Από το 1989, το Κέντρο Διοτίμα, εξειδικευμένο σε θέματα φύλου και ισότητας, προσφέρει στην κοινωνία μέσα από το ερευνητικό του έργο, την παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών, την υλοποίηση δράσεων συνηγορίας και ευαισθητοποίησης, καθώς και μέσα από την εκπαίδευση. Επιστημόνισσες, ερευνήτριες, εκπαιδεύτριες και άλλα στελέχη μέσα στα χρόνια έχουν συμβάλει στο έργο της έμφυλης κατανόησης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, αλλά και στη διεκδίκηση έμφυλων δικαιωμάτων. Μετά την πολύ πετυχημένη καμπάνια “Don’t skip: Μην προσπερνάς την έμφυλη βία”, σειρά έχει η πιο πρόσφατη και πιο πολυσχιδής που φέρει τον τίτλο “Unlock your power”.
Κατά την περίοδο της πανδημίας σημειώθηκε παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα, ραγδαία αύξηση των περιστατικών έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας. Τα στατιστικά στοιχεία μιλούν από μόνα τους: 4.872 επιζώσες κατέφυγαν σε Συμβουλευτικά Κέντρα για ψυχοκοινωνική υποστήριξη και νομική συμβουλευτική, 536 φιλοξενήθηκαν σε ξενώνες, 8.609 άτομα κάλεσαν την Γραμμή SOS 15900 για ενημέρωση και πληροφόρηση, από τον Νοέμβριο 2019 έως τον Οκτώβριο 2020, σύμφωνα με την 1η Ετήσια Έκθεση για τη Βία κατά των Γυναικών. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων επρόκειτο για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας από πρώην ή νυν συντρόφους. «Η αλληλεγγύη είναι η δική μας μάσκα προστασίας», γράφει στην ιστοσελίδα της Διοτίμα και η Νατάσα Κεφαλληνού, υπεύθυνη επικοινωνίας τα τελευταία τρία χρόνια στην οργάνωση, μιλάει επισταμένα για το ζήτημα:
Είναι η δεύτερη δράση που πραγματοποιούμε με την υποστήριξη της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Είχε προηγηθεί τον Δεκέμβριο η έκδοση υλικού για την ενδοοικογενειακή βία στην πανδημία, με τα δικαιώματα που έχει μια γυναίκα ή ένα άτομο που βιώνει ενδοοικογενειακή βία. Ένας εύχρηστος οδηγός με ερωτήσεις και απαντήσεις σε κρίσιμα ζητήματα που είναι σημαντικό να γνωρίζει μια επιζώσα, ο οποίος δίνει χρήσιμες πληροφορίες και σε άλλα άτομα που μπορεί να υποστηρίζουν μια επιζώσα. Το δεύτερο βήμα αυτής της συνέργειας ήταν η πραγματοποίηση μιας καμπάνιας για την ενδοοικογενειακή βία μέσα στην πανδημία, για ένα φαινόμενο που στην ουσία είναι μια πανδημία μέσα στην πανδημία. Η ενδοοικογενειακή βία δηλαδή δεν προέκυψε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Υπήρχε και πριν, δυστυχώς θα υπάρχει και μετά. Στη διάρκεια όμως των περιοριστικών μέτρων και του εγκλεισμού, αυτό το φαινόμενο πήρε πιο έντονες διαστάσεις.
Στόχος της καμπάνιας ήταν και είναι να στείλουμε ένα μήνυμα ενδυνάμωσης, ότι το κλειδί για να μπορέσουν να ξεφύγουν από την κακοποίηση είναι η δύναμη που κρύβουν μέσα τους. Ταυτόχρονα, να στείλουμε ένα μήνυμα στο ευρύτερο κοινό ότι είναι αναγκαίο να σταθούν δίπλα στις επιζώσες έμφυλης βίας και να τις υποστηρίξουν σε αυτή τη διαδρομή διαφυγής από την κακοποίηση.
