«Η ανάγνωση ενός μυθιστορήματος», έγραψε η Virginia Woolf στο δοκίμιό της «Πώς διαβάζεται ένα βιβλίο» το 1925, «είναι μια δύσκολη και περίπλοκη τέχνη». Σήμερα που η ικανότητα της συγκέντρωσης έχει ατροφήσει από τη σπασμωδική επικοινωνία μέσω Διαδικτύου και η προσοχή εύκολα διασπάται από τον εθισμό με τα κινητά και τις ταμπλέτες, η ανάγνωση πολυσέλιδων βιβλίων είναι κάτι ακόμα δυσκολότερο.
Δεν είναι μόνο η δυσκολία να βρεις το χρόνο και την προσήλωση που χρειάζεται το βιβλίο. Οι προαιώνιοι σύμμαχοι του αναγνώστη, οι επαγγελματίες που κατά παράδοση πρόσφεραν καθοδήγηση σ’ εκείνους που πιάνουν βιβλία στα χέρια τους, εξαφανίζονται ραγδαία. Η ευρεία, περιεκτική συζήτηση γύρω από τους νέους τίτλους της λογοτεχνίας που παρείχαν αυτοί οι ειδικοί έχει εξανεμιστεί. Το διάβασμα που ήταν πάντα μια μοναχική υπόθεση τείνει ολοένα περισσότερο να γίνει απόλυτη ερημιά.
Πολλές αιτίες οδηγούν εκεί. Ας ξεκινήσουμε με τους εκδοτικούς οίκους: Οι συνολικές πωλήσεις βιβλίων φθίνουν τα τελευταία χρόνια, και μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2013 μειώθηκαν κατά 6%. Τα κέρδη όμως των εκδοτών παρέμειναν υψηλά: το ίδιο διάστημα μόνο ένας από τους «έξι μεγάλους» εμφάνισε μια μικρή πτώση. Αυτό οφείλεται στα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους που επιτρέπει το ηλεκτρονικό βιβλίο. Αλλά και στο γεγονός ότι οι εκδότες περιόρισαν τα έξοδά τους, ιδιαίτερα στο μεσαίο χώρο των νέων τίτλων.
Ο «μεσαίος χώρος» στο ιδίωμα της πιάτσας του βιβλίου είναι κάτι σαν τη μεσοαστική τάξη στην αμερικανική πολιτική. Είναι τίτλοι που δεν αναφέρονται ποτέ όταν βρίσκεσαι με «καλό κόσμο». Περιλαμβάνει όλους τους τίτλους που δεν είναι δυνάμει ευπώλητοι. Αυτός όμως είναι και ο χώρος απ’ όπου ξεπηδούν ενδιαφέροντα πράγματα στην παραγωγή του βιβλίου, εκεί που το άγνωστο και ασυνήθιστο μπορεί να αναδειχθεί, εκεί που χαράζουν το στίγμα τους οι νέοι συγγραφείς.
Τα κονδύλια κουρεύτηκαν με διάφορους τρόπους: Οι προκαταβολές σε συγγραφείς κατρακύλησαν στο μισό μετά την κρίση του 2008, εξαιρώντας τα πολύ μεγάλα ονόματα. Εξίσου περιορίστηκαν και τα έξοδα στην επιμέλεια και την προβολή των βιβλίων.
Τα ζόρια εξακολουθούν και μετά την κυκλοφορία του βιβλίου. Οι μειώσεις στις τιμές, όπου πρωταγωνιστεί η Amazon, έβαλαν λουκέτο στα μικρά βιβλιοπωλεία στερώντας από τους αναγνώστες τη σχέση με τον ενήμερο βιβλιοπώλη. Παρά τη μικρή αναζωπύρωση του τελευταίου καιρού, τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία μειώθηκαν στο μισό από το 1990 ως σήμερα, και οι αλυσίδες καταστημάτων που επιβιώνουν προσλαμβάνουν εντελώς ανειδίκευτο προσωπικό.
Η παρακμή των βιβλιοθηκών αφαιρεί άλλο ένα ζωτικό στήριγμα του αναγνώστη. Οι βιβλιοθηκάριοι, που ο μυθιστοριογράφος Richard Powers ονόμαζε «πρατήρια βενζίνης για το μυαλό», είναι κατά 100.000 λιγότεροι σ’ όλη την Αμερική ενώ στα δύο τρίτα των δημοσίων βιβλιοθηκών παρατηρούμε συρρικνωμένους προϋπολογισμούς.
