Το χάλκινο άγαλμα του χαμογελαστού άνδρα που βγάζει το καπέλο του χαιρετώντας τους περαστικούς στη πλατεία του Παλιού Δημαρχείου στην Μπρατισλάβα είχε να δει να δονείται έτσι αυτή η πόλη από οργισμένα ανθρώπινα ποτάμια από την εποχή της Βελούδινης Επανάστασης, το 1989. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους νέοι, καταλάμβαναν πεισμωμένα κι ανυποχώρητα τους δρόμους της χώρας για τρεις εβδομάδες μετά τη δολοφονία του ερευνητή δημοσιογράφου Γιαν Κούτσιακ και της αρχιτεκτόνισσας συντρόφου του Μαρτίνα Κουσνίροβα. Είμαστε εδώ «Για Μια Αξιοπρεπή Σλοβακία» βροντοφώναζαν, και διεκδικούσαν έρευνα σε βάθος για το στυγερό έγκλημα και άμεση παραίτηση της κυβέρνησης και της ηγεσίας της αστυνομίας.
Η διπλή δολοφονία φέρεται να είχε επιβεβαιώσει τους χειρότερους φόβους πολλών ότι διεφθαρμένοι πολιτικοί, ολιγάρχες και ένα δίκτυο οργανωμένου εγκλήματος συνδεόμενο με την ιταλική μαφία «αλώνιζαν» πια στη Σλοβακία. Η αστυνομία βρήκε τους μελλόνυμφους Κούτσιακ και Κουσνίροβα νεκρούς στο σπίτι τους στις 21 Φεβρουαρίου 2018, πυροβολημένους με πιστόλι 9 χιλιοστών από κοντινή απόσταση. Τον συναγερμό είχε σημάνει η μητέρα της νεαρής γυναίκας, αφού η κόρη της με την οποία μιλούσαν καθημερινά, δεν σήκωνε το τηλέφωνο για τρεις ολόκληρες ημέρες. Στον χώρο, δεν υπήρχε ένδειξη πάλης ή κλοπής.
Ο Γιαν Κούτσιακ εργαζόταν στην ιστοσελίδα actuality.sk, ερευνώντας κυρίως υποθέσεις φορολογικής απάτης που αφορούσαν επιχειρηματίες συνδεόμενους με υψηλόβαθμους πολιτικούς της χώρας, αλλά και υποθέσεις διαφθοράς πολιτικών συνδεόμενων με παρακλάδι της ιταλικής μαφίας. Αρκετές εφημερίδες στη Σλοβακία θα τύπωναν το τελευταίο ρεπορτάζ του, που συνέδεε την ιταλική μαφία με διαφθορά σε υψηλά πολιτικά κλιμάκια.
Κι ενώ οι δρόμοι της Σλοβακίας έβραζαν από οργή, μια εβδομάδα μετά τη δολοφονία ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Ρόμπερτ Φίκο έδωσε συνέντευξη Τύπου, προσφέροντας ένα εκατομμύριο ευρώ σε όποιον έδινε πληροφορίες για το τραγικό γεγονός. Δήλωνε επίσης ότι θα συναντιόταν με εκπροσώπους του Τύπου για να τους διαβεβαιώσει ότι «η προστασία της ελευθερίας του λόγου και η ασφάλεια των δημοσιογράφων είναι κοινή προτεραιότητά μας, και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για την κυβέρνησή μου». Ο τότε αρχηγός της αστυνομίας Τίμπορ Γκασπάρ εκτιμούσε ότι «το πιο πιθανό» είναι το κίνητρο να σχετίζεται με τα ρεπορτάζ του Κούτσιακ.
