Το 2022, στο Κατάρ, ο Λίο Μέσι θα είναι 35. Μπορεί να βρίσκεται στην αποστολή της Αλμπισελέστε. Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι ο βετεράνος που επιστρατεύεται από τον πάγκο όταν χρειάζονται 2-3 «κόλπα γέρικου σκύλου», από αυτά που δεν μπορείς να μάθεις τους νέους, για να ξεκλειδωθεί κάποια σφιχτή άμυνα. Αρκετά πιθανό είναι να υπάρχει ανάμεσα στους 23 σε ρόλο Ελ Σιντ, με την κρυφή ελπίδα, δική του και δική μας, ότι μπορεί τότε να δικαιωθεί η ποδοσφαιρική μεγαλοφυΐα του με μια κούπα. Σε καμία περίπτωση, όμως, η Εθνική Αργεντινής του 2022 δε θα είναι η δική του ομάδα.
Όπως ήταν το 2010, το 2014 και το 2018 που δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων (το 2006 παραγράφεται, μειράκιον ων). Εγκλωβισμένος ανάμεσα στο βάρος της κληρονομιάς του Ντιέγο και την αφόρητη πίεση μιας χώρας που κυριολεκτικά ζει κι αναπνέει για το ποδόσφαιρο και μετατρέπει σε ψυχόδραμα κάθε συμμετοχή της σε Μουντιάλ. Θεαματικά ανίκανος να ηγηθεί, παραλυτικά αβοήθητος από συμπαίκτες και προπονητές στο να εκπληρώσει την προφητεία που επωμίζεται όποιος φορά τη γαλανόλευκη με το 10 στην πλάτη μετά από Εκείνον. (Καθόλου τυχαίο, η Αργεντινή έφτασε πιο κοντά από ποτέ 4 χρόνια πριν στη Βραζιλία, όταν ο Σαμπέλα μάλλον στηρίχθηκε στον Μέσι, ειδικά όσο προχωρούσε η διοργάνωση, λιγότερο από κάθε άλλον την τελευταία 12ετία).
Η ιστορία δεν μπορεί να παραχαραχθεί, ο Μέσι απέτυχε παταγωδώς με τη φανέλα της Εθνικής Αργεντινής. Κι αυτό είναι μια μουτζούρα που δεν μπορεί με τίποτα να σβηστεί από την τεράστια καριέρα του, επιφέροντας βαρύ πλήγμα στην υστεροφημία του. Κάθε Μουντιάλ και μεγαλύτερες προσδοκίες, κάθε φορά και λαχτάρα για το κατάλληλο timing, κάθε φορά μεγαλύτερη αποοήτευση – σαν την εμφάνισή του στο, ίσως μουντιαλικό κύκνειο άσμα του, με τη Γαλλία. Ένας μοντέρνος ποδοσφαιρικός Σίσυφος – να θέλει να κουβαλήσει τον βράχο στην κορυφή και να του βάζουν τρικλοποδιές οι Γερμανοί κι ο Εμπαπέ…
Όμως, ας σταθούμε μισό λεπτό κι ας συζητήσουμε ψύχραιμα το legacy αυτού του του ασύλληπτου ποδοσφαιριστή. Είμαστε με τα καλά μας που θα τον μειώσουμε για να πούμε την παρόλα μας στα σόσιαλ μίντια; Ο Μέσι, ναι, προφανώς δεν αισθάνεται άνετα μακριά από το βασίλειο της Μπαρτσελόνα που τον ανέθρεψε και τον λατρεύει, πιθανώς να είναι όντως «περισσότερο Καταλανός απ’ ότι Αργεντίνος» όπως τον κατηγορούν οι συμπατριώτες του. Και, το ξέρουμε πια σίγουρα, δεν έχει αυτήν την σπίθα που έκανε τον Ντιέγο να συγκρούεται με το μαχαίρι και να ματώνει εκείνο (by the way πάντα τον υπέσκαπτε όπως κάνουν οι βετεράνοι και ως προπονητής τον χαντάκωσε ίσως περισσότερο κι από τον «εγκληματία» Σαμπάολι φέτος).
