popaganda_sleepy_hollow

Το περασμένο καλοκαίρι, στο Χόλιγουντ έγινε κάτι το συναρπαστικό: φιλόδοξες μπλοκμπαστεριές μεσαιομέγαλου βεληνεκούς έτρωγαν τα μούτρα τους η μία πίσω απ’ την άλλη, θεριά-παραγωγές καταβαραθρώνονταν στα τριήμερα των ανοιγμάτων τους, κι επαΐοντες σαν τον Σπήλμπεργκ και τον Λούκας τα έβαφαν μαύρα.

Όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, το γονάτισμα του Χόλιγουντ ξεκίνησε όταν, πριν καμιά πενταετία τουλάχιστον, ανέλαβαν οι λογιστές. Οι οποίοι, διορατικοί άνθρωποι καθώς είναι, αποφάσισαν ότι το πρωτότυπο υλικό -η δημιουργική σκέψη, αν προτιμάς- ενέχει περισσότερο ρίσκο απ’ όσο όφελος. Οπότε, τι πιο λογικό; Πρέπει να βγάλουμε το ρίσκο απ’ την εξίσωση, για να εξασφαλίσουμε σταθερότητα.

Αποτέλεσμα; Την περασμένη καλοκαιρινή σαιζόν, το Pacific Rim (2013), project πάθους του Γκιγιέρμο ντελ Τορο, ήταν η μόνη μεγάλου προϋπολογισμού ταινία, που κατάφερε με χίλια ζόρια να βγει στις αίθουσες, χωρίς να είναι sequel, prequel, spinoff, ή μεταφορά κάποιας ήδη γνωστής (και άρα με προετοιμασμένο κοινό) πνευματικής “οντότητας”. Και με άλλα τόσα ζόρια, κατάφερε να είναι η μόνη original παραγωγή στο top 10 των διεθνών καλοκαιρινών ταμείων.

Η επί σειρά ετών διαμόρφωση αυτής της κατάστασης, ήταν που έσπρωξε τους εξόριστους του στουντιακού συστήματος να βρουν καταφύγιο στην αμερικανική τηλεόραση, και οδήγησε σε όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που βλέπουμε τις τελευταίες σαιζόν. Ταλαντούχους ανθρώπους, να παίρνουν ρίσκα και να σπρώχνουν παραπέρα τα όρια του αποδεκτού, επαναπροσδιορίζοντας τα συστατικά της επιτυχίας κι ανεβάζοντας τον πήχη στην πορεία.

Τι θα ’ταν πιο λογικό όμως, μετά απ’ αυτούς, να ακολουθήσουν και οι χιπ μπροστάρηδες των στουντιάδων; Αυτοί οι “καταστροφείς κόσμων”, που θα ‘λεγε κι ο Οπενχάιμερ, οι οποίοι μυρίζονται κατ’ αρχήν στην τεράστια διείσδυση που έχει το μέσο στο μέσο θεατή, την ιδανική πλατφόρμα να προετοιμάσουν το κοινό, να χτίσουν, ή να συντηρήσουν το πολυπόθητο awareness για το επόμενο υπερπροϊόν, βγάζοντας παράλληλα και κάνα φράγκο απ’ τα διαφημιστικά διαλείμματα!

Κάπου εδώ μπαίνει το The Agents of SHIELD, το οποίο όμως θα πιάσουμε άλλη φορά, να βγάλει και μερικά επεισόδια ακόμα, να δούμε πού το πάει. Γιατί εκτός από τα στουντιακά εμφυτεύματα όπως το παραπάνω, αξιοπρόσεχτα είναι και τα στουντιακά χούγια, τα δολωματικά τερτίπια των καναλιών, που ψάχνουν προϊόν να γεμίσουν τα slots τους, χωρίς να χάσουν και πολύ απ’ τον ύπνο τους στο στάδιο του development, ή τέλος πάντων να περιορίσουν τα κόστη στο ελάχιστο μέχρι να ξεκινήσει η σειρά.

Η κατάσταση στο Χόλιγουντ τα τελευταία χρόνια οδήγησε τους εξόριστους του στουντιακού συστήματος να βρουν καταφύγιο στην αμερικανική τηλεόραση και οδήγησε σε όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που βλέπουμε τις τελευταίες σαιζόν.

Αυτή η πείνα για ήδη δοκιμασμένο προϊόν, έχει κάνει βέβαια εμφάνιση με το The Killing και ύστερα με το The Bridge, τα σκανδιναβικά αστυνομικά που έγιναν αμερικανικά αντίγραφα, χωρίς να χαλάσουν ιδιαίτερα κανέναν. Στο κάτω-κάτω, τηλεοπτική σειρά ήταν, τηλεοπτική σειρά παρέμεινε.

Φέτος, όμως, έχουμε αυτό το Sleepy Hollow. Το οποίο, σε περίπτωση που δεν το έχεις τσεκάρει, αυτοπλασάρεται ως “μια σύγχρονη επαναδιήγηση του διηγήματος του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ, Ο Μύθος του Sleepy Hollow”. Με το οποίο, επίσης σε περίπτωση που δεν το έχεις τσεκάρει, δεν έχει απολύτως καμία σχέση.