Σε μια μάλλον απεγνωσμένη προσπάθεια να κρατηθεί στην εξουσία, ο Φίκο προσπάθησε να πείσει ότι πίσω από τις διαδηλώσεις κρυβόταν «δάκτυλος» του πολυεκατομμυριούχου Τζορτζ Σόρος. Τελικά, τρεις εβδομάδες μετά τη δολοφονία, ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Μετά από τη μεγαλύτερη έρευνα που έχει γίνει για έγκλημα στην ιστορία της ανεξάρτητης Σλοβακίας, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση τρία άτομα που ομολόγησαν την ενοχή τους. Ωστόσο, όπως σημειώνει το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου IPI, μπορεί να καταδικάστηκαν οι εκτελεστές, αλλά οι εγκέφαλοι «μακράν διέφυγαν της Δικαιοσύνης». Στις 3 Σεπτεμβρίου 2020, το δικαστήριο έκρινε αθώο τον μεγαλοεπιχειρηματία Μαριάν Κότσνερ ο οποίος κατηγορούνταν ως ο εντολέας της δολοφονίας. Σύμφωνα με τις κατηγορίες, είχε απειλήσει τον δημοσιογράφο μετά από ένα ρεπορτάζ του που καταπιανόταν με επιχειρηματικές κινήσεις του και οργάνωσε τη δολοφονία του. Αποκαλύφθηκε ότι ο επιχειρηματίας είχε στενές σχέσεις με δικαστές και αστυνομία, και μάλιστα ότι παρακολουθούσε 28 ακόμα δημοσιογράφους, χρησιμοποιώντας τις βάσεις δεδομένων της αστυνομίας. Ο Κότσνερ φαίνεται επίσης πως ετοιμαζόταν να ιδρύσει πολιτικό κόμμα, και τα ρεπορτάζ του Κούτσιακ μάλλον του ακύρωναν τις βλέψεις. Ο εισαγγελέας έχει ασκήσει έφεση στην απόφαση για τον Κότσνερ, την οποία θα επανεξετάσει Ανώτατο Δικαστήριο.
Σε κάθε περίπτωση, η διπλή αυτή δολοφονία αποδείχθηκε μεταμορφωτική για τη χώρα. «Η δολοφονία ενός δημοσιογράφου στη Σλοβακία πυροδότησε την αναγέννηση της κοινωνίας των πολιτών», θα έλεγε στο Euronews o Σλοβάκος πρώην δημοσιογράφος και επικεφαλής του γραφείου ΕΕ/Βαλκανίων των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα Πάβολ Στζαλάι. «Οι άνθρωποι που οργάνωσαν τις διαδηλώσεις ήταν πολύ νέοι – εικοσάρηδες ή και νεότεροι. Η δολοφονία του Γιάν Κούτσιακ διαμόρφωσε μια νέα γενιά Σλοβάκων, το πώς βλέπουν τη δημοκρατία και πώς, κατά τη γνώμη τους, αυτή πρέπει να προστατευτεί». Και συμπλήρωνε: «Είναι χάρη στην πίεση από τους πολίτες που οι αρχές –η αστυνομία και οι δικαστικές αρχές- μπόρεσαν να κάνουν τη δουλειά τους. Όπως γνωρίζουμε, και φάνηκε μετά την αλλαγή της κυβέρνησης, υπάρχει πολλή διαφθορά στη σλοβακική αστυνομία και τη σλοβακική δικαιοσύνη. Οπότε, ήταν η πίεση από την κοινωνία που ώθησε αυτούς τους θεσμούς να κάνουν σωστά τη δουλειά τους».
Πώς μια δολοφονία και η μύτη ενός σπάνιελ τέλειωσαν μια ολόκληρη πολιτική εποχή
Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι όταν την 1η Δεκεμβρίου του 2019, ο πρωθυπουργός της Μάλτας Τζόζεφ Μουσκάτ ανακοίνωνε την επικείμενη, σε ενάμιση περίπου μήνα, παραίτησή του. Ήταν το επιστέγασμα των εξελίξεων που είχαν σαρώσει με τη μορφή χιονοστιβάδας την πολιτική σκηνή της χώρας, ξηλωμένης πια σαν παλιό πουλόβερ μετά τις διαδοχικές παραιτήσεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη πολιτική κρίση από το 1960 όταν η Μάλτα έγινε από βρετανική αποικία ανεξάρτητη χώρα, και την είχε πυροδοτήσει η δολοφονία μιας δημοσιογράφου: της Δάφνη Καρουάνα Γκαλίζια.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της παραίτησης Μουσκάτ, οι πολίτες της Μάλτας πλημμύρισαν τους δρόμους διεκδικώντας να μη μείνει ούτε μέρα παραπάνω στην πρωθυπουργία. Άφηναν λουλούδια και κεριά σε ένα αυτοσχέδιο μνημείο για τη Γκαλίζια έξω από τα δικαστήρια. Κατόπιν κυβερνητικών εντολών, το βράδυ συνεργεία «εξαφάνιζαν» το μνημείο. Μόνο και μόνο για να το ξαναστήσουν οι πολίτες πεισματικά από την αρχή λίγες ώρες αργότερα.