Τη μυθική διάσταση με την οποία θα μείνει στην ιστορία δεν την επιβεβαιώνουν οι αμέτρητοι τίτλοι του και η μοντέρνα δυναστεία της Μπάρτσα, ούτε οι 5 Χρυσές Μπάλες, ούτε τα ιλιγγιώδη στατιστικά του. Χρειάζεται ένα μόνο από αυτά: ο τύπος παίζει full on, χωρίς να έχει μέτρια χρονιά, εδώ και 13 σεζόν. Στο σύγχρονο φουτμπόλ της ταχυδύναμης και των δεκαθλητών, όχι σε εκείνο των 70s-80s με τις χαλαρές φανελίτσες έξω από το σορτσάκι και τα κατεβασμένα καλτσάκια. Στο σύγχρονο φουτμπόλ του Champions League και των 60-70 αγώνων το χρόνο και όχι σε εκείνο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών που οι ποδοσφαιριστές εμφανίζονταν τα καλοκαίρια, στις μεγάλες διοργανώσεις με φρέσκα μαγουλάκια.
Ξέρετε πόσες γεμάτες χρονιές στο πρώτο επίπεδο (με Μπόκα, Μπάρτσα και Νάπολι) έπαιξε, η Νέμεσίς του, ο μεγάλος Ντιέγο; Σκάρτες 9, λόγω ενός σοβαρού τραυματισμού και της τιμωρίας για τις σκόνες. Να δούμε και τα ματς; 418 για τον Μέσι, 264 για τον Μαραντόνα. Η σύγκριση είναι άτοπη.
Όχι, ο Μέσι δε θα γίνει ποτέ ο θρύλος που είναι ο Μαραντόνα. Πια το ξέρουμε σίγουρα. Μήπως όμως δε φταίει μόνο ο ίδιος που φάνηκε λίγος, αλλά φταίει και η εξέλιξη του αθλήματος που δεν μπορεί πια να παράγει τέτοιους; Αφήνοντας το ποιος είναι μυθικότερος και περνώντας στο ποιος υπήρξε καλύτερος, φοβάμαι ότι η απάντηση είναι αυτή που, καλά κάνουμε και, δε θα παραδεχθούμε ποτέ στον (νεαρό) εαυτό μας. Κάπως σαν το MJ vs. Lebron…
Η Ουρουγουάη δεν είναι καλύτερη από την Πορτογαλία. Το διαπιστώσαμε χθες που χρειάστηκε αρκετή τύχη (γρήγορο πρώτο γκολ, δεύτερο γκολ εντελώς κόντρα στη ροή) για να προκριθεί στους 8. Όμως, η ηρωική της εμφάνιση, η παλικαρίσια και λεβέντικη πρόκριση, η ατσάλινη ανθεκτικότητα απέναντι σε μια ομάδα που σφυροκοπούσε…
( – Μπάρμπα Φερνάντο άσε πιο συχνά τα παιδιά να παίζουν και ξεκόλλα από το 1-0…
– Παιδί μου, έτσι πήραμε το Ευρωπαϊκό, τι μου λες κι εσύ;)
…είναι η γαμημένη απάντηση στην ερώτηση για τη χαρά του ποδοσφαίρου. Σε ένα Μουντιάλ που εξελίσσεται πιο όμορφο και περιπετειώδες απ’ ότι ξεκίνησε (όπως πρέπει δηλαδή), οι Ουρουγουανοί είναι το old school κερασάκι στον κοινό ευρωπαϊκό τόπο που έχουν ενδώσει άπασες οι ομάδες. Οι Ουρουγουανοί θα τρέξουν, θα κλωτσήσουν, θα κοιτάξουν πώς θα «κλέψουν» το αποτέλεσμα, θα κάνουν καθυστερήσεις και θα αφεθούν στην σκοπιμότητα. Κι αν σε πιάσουν μπόσικο, θα σου βγάλουν τα εισιτήρια της επιστροφής.
Ουρουwhy? Η απάντηση βρίσκεται στο κενό μεταξύ αυτής της εικόνας…
με αυτήν εδώ…