https://www.youtube.com/watch?v=9eJS4eE_Fs4
Η Διοτίμα είναι μια οργάνωση με 30χρονη εμπειρία σε ζητήματα φύλου, βίας, διακρίσεων. Έχει μια πολύπλευρη δραστηριότητα σε αυτό το πλαίσιο. Παράγει έρευνες, πραγματοποιεί εκπαιδεύσεις επαγγελματιών, κάνει εκστρατείες ενημέρωσης, δηλαδή ρίχνει αρκετό βάρος στην πρόληψη και την ενημέρωση σε σχέση με την έμφυλη βία. Καρδιά όμως των δραστηριοτήτων της είναι η παροχή υποστήριξης σε επιζώσες και επιζώντες έμφυλης βίας. Παρέχουμε ψυχοκοινωνική και νομική βοήθεια σε θύματα έμφυλης βίας. Ελληνίδες και μετανάστριες που κατοικούν στην Περιφέρεια Αττικής και έχουν χαμηλά εισοδήματα, μπορούν να λάβουν αυτές τις υπηρεσίες. Όσον αφορά τις προσφύγισσες, παρέχουμε τις ίδιες υπηρεσίες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μυτιλήνη και Σάμο. Ο φορέας μας παρέχει κάτι που δεν παρέχει καμία άλλη οργάνωση, ούτε κρατική, ούτε μη κυβερνητική, κι αυτό είναι η ολιστική νομική βοήθεια. Αυτό σημαίνει ότι μια γυναίκα έρχεται σε εμάς κι εκτός από νομική συμβουλευτική, υποστηρίζεται σε όλα τα περαιτέρω βήματα και νομικές ενέργειες, την κατάθεση μήνυσης, ασφαλιστικών, περιοριστικών μέτρων, έχει δικαστική εκπροσώπηση και καλύπτονται και όλα τα δικαστικά έξοδα. Αυτό είναι αρκετά σημαντικό για γυναίκες που είναι οικονομικά ευάλωτες, γιατί τα κόστη είναι αρκετά μεγάλα κι αυτό λειτουργεί πολλές φορές αποτρεπτικά στο να μπορέσει μια γυναίκα να φύγει από μια κακοποιητική σχέση.
Όταν μια γυναίκα βρίσκεται σε μια κακοποιητική σχέση και κινδυνεύει άμεσα, αυτό που πρέπει να κάνει είναι να φύγει. Αν δεν βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, αυτό που έχει σημασία είναι να μεθοδεύσει τη φυγή της και φυσικά, να μην ενημερώσει σε καμία περίπτωση το δράστη. Σε αυτή τη διαδικασία, οι γυναίκες δεν είναι μόνες. Έχει σημασία να το γνωρίζουν. Μπορούν να καλέσουν το 15900 για να πάρουν πληροφορίες, να επισκεφτούν κάποιο από τα συμβουλευτικά κέντρα ή να απευθυνθεί στη ΔΙΟΤΙΜΑ. Τα πιο βασικά σημεία που πρέπει να κρατήσει μια γυναίκα είναι:
Οι λέξεις παράγουν νοήματα και κατασκευάζουν τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε. Οπότε για εμάς, για να μπορέσουμε να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς βία και διακρίσεις, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δημιουργία ενός λεξιλογίου που δεν θα είναι σεξιστικό και θα περιγράφει και τη γυναικεία εμπειρία σε μεγάλο βαθμό.
Για παράδειγμα, χρησιμοποιούμε τον όρο επιζώσα για να δείξουμε ότι οι γυναίκες έχουν δύναμη και ψυχική ανθεκτικότητα και μπορούν να καταφύγουν σε αυτήν. Δηλαδή, δεν βγαίνουν από την κακοποίηση επειδή υπάρχει κάποιος άλλος που τις σώζει, βγαίνουν γιατί οι ίδιες επιστρατεύουν την ψυχική ανθεκτικότητα που έχουν, παρά την επίμονη προσπάθεια του κακοποιητή να τις πείσει για το αντίθετο. Όσον αφορά το ζήτημα της γυναικοκτονίας, το φεμινιστικό κίνημα χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο σε μια προσπάθεια να καταδείξει τις αιτίες ενός κοινωνικού και εγκληματικού φαινομένου. Οι γυναικοκτονίες είναι δολοφονίες γυναικών λόγω του φύλου τους. Αυτός ο όρος επισημαίνει ότι υπάρχει ένα κοινωνικό φαινόμενο έντονο και πρέπει να το δούμε, γιατί υπό τον γενικό όρο ανθρωποκτονία συγκαλύπτεται. Οι γυναικοκτονίες γίνονται κατά κύριο λόγο από συντρόφους, συζύγους ή συγγενείς κατά συντριπτική πλειοψηφία και οι δράστες είναι άνθρωποι που έχουν εμπεδώσει σεξιστικές και μισογυνικές αντιλήψεις, όπως ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες, ότι οι γυναίκες μπορούν να σωφρονιστούν και να ελεγχθούν μέσω της βίας. Ασκώντας συνήθως συστηματική κακοποίηση, μπορεί να οδηγηθούν ακόμα και στην πιο ακραία της μορφή, τη δολοφονία. Με απώτερο στόχο πάντα, τον έλεγχο. Αυτός είναι ο στόχος του κακοποιητή σε όλο το φάσμα της κακοποίησης, ο κοινωνικός έλεγχος της επιζώσας.
Είναι σημαντικό οι γυναίκες να συνειδητοποιήσουν ότι όλες οι κακοποιητικές σχέσεις έχουν ένα μοτίβο. Οπότε αυτό που βιώνει μια γυναίκα, δεν το βιώνει μόνο εκείνη. Είναι κάτι που βιώνει κάθε γυναίκα που κακοποιείται και τα στατιστικά δείχνουν ότι οι γυναίκες που κακοποιούνται μέσα σε μια σχέση, είτε γάμο είτε συμβίωση, είναι πάρα πολλές. Αν δεν κάνω λάθος, είναι 1 στις 4, με βάση τον ΠΟΥ.
Ο κύκλος της βίας μας βοηθάει να αναγνωρίσουμε και τι μπορεί να μας συμβαίνει. Δεν έχουμε περιπτώσεις που ο σύντροφος ή ο σύζυγος είναι βίαιος και χτυπάει τη γυναίκα από τον πρώτο καιρό. Συνήθως, στην αρχή ασκεί άλλες μορφές βίας. Υπάρχει μια περίοδος που κλιμακώνεται η ένταση και η σύντροφος αρχίζει και βιώνει άγχος. Η ένταση μπορεί να εκτονώνεται με ξεσπάσματα θυμού, με αφορμές τελείως αδικαιολόγητες, όπως δεν ήσουν στην ώρα σου στο ραντεβού ή το μωρό κλαίει. Μπορεί να υπάρχουν απειλές ή διαρκής υποτίμηση, με στόχο να μειωθεί η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση του θύματος. Αυτή η περίοδος διαρκεί αρκετά και συνήθως η σύζυγος νιώθει ότι «αν τώρα υποχωρήσω, αν είμαι πιο κατευναστική, θα ηρεμήσουν τα πράγματα, θα το ξαναβρούμε». Θα προσπαθήσει κι εκείνη μέσα σε αυτό το πλαίσιο και τη σύγχυση που της δημιουργεί ο κακοποιητής να βρει έναν τρόπο να υπάρξει μέσα σε αυτό, με το λιγότερο δυνατό κόστος.
Αυτό κάποια στιγμή θα κλιμακωθεί και θα οδηγηθεί στη φάση της έντασης, που εκεί συνήθως έχουμε και σωματική βία. Αυτή η φάση είναι η πιο δύσκολη για την επιζώσα, καταλαβαίνει πλέον ξεκάθαρα ότι δεν μπορεί να μιλήσει λογικά με τον κακοποιητή κι εκεί αρκετές γυναίκες φεύγουν. Βλέπουν πολύ καθαρά ότι δεν αλλάζει τίποτα, δεν μπορούν να το βιώνουν αυτό και φεύγουν. Υπάρχουν όμως κι άλλες πολλές γυναίκες που για διάφορους λόγους, δεν φεύγουν. Είτε επειδή είναι οικονομικά εξαρτώμενες, είτε επειδή δεν έχουν ανθρώπους να τις στηρίξουν, είτε επειδή νιώθουν εξαιτίας της λεκτικής και ψυχολογικής κακοποίησης ότι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτόν τον άνθρωπο. Αυτός είναι ο σκοπός της κακοποίησης, να σε ελέγχει πλήρως.
Στη συνέχεια, μετά από αυτήν την έξαρση, υπάρχει η περίοδος της συμφιλίωσης, όπου ο κακοποιητής παρουσιάζεται σαν άγγελος, σου κάνει δώρα, σου ζητάει συγγνώμη, σου λέει ότι θα αλλάξει. Ποτέ όμως δεν παραδέχεται τη δική του ευθύνη, αλλά ρίχνει την ευθύνη σε εσένα. Αυτή είναι η πιο κρίσιμη στιγμή για το άτομο που βιώνει ενδοοικογενειακή βία, γιατί αν δεν καταφέρει να φύγει τότε, θυματοποιείται στην ουσία. Πολύ σύντομα, ο κύκλος θα επαναληφθεί και θα λειτουργεί με έναν τέτοιο συστηματικό τρόπο, χάνοντας η γυναίκα ακόμα περισσότερη δύναμη και σιγουριά για τον εαυτό της, νιώθοντας πλήρως εγκλωβισμένη.
Σε οποιαδήποτε από αυτές τις τρεις φάσεις, υπάρχουν κρίσιμες στιγμές που η επιζώσα είναι έτοιμη να πει και λέει «ως εδώ». Πολύ συχνά, αυτό το βλέπουμε όταν το βλέπουν και τα παιδιά ή όταν φτάνει η βία στα παιδιά και η γυναίκα λέει «τελείωσε, ό,τι και να γίνει, θα φύγω» και βρίσκει τον τρόπο και ξεφεύγει.
Από τα στατιστικά της πρώτης περιόδου, είδαμε σίγουρα ότι υπήρχε έξαρση. Με βάση τον ΠΟΥ, καταγράφηκε 60% αύξηση των κλήσεων για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σε διάφορα κράτη. Και στην Ελλάδα είδαμε σημαντική αύξηση των κλήσεων στο 15900 και τον Μάρτιο και τον Απρίλιο και συνεχίστηκε και Μάιο και Ιούνιο, παρόλο που τα περιοριστικά μέτρα άρθηκαν. Δεν είναι ούτε ο εγκλεισμός, ούτε η πανδημία, ούτε η καραντίνα που κάνει έναν άνθρωπο βίαιο. Ένας κακοποιητικός σύζυγος ή σύντροφος μπορεί μέσα σε αυτήν την συνθήκη να ασκεί συχνότερα βία, μια βία πιο απειλητική, πιο έντονη και για τις επιζώσες μοιάζουν να είναι πιο κλειστά τα περιθώρια διαφυγής που έχουν, γιατί μπορεί να έχουν χάσει τη δουλειά τους, λόγω της αποστασιοποίησης να έχουν απομακρυνθεί από το υποστηρικτικό τους περιβάλλον, δυσκολεύει η πρόσβαση σε εξειδικευμένες υπηρεσίες. Άρα, όλα αυτά φτιάχνουν ένα έδαφος που είναι πρόσφορο για τον κακοποιητή και πιο δύσκολο για την επιζώσα. Παρόλα αυτά, η εμπειρία της καραντίνας, απ’ ότι είδαμε και στον φορέα, ήταν καταλυτική για διάφορες γυναίκες που ήρθαν σε εμάς, ζήτησαν βοήθεια, πήραν διαζύγιο, έκαναν ασφαλιστικά μέτρα. Λειτούργησε δηλαδή ως εκείνη η κόκκινη γραμμή που λέει δεν θα το αφήσω άλλο να συνεχίζεται. Γιατί είναι αλλιώς να είσαι 24 ώρες με τον κακοποιητή, μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
Το #MeToo είναι ένα κίνημα που κατόρθωσε να κάνει πολλά πράγματα. Έδειξε και στον πιο δύσπιστο ακόμα, ότι η έμφυλη βία σε όλες της τις μορφές είναι πάρα πολύ κανονικοποιημένη. Μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε περιβάλλον, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά, στον αθλητικό χώρο. Όλη αυτή η διάθεση, οι γυναίκες να μιλήσουν για αυτές τις εμπειρίες καταπίεσης και βίας, κάνει πολύ ξεκάθαρο ότι τα στατιστικά που καταδεικνύουν αυτήν την κατάσταση, δεν είναι ψυχρά στατιστικά, δεν συμβαίνουν κάπου αλλού, μακριά, σε άλλους ανθρώπους, με άλλο πολιτισμό και άλλη γλώσσα. Συμβαίνουν εδώ, αφορούν εμάς τις ίδιες, τις αδερφές μας, τις μανάδες μας, τις συναδέλφους μας, τις συμφοιτήτριές μας κλπ. Θεωρώ ότι και το παγκόσμιο και το ελληνικό #MeToo έδωσε φωνή στις γυναίκες να μιλήσουν για όλα αυτά που έζησαν και ζουν, να ζητήσουν δικαίωση, να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους να επουλωθεί το τραύμα τους και δημιούργησαν και κάτι πιο ευρύ που ζητά αλλαγές, και θεσμικές και στη νοοτροπία, για έναν κόσμο έμφυλης ισότητας. Έχει συνεισφέρει πολλά και θα συνεχίσει να δίνει φωνή σε άτομα που μέχρι τώρα λόγω της κουλτούρας του βιασμού είχαν οδηγηθεί στη σιωπή. Αυτό που μπορεί να έζησαν οι παλαιότερες γενιές πλέον βλέπουμε να σπάει και να υπονομεύεται.
Ο φορέας μας είναι ενάντια στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια και σίγουρα κατά του νομοσχεδίου Τσιάρα που προβλέπει ότι για την άρση της δυνατότητας επικοινωνίας με το τέκνο χρειάζεται αμετάκλητη καταδίκη. Αυτό έρχεται σε σύγκρουση και με τον ήδη υπάρχον νόμο για την ενδοοικογενειακή βία του 2006 και με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, όπου προβλέπεται ότι ο κακοποιητικός γονιός μπορεί να αποκλειστεί από τη ζωή των παιδιών του με ασφαλιστικά μέτρα. Αυτό το νομοσχέδιο φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη ούτε καν την προϋπάρχουσα νομοθεσία, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα των γυναικών να φύγουν από μια κακοποιητική σχέση και βάζει τους κακοποιητικούς συντρόφους στις ζωές των θυμάτων και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης. Οπότε με έναν τρόπο ενισχύει τη συνέχιση της θυματοποίησης.