Η «γυναίκα Wikileaks», όπως είχε χαρακτηρίσει την Γκαλίζια το Politico το 2016, σκοτώθηκε τον Οκτώβριο 2017 όταν εξερράγη βόμβα που είχε τοποθετηθεί στο αυτοκίνητό της. Η δημοσιογράφος δεχόταν επί μακρόν αναρίθμητες απειλές, το σπίτι της είχε υποστεί εμπρησμό και άγνωστοι είχαν σκοτώσει τα κατοικίδιά της. Όταν δολοφονήθηκε, δεν είχε πρόσβαση στον λογαριασμό της στην τράπεζα γιατί της τον είχαν παγώσει εξαιτίας μιας υπόθεσης που ερευνούσε, ενώ εκκρεμούσαν 43 διώξεις εναντίον της για συκοφαντική δυσφήμιση – κάποιες από υψηλόβαθμους πολιτικούς.
Με 30 χρόνια δημοσιογραφικής εμπειρίας στην πλάτη της, η Γκαλίζια ήταν ανελέητη στην έρευνα υποθέσεων διαφθοράς Μαλτέζων δημόσιων αξιωματούχων. Ήταν αυτή που γνώριζε για τα Panama Papers (τα 11,5 εκατ. έγγραφα που διέρρευσαν και αποκάλυπταν πώς οι πλούσιοι φυγαδεύουν τα χρήματά τους σε υπεράκτιες εταιρείες) πριν καν δημοσιευτούν. Είχε καταφέρει να στοιχειοθετήσει διαφθορά σε ανώτατο επίπεδο συνδέοντας υψηλόβαθμους αξιωματούχους της τότε κυβέρνησης του Τζόζεφ Μουσκάτ με τα Panama Papers, με αποτέλεσμα η χώρα να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές το 2017.
Ωστόσο, χρειάστηκε η τρομερή μύτη ενός σκυλιού που το έλεγαν Πίτερ για να ξεκινήσει το δραματικό ντόμινο των αποκαλύψεων, συλλήψεων και παραιτήσεων που θα οδηγούσε στην κυβερνητική κρίση περίπου δυο χρόνια μετά τη δολοφονία. Στις 13 Νοεμβρίου 2019, κι ενώ η έρευνα είχε «κολλήσει», ο Πίτερ, ένα σπάνιελ της αστυνομίας άρχισε να κάνει σαν τρελό ενώ «σκάναρε» επιβάτες αεροδρομίου. Είχε μυρίσει χρήμα. Πολύ. Έτσι, οι τελωνειακές αρχές βρήκαν 210.000 ευρώ στις αποσκευές ενός άνδρα που ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί σε πτήση για την Κωνσταντινούπολη. Οι έρευνες θα οδηγούσαν την επόμενη μέρα σε έναν οδηγό ταξί, τον Μέλβιν Θόμα. Ο Θόμα θα άφηνε σύξυλους τους αστυνομικούς σύξυλους όταν θα ομολογούσε στην ανάκριση ότι είχε λειτουργήσει ως μεσάζοντας σε συμβόλαιο θανάτου για την Γκαλίζια.
Και όχι μόνο αυτό. Ο ταξιτζής θα «έδινε» τον πλουσιότερο άνθρωπο της Μάλτας, τον επιχειρηματία Γιόργκεν Φένετς ως τον άνθρωπο που τον πλήρωσε 150.000 ευρώ για το συμβόλαιο θανάτου. Ο Φένετς, αφού συνελήφθη στην προσπάθειά του να δραπετεύσει από τη χώρα με γιοτ, «έδωσε» στη συνέχεια ως εμπλεκόμενο στο συμβόλαιο θανάτου τον άνθρωπο που «έτρεχε» το γραφείο του Μαλτέζου πρωθυπουργού από το 2013, το «δεξί του χέρι», τον Κιθ Σέμπρι. Σημειώνεται ότι η Γκαλίζια είχε αποκαλύψει ότι ο Σέμπρι ήταν μεταξύ εκείνων που πλούτιζαν από μυστικές off-shore μετά το διορισμό του στο πρωθυπουργικό γραφείο, αν και ο ίδιος είχε αρνηθεί τις κατηγορίες. Οι δύο άντρες αποδείχθηκε ότι συνδέονταν μεταξύ τους.
Από εκεί και πέρα, η κυβέρνηση κατέρρευσε σαν ντόμινο. Τον Ιανουάριο του 2021, μάλιστα, παραιτήθηκε και ο αρχηγός της αστυνομίας Λόρενς Κουταχάρ δεχόμενος σφοδρά πυρά για τους χειρισμούς του στην έρευνα για τη συγκεκριμένη δολοφονία, η οποία συνέβη στη θητεία του.
Στα τέλη Φεβρουαρίου 2021, ο νέος αρχηγός της αστυνομίας Άγνκελο Γκάφα δήλωνε ότι όλοι όσοι ενεπλάκησαν στη δολοφονία της δημοσιογράφου έχουν συλληφθεί ή/και τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες. Ωστόσο, το τοπίο παραμένει αρκετά θολό, αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του ότι ο Φένετς έχει κατηγορήσει υψηλόβαθμους πολιτικούς με σχετικά στοιχεία πως γνώριζαν από πριν το σχέδιο δολοφονίας.
Είναι σημαντικό ότι οι αποκαλύψεις του 2019 σχετικά με τη δολοφονία της Γκαλίζια δημιούργησαν αναστάτωση και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Η κατάσταση στη Μάλτα έχει συνέπειες για όλο το ευρωπαϊκό εγχείρημα», δήλωνε ο επικεφαλής του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωκοινοβούλιο Μάνφρεντ Βέμπερ. «Οι ξεκάθαρες πολιτικές συνδέσεις πρέπει να έχουν ξεκάθαρες πολιτικές συνέπειες», προειδοποίησε.
Ο υποτονικός απόηχος της δολοφονίας Καραϊβάζ στην Ελλάδα
Γρήγορα αντανακλαστικά επέδειξαν πάντως οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών και στη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ. Μέσα σε λίγες μόλις ώρες η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λέιεν καταδίκασε τη δολοφονία με μήνυμα στα ελληνικά στο twitter, ενώ ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ντέιβιντ Σασόλι δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «οι έρευνες πρέπει να αποσαφηνίσουν επειγόντως εάν η δολοφονία συνδέεται με τη δουλειά του». Ακολούθησαν κι άλλοι. Η δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού ήρθε περίπου 22 ώρες μετά το τραγικό συμβάν, με ένα λιτό μήνυμα στο twitter. Δεν έγιναν διαγγέλματα ούτε συνεντεύξεις Τύπου. Η πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου έστειλε συλλυπητήριο μήνυμα στην οικογένεια του δολοφονημένου δημοσιογράφου δύο ημέρες μετά.
Η δολοφονία Καραϊβάζ υποβαθμίστηκε ως είδηση από τα κυρίαρχα ΜΜΕ στην Ελλάδα. Η συντριπτική πλειοψηφία των εφημερίδων δεν την είχε κύριο θέμα στο πρωτοσέλιδό τους στις 10 Απριλίου, ενώ «ΤΑ ΝΕΑ», που έχουν χαρακτηρίσει «επίθεση» τη ρίψη τρικακίων διαμαρτυρίας έξω από πολιτικά γραφεία, δεν περιέλαβαν καν την είδηση στην πρώτη σελίδα. Την ίδια στιγμή, τα διεθνή ΜΜΕ βοούσαν, αφιερώνοντας εκτενή δημοσιεύματα και επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι ο δημοσιογράφος ερευνούσε υποθέσεις διαφθοράς, εγκληματικών συμμοριών και άλλες που αγγίζουν τη λειτουργία του κράτους και ότι η δολοφονία αυτή «ήρθε να υπογραμμίσει την αυξανόμενη ανησυχία για τη σταθερή μείωση των ελευθεριών του Τύπου σε κάποια κράτη-μέλη της ΕΕ».
