Νομίζω ότι υπάρχουν μερικά πράγματα που μπορούν να σε φέρουν στα όρια σου, να σε κάνουν να αναρωτηθείς αν πραγματικά πιστεύεις ότι ζούμε σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει όλα τα μέλη της ως ισότιμους πολίτες.
Η πληροφορία ότι η αρτιμέλεια ακόμη αποτελεί προϋπόθεση συμμετοχής στις εισαγωγικές εξετάσεις του Εθνικού Θεάτρου είναι ένα από αυτά. Το ίδιο καθεστώς ίσχυε μέχρι πρόσφατα και στις ιδιωτικές σχολές, όμως τα μέλη της Κίνησης Αναπήρων Καλλιτεχνών συνέβαλαν με τις δράσεις τους να ώστε αρθεί ο όρος της αρτιμέλειας, αλλά δεν εξασφαλίζεται ότι είναι προσβάσιμες σε ανάπηρα άτομα.
Η Κίνηση Αναπήρων Καλλιτεχνών, που σχηματίστηκε το 2010 ως Κίνηση Καλλιτεχνών με Αναπηρία, είναι μια ανεξάρτητη συλλογικότητα ενεργοποιημένων πολιτών που επιδιώκει, μέσω από τις δράσεις της, τη διεκδίκηση της πρόσβασης με ίσους όρους στα αγαθά της τέχνης και του πολιτισμού.
Όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης Αντώνης Ρέλλας «Ένα από τα βασικά αιτήματα που μας έφερε κοντά ήταν η περιθωριοποίηση των αναπήρων, ως κοινωνικής ομάδας και όχι μόνο ως καλλιτεχνών. Η συζήτηση από το 2010 είχε ως κυρίαρχο πρόταγμα να αναδείξει όσους ιστορικά περιθωριοποιήθηκαν, ανάπηρους καλλιτέχνες που το έργο τους δεν αξιολογήθηκε όπως έπρεπε. Αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που μας έφερε κοντά ώστε να δημιουργηθεί η συλλογικότητα μας».
Η Κίνηση Ανάπηρων Καλλιτεχνών ακολουθεί το κοινωνικό μοντέλο για την αναπηρία, σύμφωνα με το οποίο δεν είναι οι βλάβες στα σώματα που περιορίζουν τα ανάπηρα άτομα, αλλά οι περιορισμοί και οι πολιτικές αποκλεισμού που εφαρμόζει η πολιτεία. Σύμφωνα με το κοινωνικό μοντέλο δεν υιοθετούν τον κατακερματισμό της αναπηρίας ανάλογα με τις βλάβες και οι διεκδικήσεις τους δεν είναι στοχευμένες στο κομμάτι που αφορά την κάθε βλάβη. Αντίθετα οι δράσεις στοχεύουν στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων όχι μόνο των ανθρώπων με κινητικές βλάβες, αλλά και όσων έχουν αισθητηριακές βλάβες, όπως Κ/κωφοί και άνθρωποι με προβλήματα όρασης και τυφλοί)
Η Κίνηση Αναπήρων Καλλιτεχνών στα 100 χρόνια του κινηματογράφου έκανε τη Μικρά Αγγλία καθολικά προσβάσιμη για να μπορούν να παρακολουθήσουν ισότιμα και οι Κ/κωφοί και οι τυφλοί. Η Κίνηση Ανάπηρων Καλλιτεχνών είναι συνεργάτης και των Νυχτών Πρεμιέρας αλλά και του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Με την ισότιμη πρόσβαση όλων των ανθρώπων στην Τέχνη επιδιώκει να πετύχει το μεγάλο στοίχημα, τη χειραφέτηση.
Ο Αντώνης έχει μια εύλογη απορία: «Αν ο ανάπηρος δεν έχει πρόσβαση στην τέχνη πώς θα ξέρει αν θέλει να συμμετέχει στην τέχνη ως δημιουργός;» ενώ η ηθοποιός Ελευθερία Μαντζουράνη πάει τον συλλογισμό ένα βήμα παραπέρα «Αν ένας Κ/κωφός μπορεί να παρακολουθήσει μόνο ξένες ταινίες και σειρές που έχουν υπότιτλους, αυτό τον φέρνει σε διάσταση με την καλλιτεχνική παραγωγή στη Ελλάδα και τον αφήνει εκτός της πολιτιστικής κουλτούρας της χώρας του, της χώρας στην οποία διαμένει».
Οι παρευρισκόμενοι συμφωνούν στο ότι οι αιθουσάρχες των σινεμά ή οι ιδιοκτήτες των καναλιών έχουν πια τη γνώση του τι πρέπει να κάνουν αλλά παρ’ όλα αυτά αγνοούν τους υπότιτλους στις ελληνικές παραγωγές. Η Ελευθερία είναι κατηγορηματική: «Οι θεσμοί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τον χώρο της αναπηρίας ως μια ειδική κατηγορία. Τι σημαίνει αυτό; Εμείς πλησιάζουμε ένα φεστιβάλ ζητώντας να γίνει καθολικά προσβάσιμο. Όμως το φεστιβάλ δεν γίνεται ολόκληρο καθολικά προσβάσιμο αλλά σε κάποιες ταινίες, σε κάποιες παραστάσεις κατ’ εξαίρεση δηλαδή.
