– Ομάδες χτισμένες πάνω σε top-class εμπειρίες
Η ουσία ήταν ότι η δανέζικη ομάδα είχε ήδη προλάβει να αποκτήσει έναν ισχυρό χαρακτήρα από τη δεκαετία του ‘80, επιβάλλοντας την παρουσία της στο διεθνές στερέωμα χάρη σε μια φουρνιά από παίκτες που είχαν χτίσει μεγάλες καριέρες σε σημαντικές ομάδες του εξωτερικού. Ονόματα όπως των Άλαν Σίμονσεν (Γκλάντμπαχ, Μπαρτσελόνα), Σέρεν Λέρμπι (Άγιαξ, Μπάγερν Μονάχου), Γέσπερ Όλσεν (Άγιαξ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ), Φρανκ Άρνεσεν (Άγιαξ, Βαλένθια, Άντερλεχτ, Αϊντχόφεν), Μόρτεν Όλσεν (Άντερλεχτ, Κολονία), Πρέμπεν Έλκιερ (Βερόνα) και βέβαια Μίκαελ Λάουντρουπ (Λάτσιο, Γιουβέντους, Μπαρτσελόνα, Ρεάλ Μαδρίτης) έφτασαν να παίζουν σε τοπ ομάδες και λίγκες πριν από την εποχή Μποσμάν, δηλαδή με κλειστό αριθμό ξένων παικτών ανά σύλλογο (μέχρι 3).
Επόμενο ήταν όλοι μαζί να συγκροτήσουν μια ομάδα που σκορπούσε δέος, έστω κι αν δεν έφτασε στην κατάκτηση κάποιου τίτλου. Άφησε ωστόσο μια κληρονομιά για την επόμενη φουρνιά, που εκμεταλλεύτηκε το συνωμοτικό τάιμινγκ απελευθερώνοντας στο μάξιμουμ τις δικές της δυνατότητες. Είναι λοιπόν δύσκολο να αγνοήσει κανείς τη βελτίωση που εμφάνισαν σε αγωνιστικό ή/και τακτικό επίπεδο παίκτες όπως οι Χαριστέας, Βρύζας, Δέλλας, Τσιάρτας, Φύσσας, Γιαννακόπουλος, ακόμα και οι Ζαγοράκης και Καραγκούνης, από την εμπειρία να δουλέψουν στα κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα πριν το Euro 2004. Μπορείς μόνο να υποθέσεις ότι αν όλοι αυτοί έμεναν περιορισμένοι στα ελληνικά σύνορα, το θαύμα της Λισαβόνας δεν θα συνέβαινε ποτέ. Πάντως σίγουρα ξέρεις τι γινόταν τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν όλοι έπαιζαν στην Α’ Εθνική. Και εύκολα οδηγείσαι στο συμπέρασμα ότι δεν είναι ο εξελληνισμός των συλλόγων που κάνει καλό στην εθνική, όσο το να δουλεύουν οι παίκτες της εθνικής στο ψηλότερο δυνατό επίπεδο.
– Ρεαλιστές vs Αισθηματιών
Την ερχόμενη Τετάρτη (5 Μαρτίου) η Εθνική Ελλάδας υποδέχεται σε φιλικό αγώνα τη Νότια Κορέα, αντίπαλο που παραπέμπει στην Ιαπωνία, με την οποία θα παίξουμε στις 19 Ιουνίου στην πόλη Νατάλ, στον 2ο αγώνα μας για το Μουντιάλ του 2014. Την ίδια Τετάρτη οι Δανοί θα φιλοξενηθούν από τους Άγγλους στο Γουέμπλεϊ, απλά προετοιμάζοντας την ομάδα τους για την προκριματική φάση του Euro 2016, αφού έμειναν έξω από το Μουντιάλ, κυρίως λόγω μιας μεγαλειώδους γκέλας στα προκριματικά, το εντός έδρας 0-4 από την Αρμενία. Ακούγοντας κλασικές μεμψίμοιρες ατάκες, όπως ότι «δεν επενδύσαμε στον θρίαμβο του 2004», «η μεγάλη χαμένη ευκαιρία για το ελληνικό ποδόσφαιρο» κ.λπ, καταλαβαίνεις ότι η επιτυχία της ομάδας αυτής εδώ και 10 χρόνια εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως κάτι εξωτικό, ξένο προς την ψυχοσύνθεση του κόσμου εδώ.
Να που μπορεί να φανεί λίγο χρήσιμο το Ευροβαρόμετρο: οι Έλληνες, μαζί με τους Πορτογάλους και τους Ιταλούς δηλώνουν διαχρονικά ότι είναι λιγότερο ευχαριστημένοι γενικά από τη ζωή τους, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους -από τα μέλη της Ε.Ε. Στην κορυφή της λίστας, μακράν οι πιο ευχαριστημένοι, είναι εδώ και πάνω από 30 χρόνια οι Δανοί –πολύ πάνω από τους ακόμα πλουσιότερους γείτονές τους, Σουηδούς και Νορβηγούς. Μια μελέτη του εξειδικευμένου στην αθλητική κουλτούρα Πανεπιστημίου του Λέστερ (2006) ξεχώρισε τη σημασία ενός γεγονότος σαν την κατάκτηση του Euro του 1992, ως κρίσιμου συντελεστή στην απογείωση της γενικής αίσθησης ευφορίας στη χώρα σε ανεπανάληπτα επίπεδα. Αντίθετα, καμία τέτοια διαπίστωση δεν φάνηκε στην ελληνική περίπτωση, αφού αυτός ο «δείκτης ευτυχίας» πήγε προς τα κάτω ήδη από το 2005
.Δεν είναι ότι οι μεν είναι χαζοχαρούμενοι και οι δε κλαίνε τη μοίρα τους: είναι κυρίως ότι οι Δανοί, περισσότερο από όλους τους Ευρωπαίους, απαντούν ότι περιμένουν την εκάστοτε χρονιά που πρόκειται να ακολουθήσει να είναι «Ίδια» με την προηγούμενη. Αντίθετα οι Έλληνες (μαζί με τους Ιταλούς), πιο πολύ από όλους τους άλλους αγνοούν αυτή τη βαρετή, ωστόσο ρεαλιστική απάντηση, επιλέγοντας είτε το «Καλύτερη» είτε (συνήθως πλέον) το «Χειρότερη» από την προηγούμενη, δημιουργώντας είτε θετικές είτε αρνητικές, πάντως έτσι κι αλλιώς προσδοκίες, που συνήθως δεν επιβεβαιώνονται στην πραγματικότητα. Έτσι και μια ρεαλιστική ομάδα όπως η Εθνική Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, αν και τόσο πετυχημένη, ακόμα αναζητά μια βάση πραγματικών φίλων, που ούτε πρόκειται να βρει ποτέ, κάτι που η δανέζικη, περισσότερο από όλες ίσως στον κόσμο, έχει εξασφαλίσει βρέξει-χιονίσει.