Ύστερα έχουμε αυτό το σπάνιο πια είδος πτηνού, τον επαγγελματία βιβλιοκριτικό. Τα ένθετα βιβλίου σε μεγάλες εφημερίδες όπως οι Los Angeles Times και η Washington Post εξαφανίστηκαν. Το New York Times Book Review έχει τώρα το 1/3 των σελίδων στη δεκαετία του ’70. Ηλεκτρονικοί ιστότοποι όπως το Los Angeles Review of Books και το New Inquiry πασχίζουν να καλύψουν το κενό. Αλλά οι αμοιβές των συνεργατών δε θυμίζουν σε τίποτα τα σπουδαία έντυπα που υποκαθιστούν. Ο Cyril Connolly στη δεκαετία του ’50 περιέγραφε ειρωνικά τον κριτικό λογοτεχνίας ως έναν «εργαζόμενο με πλήρες ωράριο που αμείβεται με μισό μισθό κάνοντας μια δουλειά όπου ξοδεύει τον καλύτερο εαυτό του για χάρη της μετριότητας των άλλων». Σήμερα είναι δουλειά μειωμένης απασχόλησης χωρίς καθόλου μισθό.
Η πολλαπλότητα των πηγών κριτικής αποτίμησης των βιβλίων έχει αντικατασταθεί με επιφωνήματα ή συνθηματολογικά αποφθέγματα από διαδικτυωμένους υπολογιστές […] Η αύξηση των sites που καταγίνονται με το βιβλίο είναι τερατώδης. Μόλις η Amazon αγόρασε το Goodreads μάθαμε ότι αυτό έχει είκοσι εκατομμύρια επισκέπτες. Αυτό άραγε είναι βήμα προόδου ή αντανάκλαση της νέας εξατομικευμένης κουλτούρας που μπορεί να αξιολογηθεί όπως η φιλία στο Facebook ή τα ραντεβού στο Match.com; Οπωσδήποτε η έκταση της συλλογικής γνώσης σε δεξαμενές αυτού του μεγέθους είναι ασυναγώνιστη. Προέρχεται όμως από αυτοπροτεινόμενους εθελοντές μη εγνωσμένου κύρους. Και, παρά το γεγονός ότι το δίκτυο έχει μεγάλη ευρύτητα, οι κατευθύνσεις υπαγορεύονται από στεγανά κυκλώματα φίλων. Αυτό οδηγεί σε ένα άλλο τυπικό διαδικτυακό σύμπτωμα: «καθρεφτίζονται» οι υπάρχουσες επιλογές αντί να αναδειχθεί οτιδήποτε καινούριο.
Είναι πολλοί αυτοί που δε θα τα βάψουν μαύρα για τη μετατόπιση της παραδοσιακής λογοτεχνικής ελίτ, όπου κυριαρχούσαν μεσήλικες λευκοί με άνετη ζωή και συντηρητικά γούστα. Ο Jeff Bezos, C.E.O. της Amazon, προσπάθησε να επωφεληθεί από την κατάρρευση του παλιού συστήματος λανσάροντας το Kindle Direct. Το πρόγραμμα ηλεκτρονικής αυτοέκδοσης το οποίο υποσχόταν να φέρει «μια διαφορετική κουλτούρα στο βιβλίο» δίχως «εμπειρογνώμονες που ρίχνουν πόρτα μ’ ένα “λυπάμαι, δε λέει τίποτα”». Αλλά όταν εκφράζεις τη λύπη σου γιατί χάνονται οι ειδικοί, οι κάτοχοι κριτηρίων, δε σημαίνει ότι υπεραμύνεσαι των αυθαιρεσιών της προηγούμενης κατάστασης. Ούτε είναι ελιτίστικο να προτιμάς οι αξίες και οι εκφραστές της επαγγελματικής ιεραρχίας να γίνουν πιο αντιπροσωπευτικοί αντί να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της γης.
Στη μοναχική ακρογιαλιά που σεργιανίζει ο σύγχρονος αναγνώστης μπορεί ακόμα να συναντήσει τα χνάρια ενός συνοδοιπόρου. Θα ‘ναι τα χνάρια ενός συγγραφέα που χρειάζεται τον αναγνώστη όχι για να του αποφέρει ποσοστά αλλά για να δώσει νόημα στις λέξεις του. Όπως το διατύπωσε και ο John Cheever: «Δεν μπορώ να γράφω δίχως αναγνώστη. Είναι ακριβώς όπως το φιλί — δε γίνεται να το κάνεις μόνος σου.»
Υπάρχει όμως η ανησυχία ότι αυτός ο στερνός σύντροφος μπορεί να είναι έτοιμος να εγκαταλείψει το νησί. Καθώς δεν υπάρχουν προκαταβολές πια, το γράψιμο γίνεται κυρίως από ανθρώπους που δεν ζουν από αυτό: λόγιοι, πανεπιστημιακοί, διασημότητες κάθε είδους. Γι’ αυτούς ένα καλογυαλισμένο resumé ή η προώθηση ενός προϊόντος είναι συνήθως εξίσου σημαντικά με την ικανοποίηση του αναγνώστη.