Είναι δικαίωμα η καθολική πρόσβαση, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται η αναπηρία ως οικονομική ευκαιρία. Δεν διεκδικούμε μια “ειδική” προβολή, στην οποία άλλωστε δεν θα μπορούν όλοι οι ανάπηροι να προσέλθουν και οι ανάπηροι δεν θέλουν “ειδικές” προβολές. Είναι άλλο να σέβεσαι το δικαίωμά τους και είναι εντελώς διαφορετικό να αναπαράγεις για άλλη μια φορά την ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία που είναι παράγοντες εξ αιτίας των οποίων οι ανάπηροι αντιμετωπίζονται όπως αντιμετωπίζονται από την κοινωνία».
Συμπληρωματικά ο κοινωνιολόγος και συγγραφέας Αντρέας Κουζέλης διευκρινίζει: «Ήμασταν οι πρώτοι που θέσαμε ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί η Τέχνη μας με καθαρά πολιτικούς όρους, δηλαδή με την έννοια του πολίτη που συμμετέχει στα κοινά. Θέλουμε να προωθήσουμε την επανεκπαίδευση του κοινού πάνω σε θέματα συμπερίληψης είτε ως δημιουργοί οι ίδιοι είτε ως κοινό. Το σκεπτικό “εγώ το κάνω για σένα, εσύ πρέπει να έρθεις” σε κάνει ειδικό θεατή, όχι θεατή με δικαίωμα επιλογής θέλω ή δε θέλω να πάω».
Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι όλα απαισιόδοξα. Ο Θανάσης Παπαντωνόπουλος, παραγωγός προσβάσιμου περιεχομένου και ακουστικός περιγραφέας θέλει να μοιραστεί μαζί μας μια εμπειρία του από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης «Καθόμουν στην αίθουσα λίγο πριν την καθολικά προσβάσιμη προβολή της Στρέλλας του Κούτρα. Ανοίγουν οι πόρτες, ήταν sold out, μπήκε όλος ο κόσμος, ανάμεσα τους υπήρχαν και τυφλοί με τους οδηγούς σκύλους τους. Δεν είδα κανέναν από τους μη αναπήρους να ενοχλείται. Πιστεύω ότι ο κόσμος είναι πολύ πιο έτοιμος από τους θεσμούς».
Από εκεί και πέρα, ζητούμενο δεν είναι μόνο η πρόσβαση των αναπήρων στους χώρους πολιτισμού αλλά και η συμπερίληψή τους ώστε να έχουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν ισότιμα πολιτιστικό προϊόν. Η Ελευθερία υπογραμμίζει «Στην Τέχνη χρησιμοποιούμε τα υλικά του ψυχισμού, της αντίληψης, της παρατήρησης, τα βιώματα μας. Δεν περιστρέφονται όλα γύρω από την σωματική ικανότητα. Στο κάτω κάτω και ο ανάπηρος έχει σωματική ικανότητα, η οποία είναι διαφορετική από την στερεοτυπική, διαφορετική από αυτή που έχουμε διδαχτεί και που σημαίνει μπράτσα, κοιλιακοί, όρθιος, απολλώνιος. Εδώ συναντώ τον εαυτό μου μέσα στη διονυσιακό ρεύμα της τέχνης που σπάει τα στερεότυπα και χτίζει μια διαδρομή χάρη στην οποία όλοι έχουν χώρο».
Ο Πητ Νικολογιάννης μας παρακολουθεί σιωπηλός και χαμογελαστός. Είναι μερικούς μήνες στην Κίνηση Αναπήρων Καλλιτεχνών. Θα κάνει μια πολύ ουσιαστική παρέμβαση στη συζήτηση. «Οι ανάπηροι διαχρονικά αντιμετωπίζουμε εμπόδια στην απορρόφηση των κοινωνικών δικαιωμάτων μας, με αποτέλεσμα τη μη ισότιμη συμμετοχή μας στην κοινωνία, στην εκπαίδευση, στην εργασία, στον πολιτισμό.»
«Για να το πω πιο απλά», έρχεται να συμπληρώσει ο Αντώνης, «εδώ που έχει προσβάσιμη τουαλέτα δεν είμαστε ανάπηροι, είμαστε άνθρωποι με βλάβη. Εάν δεν είχε θα ήμασταν ανάπηροι. Οι αποκλεισμοί εκκινούν από τις αντιλήψεις της κοινωνίας, τις θεσμοθετημένες πρακτικές του κράτους και τα εμπόδια στο δομημένο περιβάλλον και στο περιεχόμενο της επικοινωνίας και της τέχνης και όχι από τις βλάβες των ίδιων των ανθρώπων»