 (199 Α), «Σε τμήμα σχολείου στο οποίο υπάρχει απόφαση έγκρισης παράλληλης στήριξης – συνεκπαίδευσης για περισσότερους από έναν/μια μαθητή /τρια, αναλαμβάνει ένας/μία εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης- συνεκπαίδευσης συνολικά την υποστήριξή τους». Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις το ΚΕΔΑΣΥ (Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης), κατά την εισήγησή του προς τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης (παρ. 9β του άρθρου 5 της Υ.Α.104627/ΓΔ5/20 (ΦΕΚ 3344 Β/10-08-2020), θα τεκμηριώνει με ειδική μνεία την αναγκαιότητα της ταυτόχρονης παρουσίας δύο εκπαιδευτικών παράλληλης στήριξης-συνεκπαίδευσης στο ίδιο τμήμα σχολείου». Ωστόσο, σύμφωνα με τους εκπαιδευτικούς Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, οι αυξανόμενες ανάγκες και η διεύρυνση του φάσματος των διαγνώσεων και των γνώσεων γύρω από αυτές, απαιτούν τροποποιήσεις στη λειτουργία του θεσμού και την αποκλειστικότερη παρουσία των εκπαιδευτικών, ώστε να παρέχεται στα παιδιά ουσιαστική και επαρκής εβδομαδιαία στήριξη στο σχολικό περιβάλλον.
Φέτος μόνο, τα αιτήματα για Παράλληλη Στήριξη μαθητών/τριών ανήλθαν σε 20.000, ενώ οι προσλήψεις εκπαιδευτικών ΕΑΕ στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια στις 9.500 στην ‘α φάση προσλήψεων και στις 6.500 στη β’ φάση τον περασμένο Οκτώβριο, αφού δηλαδή η σχολική χρονιά είχε ξεκινήσει. Πριν από μερικές μέρες, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ανακοίνωσε την πρόσληψη 1.400 ακόμα προσωρινών αναπληρωτών εκπαιδευτικών ΕΑΕ στην Πρωτοβάθμια και άλλων 632 στη Δευτεροβάθμια, αριθμοί που έρχονται να καλύψουν σημαντικά κενά και ανάγκες εν μέσω σχολικής χρονιάς.
Πέραν του ότι, περισσότεροι των δύο μαθητών σε ένα τμήμα εξυπηρετούνται συχνά από τον/την ίδιο/α εκπαιδευτικό, η ανάθεση σε έναν/μία εκπαιδευτικό μαθητών από διαφορετικά τμήματα – ακόμα και σχολεία, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των προβλεπόμενων και εγκεκριμένων 24 ωρών στήριξης ανά παιδί εβδομαδιαίως. Έτσι, προκειμένου οι γονείς να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες των παιδιών τους και στην κάλυψη των προβλεπόμενων ωρών, καταφεύγουν στην ιδιωτική παράλληλη στήριξη η οποία κοστολογείται έως και 14€/ώρα.
Η Αντιγόνη Καρνεσιώτη, απόφοιτη ΦΠΨ (Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας) με εκπαίδευση στην ειδική αγωγή και περισσότερα από 10 χρόνια εμπειρίας ως εκπαιδευτικός ΕΑΕ, μίλησε στην Popaganda για όσα το μοντέλο της Παράλληλης Στήριξης προβλέπει για τους μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, αλλά και για τη λειτουργία του θεσμού στην πράξη, με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία.