Μεξικό, εκεί που η «φίμωση» των δημοσιογράφων με σφαίρες είναι περίπου κανονικότητα
«Η δολοφονία της δημοσιογράφου Ρεγκίνα Μαρτίνεζ Περέζ το Σάββατο 28 Απριλίου [2012] είναι το αποτέλεσμα μιας κατεστραμμένης χώρας, μιας κατάστασης καθημερινής βίας στην οποία οι ακραίες πράξεις δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας», έγραφε το περιοδικό «Proceso» με αφορμή τη δολοφονία της διάσημης ρεπόρτερ του. Γιατί το Μεξικό, στον αντίποδα της ασφαλούς ΕΕ, είναι η πιο επικίνδυνη χώρα να ασκεί κάποιος το δημοσιογραφικό λειτούργημα. Από τους πενήντα δημοσιογράφους που σκοτώθηκαν σε όλο τον κόσμο το 2020, οι οκτώ ήταν στο Μεξικό. Εκεί, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, πολιτικοί αξιωματούχοι συνδέονται με εμπόρους ναρκωτικών, κι αποδεικνύεται δυνάμει θανατηφόρο «σπορ» η προσπάθεια να ρίξει κανείς φως σε αυτή τη σχέση.
Η Ρεγκίνα Μαρτίνεζ βρισκόταν στο μπάνιο της όταν ο δολοφόνος την αιφνιδίασε και τη στραγγάλισε με ένα πανί αφού πρώτα της έσπασε το πηγούνι με σιδηρογροθιά. Η μικροκαμωμένη Μαρτίνεζ πάλεψε για να γλιτώσει, όπως έδειξε το δέρμα που ανιχνεύτηκε κάτω από τα νύχια της. Αλλά μάταια. Η «μεγαλύτερη ελπίδα της χώρας για λογοδοσία και δικαιοσύνη», όπως τη χαρακτήρισε η Washington Post, ήταν πλέον νεκρή στα 48 της χρόνια. «Η δολοφονία της Μαρτίνεζ σόκαρε πολλούς που πίστευαν πως μια ρεπόρτερ ενός εθνικής εμβέλειας μέσου ενημέρωσης που χαίρει μεγάλης εκτίμησης ήταν πολύ διάσημη για να δολοφονηθεί», σχολίαζε η ίδια εφημερίδα. Οι φονιάδες πέτυχαν και το ευρύτερο στόχο: Κάποιοι συνάδελφοί της Μαρτίνεζ τα μάζεψαν άρον άρον κι έφυγαν από τη Βερακρούζ τη μέρα που μαθεύτηκε η δολοφονία – και δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Η περιοχή είναι η πιο επικίνδυνη του Μεξικού για τους δημοσιογράφους.
Η Μαρτίνεζ ήταν από τους ελάχιστους αδιάφθορους λειτουργούς του Τύπου που επέμεναν στην έρευνά τους παρά τις απειλές των καρτέλ. Η επιρροή της δουλειάς της ήταν τεράστια. Μέσα από τα εμβριθή ρεπορτάζ της για την εβδομαδιαία έκδοση «Proceso», η δημοσιογράφος είχε αποκαλύψει πώς δύο διαδοχικοί κυβερνήτες στην πολιτεία της Βερακρούζ όπου διέμενε λεηλάτησαν τα δημόσια ταμεία και άφηναν τα καρτέλ να λειτουργούν ανεμπόδιστα, με τη συνδρομή τοπικής και κρατικής αστυνομίας. Έκανε έρευνα για να αποδείξει ότι οι λαθρέμποροι και οι συνεργοί τους είχαν εκτελέσει εκατοντάδες ανθρώπους: έφηβους-βαποράκια και ολόκληρες οικογένειες, αγρότες και πολιτικούς, ακόμα και νέες γυναίκες που συμμετείχαν στα όργιά τους. Λέγεται ότι κόντευε να την ολοκληρώσει όταν δολοφονήθηκε.
Το συγκλονιστικό είναι πως στο Μεξικό οι δολοφονίες αυτές μένουν συνήθως ατιμώρητες. Όταν η αμείλικτη ομοσπονδιακή εισαγγελέας Λάουρα Μπορμπόλα ανέλαβε την έρευνα για τον φόνο της Μαρτίνεζ, διαπίστωσε ότι η αστυνομία είχε αλλοιώσει τα αποτυπώματα στο σπίτι της δημοσιογράφου, η ομάδα της βρήκε δύο αποτυπώματα που δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν στη χώρα, της παραδόθηκε καθυστερημένα από τις αστυνομικές αρχές φάκελος με αλλοιωμένα στοιχεία της έρευνας, ενώ ο άνθρωπος που ομολόγησε ενοχή για τη δολοφονία, δήλωσε μετά ότι ήταν αθώος και ότι τον ανάγκασαν με βασανιστήρια να «ομολογήσει».