Έπειτα έχουμε τους χομπίστες, αυτούς που θεωρούν το γράψιμο μια πράξη αυτοέκφρασης. Το Νοέμβρη που μας πέρασε στα πλαίσια του National Novel Writing Month (Nanowrimo) ζητήθηκε από τους 300.000 συμμετέχοντες να γράψουν ένα μυθιστόρημα σε 30 μέρες. Μόνο ένας στριμμένος θα αμφισβητούσε το δικαίωμα του πλήθους να καταπιαστεί με τη «συγγραφή», να αναδείξει το δημιουργικό του εαυτό. Αυτοί όμως οι ευγενείς πόθοι δε βοηθούν ιδιαιτέρως τον αναγνώστη. Απεναντίας, επειδή επαυξάνουν την εξωφρενική παραγωγικότητα σε νέους τίτλους (πάνω από 300.000 το 2012), δυσκολεύουν έτι περαιτέρω την κατάσταση.
Απέναντι στη ζαλιστική πληθώρα των επιλογών και με τη λιγοστή βοήθεια από την πλευρά των ειδικών, οι σημερινοί αγοραστές αποφασίζουν να παίξουν σίγουρα χαρτιά, θέλοντας να ενωθούν με τα μεγάλα πλήθη του κοινού των blockbusters ή με τους ολιγάριθμους οπαδούς μιας πλούσιας ποικιλίας εξειδικευμένων συγγραμμάτων. Σ’ αυτό το σταυροδρόμι το πειραματικό εκδοτικό εργαστήριο του «μεσαίου χώρου» έχει εγκαταλειφθεί.
Με μάγεψε αυτό το άρθρο του Αμερικανού εκδότη (OR Books) και διανοούμενου όπως με μαγεύουν γενικά οι Αμερικανοί στοχαστές που όταν είναι δυνατοί και καθαροί κάνουν τους Γάλλους «ομόλογούς» τους να μοιάζουν με φαφλατάδες.
Στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι ακόμα έτσι, είμαστε πίσω και διατηρούμε παλιές πολυτέλειες. Αν και συχνά σκέφτομαι, βλέποντας τα χρυσά καλαμπόκια που ψήνονται στην παλιά φουφού Ερμού και Βουλής, μήπως αυτά είναι παιδάκια της Monsanto και όχι του κάμπου της Ανδραβίδας. Στο φειδωλό φως της αγαπημένης Βιβλιοθήκης με την οποία συγκατοικώ από το 1979 άνοιξα την Britannica (έκδοση 1975) στο λήμμα Arts, Criticism of και διάβασα αυτό: «Η ποίηση, στον καιρό μας, έχει χάσει τη σπουδαιότητά της στο δυτικό πολιτισμό. Οι δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου ρέουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις σε διαφορετικές εποχές».
Άκουσα τον Naguib Mahfouz σ’ ένα πρόγραμμα του 1999 στο κανάλι της ΒΟΥΛΗΣ να λέει ότι μετά τον Camus και τον Sartre δε βγήκαν στην Ευρώπη και στην Αμερική, τις γνωστές παλιές κοιτίδες της πεζογραφίας, συγγραφείς που η επιρροή τους να είναι τόσο μεγάλη ώστε να γνωρίζουμε το έργο τους δίχως να το διαβάσουμε. Τι ωραία παρατήρηση! Στη Λατινική Αμερική, σ’ άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου, είπε, εξακολουθεί να γράφεται τέτοια λογοτεχνία. Κι εδώ άλλωστε έχουμε το φαινόμενο Ζυράννα Ζατέλη με τρεις τόμους 700 σελίδων από το 1993 ως σήμερα, εν αναμονή του τέταρτου, και με εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες. Στα ελληνικά! Τα όμορφα ελληνικά που πίνουν νερό από τα πιο βαθιά ρυάκια της Αρκαδίας, εκείνης που πόθησε για πατρίδα ο Friedrich Schiller.
Τίποτε δε με ανησυχεί. Θεωρώ ότι η κινητικότητα είναι μέσα στη φύση της τέχνης. Το διάβασμα, η ανάγνωση, το βύθισμα στις ωραία παραταγμένες μυρμηγκοπορείες των γραμμάτων πάνω στη λευκή σελίδα έχει ακόμα πολλή ζωή. Βλέπω και εκλαϊκευμένα επιστημονικά άρθρα και παίρνω κι από κει αμπάριζα. Πιο πολύ όμως με στυλώνει μια ανάμνηση: θυμάμαι τα μάτια ανθρώπου καταδικασμένου σε θάνατο (και που το ήξερε) να σηκώνονται από το ανοιχτό βιβλίο, την Άννα Καρένινα σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου από τις εκδόσεις Άγρα (2010), και να περιέχουν τους μοσχοβίτικους δρόμους, τον Βρόνσκι, τον Καρένιν, την Κίτι, τον Λέβιν, τον Ομπλόνσκι, την Άννα και άφατη γαλήνη.