«Σε ένα ιδανικό κόσμο, τα παιδιά πρέπει να συνυπάρχουν όλα μαζί στη σχολική αίθουσα»
Ξεκίνησε να εργάζεται ως εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης το 2013, και έκτοτε έχει δουλέψει με πολλά παιδιά. Πλέον, όπως παρατηρεί, οι ανάγκες όλο και αυξάνονται. «Ξεκίνησα να εργάζομαι σε ένα δημόσιο σχολείο στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, αναλαμβάνοντας ένα παιδί με εγκεφαλική παράλυση και αυτισμό. Λόγω της παράλυσης, δυσκολευόταν να επικοινωνήσει. Η γενική δασκάλα δεν ήταν δεκτική στο να παραμείνει το παιδί στο γενικό σχολείο, καθώς θεωρούσε πως αντιμετωπίζει πολλά ανεπίλυτα ζητήματα. Για τους ανθρώπους όμως που εργαζόμαστε στην παράλληλη στήριξη, η λύση δεν είναι να στέλνουμε τα παιδιά σε ειδικά σχολεία και να τα απομακρύνουμε από το σύνολο, ωστόσο, κατανοώ τα κενά και τις αυξημένες ανάγκες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή λόγω της απουσίας κατάλληλης εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών γενικής αγωγής, ώστε να είναι έτοιμοι να δέχονται παιδιά με αναπηρίες μέσα στην τάξη».
«Σε ένα ιδανικό κόσμο, τα παιδιά πρέπει να συνυπάρχουν όλα μαζί στη σχολική αίθουσα και να παρέχονται οι κατάλληλες υπηρεσίες σε κάθε σχολείο ώστε κάτι τέτοιο να είναι βιώσιμο», προσθέτει. «Θυμάμαι πως το παιδί που είχα αναλάβει τότε, πάθαινε κρίσεις και έπρεπε να τον απομακρύνω από την τάξη. Η στήριξη ενός παιδιού συχνά πρέπει να υφίσταται και τις ώρες του διαλείμματος, εκτός σχολικής αίθουσας. Αν ο ειδικός παιδαγωγός διαθέτει γνώση και εμπειρία μπορεί να ανταποκριθεί σε όλες τις περιπτώσεις. Έχω εργαστεί και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης – και θεωρώ εξίσου σημαντική την ενίσχυση του θεσμού στη Δευτεροβάθμια, όπου οι απαιτήσεις μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερες στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τις Πανελλήνιες».
Όπως είχε αναφέρει τον Σεπτέμβριο Φιλόλογος παράλληλης στήριξης στη Δευτεροβάθμια, στο TPP, στο Γυμνάσιο των Φούρνων Ικαρίας όπου υπηρετούσε τη σχολική χρονιά 2021-2022, ήταν η μόνη καθηγήτρια και για τους δύο μαθητές της Β’ Γυμνασίου με εγκεκριμένες γνωματεύσεις. Πιο συγκεκριμένα, καθώς βρισκόταν σε άδεια ανατροφής το μεγαλύτερο μέρος του σχολικού έτους, το Υπουργείο δεν φρόντισε για την κάλυψη του κενού, με αποτέλεσμα το σχολείο να διαθέτει παράλληλη στήριξη μόνο για τους τρεις τελευταίους μήνες των μαθημάτων.
«Δεν προτείνεται πάντα παράλληλη στήριξη για όλα τα παιδιά, αφού μπορεί να προταθεί και το Τμήμα Ένταξης»
Ρωτώ την Αντιγόνη, καταπιανόμενη από τις δηλώσεις της υφυπουργού Παιδείας, ποια είναι η αναλογία εκπαιδευτικών παράλληλης στήριξης και μαθητών/ριών που προβλέπουν τα διεθνή μοντέλα παράλληλης στήριξης, βάσει των οποίων έχει εργαστεί και η ίδια στον ιδιωτικό τομέα. «Είναι αναγκαίο να υπάρχει μια εξατομικευμένη προσέγγιση. Ανάλογα πάντα την περίπτωση, πρέπει να υπάρχει ένας/μία δάσκαλος/α για κάθε παιδί ή ένας/μία μέχρι και για δύο παιδιά. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως αν έχω αναλάβει ένα παιδί με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, δεν μπορώ να βοηθήσω και άλλα παιδιά μέσα στην τάξη, που δεν έχουν διαγνώσεις αλλά αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες και μπορεί να χρειάζονται βοήθεια και περισσότερο υλικό. Θα ήταν ιδανικό να μπορεί ένας εκπαιδευτικός ΕΑΕ να διαθέτει τον χρόνο ώστε να το κάνει», διευκρινίζει.
Όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο εργάζεται ένας/μία εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης, η ίδια εξηγεί πως αυτό εξαρτάται από τις δυσκολίες και τις ανάγκες του παιδιού. «Ανάλογα τον βαθμό ανεξαρτησίας του παιδιού, μπορείς να είσαι δίπλα στο παιδί κατά τη διάρκεια του μαθήματος είτε μακριά, από πίσω του, και να κρατάς σημειώσεις για να το βοηθήσεις μετέπειτα στο διάβασμα. Οι δυσκολίες των παιδιών μπορεί να έχουν να κάνουν με ζητήματα συγκέντρωσης και οργάνωσης, με δυσκολίες στην ορθογραφία, την ανάγνωση κ.ά.»
Όπως διασαφηνίζει, «δεν προτείνεται πάντα παράλληλη στήριξη για όλα τα παιδιά, αφού μπορεί να προταθεί και το Τμήμα Ένταξης. Για παράδειγμα, σε ένα παιδί που έχω αναλάβει εξωσχολικά, το οποίο έχει απλά έναν διαφορετικό τρόπο κατανόησης των πραγμάτων και χρειάζεται παραπάνω χρόνο για να τα επεξεργαστεί και να τα κατανοήσει, έχει προταθεί να μπαίνει σ’ ένα τμήμα ένταξης κάποιες φορές την εβδομάδα, το οποίο διεξάγεται ταυτόχρονα με το μάθημα στο γενικό τμήμα. Ο θεσμός αυτός υπάρχει πλέον σε πολλά σχολεία και επιτρέπει στα παιδιά να παρακολουθούν ένα συγκεκριμένο μάθημα με διαφορετικό ρυθμό».
«Στον τομέα της ειδικής αγωγής δίνεται μέχρι σήμερα ένα πολύ μικρό ποσό για να μπορέσουν οι γονείς να δικαιολογήσουν τις διάφορες εξωσχολικές θεραπείες των παιδιών»
Η αξιολόγηση και η διάγνωση των παιδιών, ώστε να κριθεί αν χρήζουν παράλληλης στήριξης, γίνεται στο Δημόσιο. Ο γονέας κάνει αίτηση στα Κέντρα Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ), όπου έπειτα από αξιολόγηση του παιδιού από επιτροπή επιστημονικών μελών (ψυχολόγου, κοινωνικού λειτουργού, εκπαιδευτικού, λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή), το κέντρο αποφασίζει αν χρήζει παράλληλης στήριξης. Ως δάσκαλοι και καθηγητές παράλληλης στήριξης μπορούν να προσληφθούν εκπαιδευτικοί με πτυχίο Παιδαγωγικών Τμημάτων Ειδικής Αγωγής, μεταπτυχιακό στην Ειδική Αγωγή αλλά και πτυχιούχοι εκπαιδευτικοί που έχουν παρακολουθήσει αναγνωρισμένα σεμινάρια.
«Οι γονείς στηρίζονται σε αυτή την αξιολόγηση για να μπορέσουν να πάρουν επίσης χρήματα από το κράτος για τις διάφορες εξωσχολικές θεραπείες των παιδιών, ωστόσο, στον τομέα της ειδικής αγωγής δίνεται μέχρι σήμερα ένα πολύ μικρό ποσό για να μπορέσουν οι γονείς να τις δικαιολογήσουν (π.χ. τη λογοθεραπεία)», εξηγεί η εκπαιδευτικός και προσθέτει πως, «Αυτό δημιουργεί πρόβλημα και στους επαγγελματίες, διότι δεν τους συμφέρει να κόψουν αποδείξεις αφού δεν δικαιολογούνται, και φυσικά στα παιδιά και τους γονείς, που, αν δεν διαθέτουν χρήματα για να στηρίξουν τις θεραπείες, μπορεί να αποφασίσουν το παιδί να μην κάνει θεραπείες. Ως αποτέλεσμα, το παιδί δεν λαμβάνει την παρέμβαση που χρειάζεται, στις περιπτώσεις που δεν αρκεί μόνο ο δάσκαλος παράλληλης στήριξης στο σχολείο αλλά απαιτείται και μια παρέμβαση τουλάχιστον δύο φορές τη βδομάδα, μετά το σχολείο».