Για να μην καταναλώνουμε «παραμύθια» αντί για ειδήσεις
Η Ρεγκίνα Μαρτίνεζ άφησε πίσω της βαριά κληρονομιά. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό της, οι μητέρες των εξαφανισμένων στο Μεξικό συνασπίστηκαν, προσέλαβαν ειδικούς και εργάτες και έτσι ανακαλύφθηκαν μαζικοί τάφοι δεκάδων χιλιάδων εξαφανισμένων σε ολόκληρη τη χώρα. Το 2020, συστάθηκε η πρωτοβουλία «Απαγορευμένες Ιστορίες», στο πλαίσιο της οποίας δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο συνεργάζονται στην έρευνα για τα μεξικανικά καρτέλ ναρκωτικών, συνεχίζοντας και την έρευνα της Μαρτίνεζ.
Ωστόσο, η τρομοκράτηση των δημοσιογράφων συνεχίζει να είναι καθεστώς στη χώρα. «Δεν υπάρχουν ούτε οι εγγυήσεις ούτε η ασφάλεια για να ασκήσει κάποιος κριτική, ισορροπημένη δημοσιογραφία», έγραφε ο εκδότης της μεξικανικής «Norte de Ciudad Juarez» Όσκαρ Καντού το 2017 μετά τη δολοφονία μιας δημοσιογράφου της εφημερίδας, της Μιροσλάβα Μπριτς. Η Μπριτς είχε πυροβοληθεί οκτώ φορές ενώ ήταν μέσα στο αυτοκίνητό της μαζί με ένα από τα παιδιά της, το οποίο γλίτωσε. Οι εκτελεστές άφησαν σημείωμα που έγραφε: «Για να έχεις μεγάλο στόμα». Ο Καντού σταμάτησε την έκδοση, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την ατιμωρησία αυτών των εγκλημάτων. «Όλα στη ζωή έχουν αρχή και τέλος, και ένα τίμημα. Και αν το τίμημα είναι η ίδια η ζωή δεν θέλω να το πληρώσουν άλλοι συνάδελφοί μου ούτε εγώ ο ίδιος».
Η περίπτωση του Μεξικού καθρεφτίζει στην ακρότητά της μια αναπόφευκτη συνέπεια από την έλλειψη ελευθερίας του Τύπου: ο φόβος που μπορεί να τον οδηγήσει τον δημοσιογράφο από την αυτολογοκρισία μέχρι την εξαγορά ή και την παραίτηση σημαίνει ότι δεν θα ελέγξει την εξουσία με τη αλήθεια. Και αυτό διαμορφώνει μια εξουσία ασύδοτη, που μόνο συμβατή με μια δημοκρατία δεν μπορεί να είναι.
Σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα, το 84% από τους δημοσιογράφους που σκοτώθηκαν το 2020 είχαν «στοχοποιηθεί σκοπίμως» για τη δουλειά τους, ενώ αυξήθηκε η στοχοποίηση δημοσιογράφων που ερευνούσαν το οργανωμένο έγκλημα, υποθέσεις διαφθοράς ή περιβαλλοντικά ζητήματα.
Ένας φίλος της Δάφνη Καρουάνα Γκαλίζια, ο Γκατάλτο, έκανε την ιστορία της βιβλίο για παιδιά, με τίτλο: «Ατρόμητη: Η Ιστορία της Δάφνη Καρουάνα Γκαλίζια». Όπως είπε στον «Guardian», η κληρονομιά της Γκαλίζια είναι κυρίως η συνειδητοποίηση πως «η δημοκρατία δεν διασφαλίζεται μόνο με την ψήφο. Πρέπει να αγωνίζεσαι γι’ αυτά που πιστεύεις».
Αν δηλαδή θέλουμε δημοκρατία, και όχι «παραμύθια γι’ αγρίους» που, σε αντίθεση με την «Ατρόμητη», μόνο διδακτικά δεν είναι.