Απέναντι από την Μονή της Αγίας Λαύρας, στον λόφο του προφήτη Ηλία, υψώνεται επιβλητικό το «Ηρώο της Ελευθερίας», το Πανελλήνιο Ηρώο των Πεσόντων Αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, που ανεγέρθηκε ως σύμβολο της εθνικής ανεξαρτησίας των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό.
Παρά τον βαρύ, εθνικά, συμβολισμό που δόθηκε εξαρχής στην σημασία του μνημείου αυτού, η ανέγερσή του υπήρξε περιπετειώδης και η ολοκλήρωσή του είχε διάρκεια σχεδόν εβδομήντα χρόνια. Τελικά, στις 25 Μαρτίου 1971, επί Χούντας και ίσως λόγω αυτής, και με τη συμπλήρωση εκατό πενήντα χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, έγιναν τα αποκαλυπτήριά του.
Αρχές του 20ου αιώνα. Η Μονή της Αγίας Λαύρας έχει περάσει, πια, στη συνείδηση των περισσοτέρων Ελλήνων ως η Μητρόπολη της Εθνεργεσίας. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν πολύ δημοφιλής στους διάφορους εθνικιστικούς κύκλους της πολιτικής σκηνής της Ελλάδας, η ιδέα να αποδοθεί στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας ο τίτλος της κοιτίδας του νεοελληνικού κράτους και να την καταστήσουν συμβολικά, αφετηρία ενός νέου πατριωτισμού και αλυτρωτισμού.
Οι μυθοπλασίες του Γάλλου φιλέλληνα και ιστορικού Πουκεβίλ, που συνέγραψε το 1824 την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, οι απόψεις ορισμένων ιστορικών που συνέδεαν τα πολεμικά γεγονότα των πρώτων ημερών του απελευθερωτικού αγώνα με την μονή της Αγίας Λαύρας, καθώς και οι σημειώσεις που κράτησαν κάποιοι από τους συμμετέχοντες πολεμιστές στα πρώτα χρόνια της επανάστασης χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό. Μέσα από την σύνθεση αυτών των πληροφορίων, δημιουργήθηκε το εθνοεγερτικό αφήγημα, η σίγουρη ιστορική αλήθεια, ότι η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, άρα και η έναρξή της, έγινε από τον πατριάρχη Παλαιών Πατρών Γερμανό, που ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης κι ευλόγισε τους αγωνιστές στην μονή της Αγίας Λαύρας, στις 25 Μαρτίου του 1821.
Ο ιστορικός και πανεπιστημιακός Βασίλης Κρεμμυδάς (απεβίωσε το 2017) ήρθε για να βάλει τα πράγματα στην θέση τους. Μέσα από το ερευνητικό του έργο, κάτερριψε και αυτόν τον μύθο (και άλλους που αφορούσαν το 1821). Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, είπε, δεν ξεκίνησε καν την ημερομηνία εκείνη, αλλά λίγο νωρίτερα. Ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, άλλωστε, στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι την ημέρα εκείνη βρισκόταν σε άλλο χωριό. Το λάβαρο το ύψωσε, πράγματι, αλλά αυτό έγινε λίγες μέρες αργότερα, στην Πάτρα. Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας εντασσόταν στις μεταγενέστερες προσπάθειες να συνδεθεί η θρησκευτική με τη νεοαναδυόμενη εθνική ταυτότητα.
Μπορεί η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης στην Αγία Λαύρα να είναι, τελικά, ένας ιστορικό παραμύθι, παρ’ όλα αυτά οι πραγματικές περιπέτειες της ανέγερσης του μνημείου για τους Αγωνιστές της, αποδεικνύουν ότι η ακριβέστερη αλήθεια εμφανίζεται στα ψιλά γράμματα της Ιστορίας.
Το 1896, στον απόηχο του πατριωτικού φανατισμού των χρόνων αυτών, ιδρύεται ο «Σύλλογος των εν Αθήναις και Πειραιεί Καλαβρυτινών», με πρωταρχικό σκοπό (εκτός των άλλων) την ανέγερση στην Αγία Λαύρα, Ηρώου των Αγωνιστών του 1821. Το 1904, ο Σύλλογος καταφερε να πάρει κρατική έγκριση και ξεκίνησε πανελλήνιο έρανο, όπου καλούσε τους απανταχού ‘Έλληνες να προσφέρουν μία δραχμή ο καθένας για τον εθνικό αυτό σκοπό. Με μια πρόσθετη κρατική επιχορήγηση, η Επιτροπή υπολόγιζε ότι μέχρι το 1921, που θα εορταζόταν η εκατονταετηρίδα της Επανάστασης, το Ηρώο θα είχε ανεγερθεί.
Το 1912 η Επιτροπή ανέθεσε στο γλύπτη Κώστα Δημητριάδη (δημιουργός ήδη του Δισκοβόλου, το γλυπτό που βρίσκεται απέναντι απο το Καλλιμάρμαρο) να δημιουργήσει τη μορφή του Μνημείου και να υποδείξει τον κατάλληλο χώρο, στον οποίο έπρεπε να στηθεί. Ο γλύπτης αποδέχτηκε την πρόσκληση και υπέβαλε τις πρώτες προτάσεις του.
Ακολούθησαν όμως μερικά από τα πιο δραματικά γεγονότα. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή. Ολα αυτά, όχι μόνο έβαλαν στον πάγο τα σχέδια της ανέγερσης του μνημείου, αλλά τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί είχαν χάσει μεγάλο μέρος της αξίας τους.
Στις αρχές του 1932, ο Σύλλογος ανακίνησε και πάλι το ζήτημα. Άρχισε ξανά τη συγκέντρωση χρημάτων και ανέθεσε και πάλι στον Δημητριάδη την ανέγερση του Μνημείου, αυτή την φορά στο λόφο του Προφήτη Ηλία, απέναντι από την Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας.
Για την επιλογή του λόφου του Προφήτη Ηλία ως ιδανικής τοποθεσίας ανέγερσης του μνημείου, υπάρχει η μαρτυρία ότι υποδείχτηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν ως πρωθυπουργός επισκέφθηκε το 1930 το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Υπήρχαν ήδη ανάμεσα στους επισήμους δύο διαφορετικές γνώμες για την τοποθεσία. Τότε ο Βενιζέλος έδωσε μια μέση λύση. Είδε απέναντι τον λόφο, στον οποίο είναι τώρα στημένο το Ηρώο και όπου τότε βρισκόταν το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και τους έπεισε ότι αυτή η θέση ήταν η καλύτερη.
Στις 24 Ιουλίου 1932 μπήκε ο θεμέλιος λίθος του Ηρώου. Η ημέρα χαρακτηρίστηκε ιστορική κατά τους διοργανωτές. Πλήθος κόσμου μέσα σ΄ ένα πνεύμα εθνικής υπερηφάνειας και συγκίνησης έτρεξε να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα, τόσο στην Αγία Λαύρα όσο και στο χώρο του Ηρώου. Τα λεφτά όμως και πάλι δεν έφταναν για την πραγματοποίηση του μεγαλεπήβολου σχεδίου της ανέγερσης.
Οπότε, άρχισε να τίθεται ως «εθνικός» στόχος η διοργάνωση πανελληνίων εράνων για τη συγκέντρωση χρημάτων για την ανέγερση του Ηρώου. Η επιτροπή απηύθυνε, για μια ακόμη φορά, έκκληση στους απανταχού Έλληνες για να συνεισφέρουν τον οβολό τους υπέρ του Ηρώου. Μέχρι και κρατικά αεροπλάνα (!) έριξαν χιλιάδες φέιγ βολάν προς τον λαό των Αθηνών, που τον καλούσαν να συνδράμει στον έρανο.
Μέχρι το 1938, οι εργασίες είχαν προχωρήσει αρκετά. Είχε ήδη κατασκευασθεί η στήλη ύψους δεκατεσσάρων μέτρων και η περιμετρική πλατεία με τα σκαλοπάτια και τα στηθαία. Στη βόρεια πλευρά της στήλης φιλοτεχνήθηκε διακοσμητικό ανάγλυφο, το οποίο παριστάνει το ιερό Λάβαρο της Εθνεγερσίας και στο επάνω μέρος της νότιας πλευράς ανάγλυφο, το οποίο παριστάνει τον Απόλλωνα με άρμα στα νέφη να επαναφέρει το φως του πολιτισμού και της Ελευθερίας στην Ελλάδα. Στην κορυφή της στήλης προβλεπόταν να στηθεί άγαλμα γυναίκας, ύψους τριών μέτρων, σύμβολο της ελευθερίας. Στη βάση της στήλης προβλεπόταν από τη μια μεριά άγαλμα κληρικού καθισμένου και από την άλλη άγαλμα αρματολού επίσης καθισμένου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η υπόθεση της ανέγερσης του Ηρώου “βάλτωσε” και πάλι. Ο γλύπτης ζούσε μόνιμα στο Παρίσι και προβάλλοντας συνεχώς διάφορες δικαιολογίες στην Επιτροπή, δεν φιλοτέχνησε τα αγάλματα παρότι είχε εισπράξει όλες τις προκαταβολές. Μετά ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατοχή, ο θάνατος του Δημητριάδη στο Παρίσι και εν συνεχεία ο εμφύλιος. Η ολοκλήρωση του μνημείου ματαιώθηκε για ακόμη τριάντα χρόνια.
Την δεκαετία του 1960 έγιναν ξανά προσπάθειες για εράνους από κάποια επιτροπή, η οποία πίεζε το κράτος να εκπληρώσει την υπόσχεση της ανέγερσης. Οι τελευταίοι συνέχισαν να υπόσχονται. Οι υποσχέσεις έμειναν ανεκπλήρωτες.