«Ο γενικός εκπαιδευτικός πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στον ειδικό να παρέχει και συμβουλές σχετικά με την οργάνωση και τη διαφοροποίηση του μαθήματος»
Η συζήτησή μας φτάνει στην ανάγκη ύπαρξης ισοτιμίας μεταξύ εκπαιδευτικού γενικής και ειδικής αγωγής εντός της σχολικής αίθουσας. Όπως λέει η Αντιγόνη, «Ιδανικό είναι ο δάσκαλος της παράλληλης στήριξης να συστήνεται και να παρουσιάζεται από την αρχή της χρονιάς στα παιδιά, κάτι το οποίο θα βοηθούσε στην άρση του στιγματισμού που μπορεί να υπάρξει εκ μέρους των παιδιών λόγω άγνοιας. Θα πρέπει επίσης να δικαιούται ίσο χρόνο οργάνωσης του μαθήματος μαζί με τον γενικό δάσκαλο – μια ολιστική συνεργασία δηλαδή που αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται. Είμαστε υπέρ του co-teaching model, της συνδιδασκαλίας.
Ο γενικός εκπαιδευτικός πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στον ειδικό να παρέχει και συμβουλές σχετικά με την οργάνωση και τη διαφοροποίηση του μαθήματος. Τα τεστ χαρακτηριστικά, είναι ίδια για όλα τα παιδιά και δεν προσαρμόζονται στις ανάγκες τους. Έχω συναναστραφεί με δασκάλους και δασκάλες που δεν μπορούσαν με τίποτα να καταλάβουν ότι υπάρχουν συγκεκριμένες δυσκολίες σε παιδιά και έδιναν ακριβώς τις ίδιες εκφωνήσεις και βαθμολογούσαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο παιδιά με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες».
Πέρα από την ανάγκη ενίσχυσης του θεσμού σε πρακτικό επίπεδο, είναι σημαντικό να διαφοροποιηθεί ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται στα σχολεία και την κοινωνία γενικότερα, πράγμα το οποίο ξεκινάει από την παιδεία και την κουλτούρα μας γύρω από την αναπηρία. «Αν υπήρχε μια παιδεία γύρω από την αναπηρία και τις μαθησιακές δυσκολίες, η οποία θα καλλιεργείται στα παιδιά από την πρώτη μέρα που πάνε στο σχολείο ως mindset, αν μιλούσαμε ανοιχτά μέσα στην τάξη για την αναπηρία και την παράλληλη στήριξη, η αντιμετώπιση και ο ρόλος του θεσμού θα ήταν πολύ διαφορετικός.
Για να λειτουργήσει σωστά ο θεσμός πρέπει να έχεις χτίσει και κάποιες σχέσεις με τους συναδέλφους κι αυτό δεν γίνεται όταν πηγαίνεις στην τάξη 1-2 φορές τη βδομάδα επειδή υπάρχουν ελλείψεις και πρέπει να μετακινείσαι. Θα πρέπει επίσης να παρέχεται δωρεάν εκπαίδευση στους γενικούς καθηγητές αναφορικά με το κομμάτι της ειδικής αγωγής ώστε να υπάρξει ουσιαστική γνώση και αποδοχή του αντικειμένου», λέει καταληκτικά η εκπαιδευτικός.
* Μαθητές/ριες με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θεωρούνται όσοι/ες εμφανίζουν για ολόκληρη ή ορισμένη περίοδο της σχολικής ζωής τους δυσκολίες που επηρεάζουν την προσαρμογή τους στη διαδικασία της μάθησης. Σε αυτή την ομάδα μαθητών/ριων ανήκουν όσοι/ες παρουσιάζουν: νοητική αναπηρία, αισθητηριακές αναπηρίες (προβλήματα όρασης και ακοής), κινητικές αναπηρίες, διαταραχές ομιλίας και λόγου, χρόνια ιάσιμα προβλήματα, διαταραχές ομιλίας και λόγου, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (όπως δυσλεξία, δυσγραφία, δυσαριθμησία, δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία), σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, ψυχικές διαταραχές και εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς.