Ζούσε μόνη σε ένα χωριό μακριά από την πόλη…πολύ μακριά…τον χειμώνα όταν έκανε πολύ κρύο και ουρανός ήταν ξάστερος, καθόταν κάτω από ένα δέντρο και έβλεπε από μακριά τα φωτάκια της πόλης . Έκλεινε τα μάτια της και σκεφτόταν τι περίεργο πράμα είναι τούτη η γη,  μια ολοστρόγγυλη, μια ολόφωτη μπάλα, με δάση, ποτάμια, πόλεις, χωριά, λογής-λογής ανθρώπους, καλούς, κακούς, βλάκες έξυπνους, όμορφους, άσχημους και γύρω γύρω νερό, πολύ νερό που κρατούσε όλο αυτό τον κόσμο φυλακισμένο…Δεν της άρεσε ποτέ το νερό. Ούτε κατέβηκε ποτέ στον γιαλό, ούτε μπήκε ποτέ σε καράβι.  

Σπάνια συναντούσε άλλους το διάβα της, ανθρώπους δεν έβλεπε πολλούς, και αν τύχαινε κανείς να διασταυρώσει τον δρόμο της, εκείνη κρυβόταν πίσω από φυλλωσιές μέχρι να φύγει, να εξαφανιστεί από το δικό της χώρο. Ένιωθε ότι ο γύρω κόσμος ήταν δικός της, γνώριμος, ήξερε κάθε πέτρα, κάθε λιβάδι, κάθε δέντρο του δάσους, νομάτιζε τις ξερολιθιές, μετρούσε τα άστρα, έψαχνε τον Ωρίωνα, την Κασσιόπεια και τον Αλδεβαράν και το μυαλό της ταξίδευε, μια στην Αίγυπτο, μια στη μακρινή Περσία. Ονειροπόλα ήταν πάντα στη ζωή της.

Κάποτε, πριν χρόνια, πριν αγριέψει και γίνει ένα με τη φύση, πλησίασε το σπίτι ενός γέρου παππού που κάπνιζε την πίπα του ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι καμωμένο από ξερά φύλλα τσαγιού. Δεν την πήρε είδηση ότι μπήκε στο σπίτι. Κρύφτηκε σε μια γωνιά του δωματίου και τον άκουγε να λέει ιστορίες, για αστέρια, για καφέ νάνους και κόκκινους γίγαντες, για τον κοντινό γαλαξία, για τους μακρινούς πλανήτες. Τον παππού τριγύριζαν κάτι περίεργοι τύποι, κάθονταν καταγής με κάτι πολύχρωμα σαλβάρια με πόδια σταυρωμένα και έλεγαν γρίφους για να περνά η ώρα. Μόνο όταν έδυε ο ήλιος λυνόταν η γλώσσα τους. Και μίλαγαν και έλεγαν ακαταλαβίστικα πράματα…στην παρέα ήταν και ένα μικρό παιδί. Αυτή τον έβλεπε, κρυμμένη πίσω από την πόρτα. Μια στιγμή άκουσε τον γέρο παππού να λέει στο παιδάκι.

-Να μη φοβάσαι τίποτα στη ζωή σου πάρα μόνο το νερό, του λέει. Να φοβάσαι όμως όλα τα νερά, τη βροχή, τις ρεματιές, τους γιαλούς, τ’ ακρογιάλια, και προπάντων τη θάλασσα  όταν αυτή κλέβει αδιάντροπα τα χρώματα του ήλιου.

Τι περίεργο πράμα οι άνθρωποι να φοβούνται το νερό, σκέφτηκε ενώ απομακρυνόταν μέσα στη νύχτα…μόνο τα μάτια της έλαμπαν στο βαθύ σκοτάδι. Αν οι άνθρωποι φοβούνται το νερό δεν μπορούν ποτέ να ταξιδέψουν, δεν μπορούν ποτέ να φύγουν από τη γη τους. Εκείνη δεν είχε καμία όρεξη ούτε να φύγει από τη γη της, ούτε να ταξιδέψει, εξάλλου ούτε και σε αυτήν άρεσε το νερό, πόσο μάλλον η φουρτουνιασμένη θάλασσα. Χαμογέλασε και  τράβηξε για τα λημέρια της, κούρνιασε και αποκοιμήθηκε.

Πέρασαν τα χρόνια, με δυσκολία  σκαρφάλωνε πια στις πλαγιές, όρεξη για περιπέτειες σίγουρα δεν είχε. Της ήταν αρκετή η θέα της πόλης από μακριά, οι αστραπές που άνοιγαν και φώτιζαν τον ορίζοντα… Η κάθε μέρα η κάθε νύχτα ήταν λίγο από τα ίδια, μέχρι ότου έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή της ένας μούργος από το Αδραμύτιον. Μαυριδερός, γεροδεμένος, νταβραντισμένος, αλώνιζε το χωριό, κάθε γωνιά, κάθε σπίτι, καβγάδες τιμής και πάθους, πληγές, αίματα…αλλά άραζε το σούρουπο σε μια ξεχασμένη μισογκρεμισμένη σκουριασμένη αποβάθρα μακριά από το λιμάνι.  Γύρω του κάμποσα καλάθια με μπλεγμένα δίχτυα, σαπιοσάνιδα, εκεί αυτός να βλέπει πέρα στον ορίζοντα που άστραφτε και βρόνταγε. Μόνος κατάμονος, αυτός και το Αδραμύτιον, και ανάμεσά τους τούτη η αναθεματισμένη,  η μαυριδερή κρύα θάλασσα. Φουρτουνιασμένη φρίκη.

Τον πήρε το μάτι της από μακριά και κάτι σάλταρε στη ψυχή της. Όμως η μπόχα του ψαριού και της θάλασσας την αποπήραν. Δεν είχε ξεχάσει τα λόγια του γέρου παππού. Μακριά από τη θάλασσα. Έλα όμως που ο μαυριδερός νεαρός από το Αδραμύτιον έμπαινε κι έβγαινε στα όνειρά της.

Δεν άντεξε μια μέρα και τον πλησίασε.

-Φεύγω της είπε, σαλπάρω θα έρθεις μαζί μου; Είναι πιο ωραία η απέναντι ακτή!

Κόμπιασε, και η θάλασσα; και τα μαύρα κύματα; Και οι νύχτες χωρίς φεγγάρι; Θα ανέβουμε στο καράβι; Και αν μας πιάσουν και μας ρίξουν στη θάλασσα…Οι καπετάνιοι δεν αγαπούν τις γάτες.

-Θα είσαι μαζί μου, μη φοβάσαι…

Είδε τα γαλάζια μάτια του, νιαούρισε και έτριψε τη μουσούδα της στη δικιά του….