Ένας πιτσιρικάς που δούλευε σε βιντεοκλάμπ στην πατρίδα του τον Καναδά, ο Φίλιπ Ίσκοβ, σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα έφτανε στο Χόλιγουντ, είχε ένα όραμα: μια σειρά για χρονοταξιδέματα, χωρίς τα geeky πράγματα που κάνουν το είδος δυσπρόσιτο για τη μάζα. Παράλληλα, κάποια στιγμή είδε και λάτρεψε Το Μύθο του Ακέφαλου Καβαλάρη (1999) του Τιμ Μπάρτον. Και σκέφτηκε να τα συνδυάσει, αλλά στη σύγχρονη εποχή, για να είναι πιο προσιτό στο σύγχρονο θεατή.

Κι έτσι, με το δίδυμο των Άλεξ Κούρτσμαν και Ρομπέρτο Όρτσι (ναι, οι άνθρωποι πίσω απ’ το φαινόμενο Lost) μαζί με τον Λεν Γουάιζμαν (των κινηματογραφικών Underworld), προέκυψε το φετινό μας Sleepy Hollow: ένα αλλόκοτο κράμα μεταφυσικής χρονοταξιδευτικής φαντασίας, μασονικής συνωμοσιολογίας κι αστυνομικού procedural, που απλώνει δυο-τρία διαφορετικά timelines στην πλοκή του, για να μπορέσει να βάλει σε σειρά τις κουλαμάρες των επεισοδίων του.

Στο οποίο, εντάξει, μπορείς να συγχωρέσεις την προσπάθειά του να γίνει το νέο Supernatural, βάζοντας διαόλια και τριζόλια στην καθημερινή πραγματικότητα, μιας και το Supernatural, όπως και να το κάνεις, άφησε ένα κενό. Μπορείς ακόμα και να πεις ότι, ωραία, καλή φάση και το μοντέλο των X-Files στο πρωταγωνιστικό τρίο, με τον χαρακτήρα που έχουν δει πολλά τα μάτια του (τύπου Μώλντερ), να προσπαθεί να ανοίξει και τα μάτια της σκεπτικίστριας παρτενέρ του (αλά Σκάλυ), ενώ την ίδια ώρα ένας δύσπιστος, αλλά πραγματιστής προϊστάμενος (φάση Σκίνερ), δεν θέλει πολλά-πολλά μαζί τους, αρκεί να κάνουν τη δουλειά.

Το Sleepy Hollow πλασάρεται ως μια σύγχρονη επαναδιήγηση του διηγήματος του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ, Ο Μύθος του Sleepy Hollow. Με το οποίο, όμως, δεν έχει απολύτως καμία σχέση.

Και γενικά, η σειρά δε σε χαλάει, μιας και όσο προχωράει στο στήσιμο της μυθολογίας της, δείχνει να βρίσκει τα πατήματά της, στο ελαφρώς ανώμαλο έδαφος που προκαλούσε σκαμπανεβάσματα στον πιλότο: πρώτα απ’ όλα το σενάριο φαίνεται να αναγνωρίζει, ότι τόσο το αλλόκοτο δίδυμο επιθεωρητών και φαντασματομαζωχτών, όσο και οι ίδιες οι περιπέτειές τους, πρέπει να περιοριστούν αρκετά απ’ την φιλήσυχη κοινότητα του Sleepy Hollow, για να μην αρχίζεις να απορείς, γιατί όλοι αυτοί οι ανυποψίαστοι τριγύρω, δεν τους κοιτάζουν όσο παράξενα θα τους κοίταζες κι εσύ ο θεατής.

Ύστερα, η καταγωγή του πρωταγωνιστή από μιαν άλλην εποχή, δίνει ωραίες ευκαιρίες στους σεναριογράφους να σχολιάσουν το πόσο έχει ξεστρατίσει η σύγχρονη Αμερική, απ’ αυτά που οι προπατέρες της είχαν οραματιστεί. Επιπλέον, το ίδιο το timeline κι οι σταδιακές του αποκαλύψεις για το πώς ο Τζορτζ Ουάσινγκτον έσωσε την Αμερική, όχι απλά στέλνοντας του Βρετανούς στο νησί τους, αλλά και τον ίδιο το διάολο στον αγύριστο, έχει από μόνο του μπόλικο ψαχνό. Άσε που οι δαίμονες μιλούν Ελληνικά!

Όμως, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν χρειαζόταν, ούτε το Sleepy Hollow στον τίτλο του, ούτε τον Ίκαμποντ Κρέην πρωταγωνιστή, ούτε την εξόφθαλμη καπήλευση μιας μυθολογίας με την οποία ελάχιστη σχέση έχει, για να στηθεί. Αυτή η ιδεολογική ανύψωση του προκάτ ως κράχτη, είναι η ανησυχητική. Γιατί, είπαμε, να έρχεται ταλέντο απ’ το Χόλιγουντ να κάνει στην TV όσα δεν μπορεί στο σινεμά. Αλλά να έρχεται να κάνει κι όσα κάνει στο σινεμά, απλά με λιγότερα λεφτά; Αυτό είναι άλλο παιχνίδι.