H Βασιλική Θάνου, η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ενός εκ των των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της Δικαστικής Εξουσίας, κατέθεσε μήνυση κατά του Σταύρου Τσακυράκη, Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, επειδή ο τελευταίος αποφάσισε να εκφράσει την άποψή του.
Για το νομικά αστήρικτο και το θεσμικά «διαστροφικό» της μήνυσης έχουν ήδη αποφανθεί οι μάστορες της νομικής τέχνης και δεν υπάρχει λόγος να επανέλθουμε. Όμως σε αυτό που αξίζει κανείς να μείνει είναι το πέρα του νομικού πεδίου.
Το γεγονός ότι η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου καταθέτει μήνυση κατά ενός Καθηγητή Πανεπιστημίου για όσα έγραψε πριν από οκτώ μήνες σε ένα επικριτικό προς το πρόσωπό της κείμενό του, το οποίο αποτελεί νόμιμη άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας του λόγου, δείχνει μία παλαιάς κοπής «πολιτικοποίηση» της λειτουργίας των θεσμών. Οι θεσμοί του ελληνικού κράτους δεν λειτούργησαν ποτέ στο επίπεδο της Μεγάλης Βρετανίας ή των ΗΠΑ. Όμως, κατέκτησαν μέσα στα χρόνια μία πλατειά λαϊκή νομιμοποίηση και ένα συχνά υποτιμώμενο μίνιμουμ εύρυθμης λειτουργίας. Αυτό ακριβώς το κεκτημένο δείχνει σήμερα να απειλείται και από την ακατανόητη ακόμα μήνυση της κ. Θάνου.
Εκτός από την υποβάθμιση των θεσμών, η προσφυγή της Προέδρου του Αρείου Πάγου στη Δικαιοσύνη εγείρει και ένα ουσιαστικό ζήτημα: αυτό του δημόσιου διαλόγου. Καταρχάς, όποιος είναι πεπαιδευμένος με το πνεύμα του δικαίου, ξέρει ότι η προσφυγή στη Δικαιοσύνη θέλει μετριοπάθεια, γίνεται με «ρέγουλα» και όχι για «ψύλλου πήδημα». Το δίκαιο είναι αγαθό και όχι εργαλείο και η προσφυγή στους μηχανισμούς απονομής του δεν μπορεί να γίνεται για σκοπούς που ξεπερνούν εκείνους της Δικαιοσύνης. ‘Ολα αυτά θα περίμενε κανείς να τύχουν απόλυτου σεβασμού από ανθρώπους με υψηλή νομική παιδεία, οι οποίοι μάλιστα συμμετέχουν στα τεκτενόμενα της δημόσιας ζωής, η οποία αναπόφευκτα φέρει τη δημόσια κριτική. Στην περίπτωσή μας, αυτό δεν συνέβη με την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου.
Όμως η μήνυση κατά του κ. Τσακυράκη δεν είναι άξια κριτικής επειδή παραβίασε τους παραπάνω κανόνες κοινωνικής και πολιτικής ηθικής. Πρέπει να απορριφθεί στις συνειδήσεις μας, για ένα και μόνο λόγο: στρέφεται κατά μίας άποψης με την οποία η κ. Θάνου απλώς διαφωνεί. Με παράλληλη «εργαλιοποίηση» του αξιώματος που κατέχει. Η θέση των 14 Συνταγματολόγων, που υποστηρίζουν ότι το κείμενο του κ. Τσακυράκη αποτέλεσε περίπτωση νόμιμης άσκησης κριτικής, καταρρίπτει την θέση της κ. Θάνου ότι τα όσα υποστήριξε ο Συνταγματολόγος αποτέλεσαν «περιφρόνηση και μείωση της τιμής και της υπόληψης» της ή «μείωση του κύρους του αξιώματος της Προέδρου του Αρείου Πάγου».
Το ερώτημα είναι: Η κ. Θάνου δεν γνώριζε το νομικά αστήρικτο της μήνυσής της όταν την κατέθετε; Και ακόμη: Γιατί την κατέθεσε επτά και πλέον μήνες μετά την έκφραση κριτικής από τον κ. Τσακυράκη; Το αξίωμα της κ. Θάνου δεν συγχωρεί άγνοια ως προς το πρώτο ερώτημα, ενώ το δεύτερο θέτει αμφιβολίες ως προς τα κίνητρα κατάθεσης της μήνυσης. Οκτώ μήνες είναι αρκετοί για έναν ανώτατο δικαστικό λειτουργό να «σταθμίσει» με νηφαλιότητα τη στάση που θα κρατήσει απέναντι σε μία απλώς επικριτική άποψη που έχει εκφραστεί σε βάρος του. Αυτή ακριβώς η νηφαλιότητα είναι που γεννά ερωτηματικά για τα βουλητικά αίτια της κατάθεσης της μήνυσης.
Η μήνυση της κ. Θάνου πρέπει να απορριφθεί στις συνειδήσεις μας, για ένα και μόνο λόγο: στρέφεται κατά μίας άποψης με την οποία η κ. Θάνου απλώς διαφωνεί. Με παράλληλη «εργαλιοποίηση» του αξιώματος που κατέχει.
Τα παραπάνω οδηγούν στο τελευταίο ζήτημα που θα θίξουμε, εκείνο της ποιότητας του δημοσίου διαλόγου. Φαίνεται ότι τον τελευταίο καιρό πολλοί παράγοντες και πρόσωπα της δημόσιας ζωής βλέπουν παντού «εχθρούς». Νομισματοκοπεία, σκυλιά που ουρλιάζουν, κέντρα συμφερόντων, πόσοι και πόσοι ακόμα όροι και συμπεριφορές για να περιγράψει κανείς το χαμηλό επίπεδο της δημόσιας αντιπαράθεσης, στο οποίο η περίπτωση της μήνυσης αποτελεί σύμπτωμα μίας επαπειλούμενη θεσμικής κρίσης, την οποία, παρά την οξεία οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, αποφύγαμε και χάρη σε αυτό μένουμε ακόμα όρθιοι.
Δεν θα είχε και πολύ νόημα να εκφράσω την αλληλεγγύη μου προς τον Σταύρο Τσακυράκη. Δεν την χρειάζεται. Αντ’ αυτού, θα επιχειρήσω ένα «συνταγματικό κομπλιμέντο»: Η ειρωνία ήθελε το Σταύρο Τσακυράκη να δεχθεί μία μήνυση που πλήττει τους θεσμούς και τις ατομικές ελευθερίες, εκείνον που υποστήριξε αμφότερα με το περίσσιο πάθος στο ελληνικό πανεπιστήμιο.