Ο, τι ισχύει για τίς Πανελλαδικές Εξετάσεις, ισχύει και για τίς αυριανές εκλογές. Όσοι τελικώς θελήσουν να συμμετάσχουν σε αυτές, θα πρέπει προηγουμένως να επιλέξουν «κατεύθυνση».
Όπως και στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, έτσι και σε αυτές τίς Εθνικές Εκλογές έχουν πέντε επιλογές.
Η επιλογή δεν είναι εύκολη. Ίσως μάλιστα ο βαθμός της δυσκολίας της να συντελέσει στην αύξηση του ποσοστού όσων επιλέξουν τελικά την αποχή ακριβώς επειδή δε θα έχουν βρεί εν τω μεταξύ το λόγο και τα κριτήρια για να συμμετάσχουν σε έναν ανταγωνισμό χωρίς καθαρό και πραγματικό διακύβευμα συμμετοχής.
Η απουσία άλλωστε ενός ουσιαστικού στρατηγικού διακυβεύματος περί την ακολουθητέα πολιτική της επόμενης ημέρας είναι που καθιστά ατελέσφορες τίς προσπάθειες να μεταγγισθεί στις φλέβες της κοινωνικής καθημερινότητας η πόλωση που άλλοτε επέτρεπε στούς διεκδικητές της εξουσίας να συσπειρώνουν τίς εκλογικές τους βάσεις: με πολυσυλλεκτικότερο τρόπο στα τριάντα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Με ταξικότερο τρόπο στα χρόνια της σύγκρουσης των μνημονιακών με τίς αντιμνημονιακές δυνάμεις. Με συναισθηματική ένταση που σήμερα δε φαίνεται να υπάρχει μιάς και το εκλογικό σώμα, κεραυνοβολημένο από τίς εξελίξεις, έχει πάψει πλέον να ταλαντεύεται ανάμεσα στο «θυμό» και το «φόβο» που φόρτιζαν τίς εκλογές του 2012.
Χωρίς «ελπίδα» για μία ανατρεπτική πολιτική αλλαγή αλλά ούτε ανησυχία μπροστά στον κίνδυνο ενός επικείμενου Grexit, το μόνο πιεστικό δίλημμα που τίθεται είναι αυτό που θα καθορίσει την τελική ισορροπία μεταξύ της «τιμωρητικής ψήφου» εναντίον του συνόλου του κομματικού συστήματος και της «χρήσιμης ψήφου» υπέρ των κομμάτων από τίς επιδόσεις των οποίων θα εξαρτηθεί η σύνθεση του συνασπισμού εξουσίας την επαύριο των εκλογών.
Στην πρώτη επενδύουν όσα κόμματα πάνε κόντρα στο «μνημονιακό μονόδρομο» απευθυνόμενα σε αυτούς που ούτε τη διαφορά μεταξύ «παλιού» και «νέου» αναγνωρίζουν, ούτε φώς στο βάθος της οικονομικής κρίσης βλέπουν. Στα μάτια τους η Χρυσή Αυγή μπορεί να ποζάρει ως η πλέον «αντισυστημική» δύναμη, αν και η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη δολοφονία του Φύσα σίγουρα θα αποτρέψει τους αριστερόστροφους αγανακτισμένους με τούς συμβιβασμούς του ΣΥΡΙΖΑ νέους να διακινδυνεύσουν μία «παρά φύση» πολιτική μετακίνηση που θα ενισχύσει τις πιθανότητες της ελληνικής ακροδεξιάς να αναγορευθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση σε δεύτερη φάση.
Στον αντίποδα, η Λαϊκή Ενότητα του Παναγιώτη Λαφαζάνη και της Ζωής Κωνσταντοπούλου θα μπορούσε ίσως να ελπίζει σε κάτι καλύτερο, αν η δυναμική της «δεύτερης ευκαιρίας » για το ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα δεν μπορέσει τελικά να αναστρέψει τη φυγή των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του Ιανουρίου είτε πρός την αποχή είτε πρός κάποιο από τα άλλα μικρότερα «συστημικά» κόμματα. Πολύ δε περισσότερο που ο Βασίλης Λεβέντης με την Ένωση των Κεντρώων μπορεί να προσφέρει το προσωρινό καταφύγιο που αναζητούν όσοι μεταξύ «τιμωρητικής» και «χρήσιμης» ψήφου προτιμήσουν να εκτονώσουν τον πολιτικό τους κλαυσίγελω με μία ψήφο γελοιοποίησης του αντιπροσωπευτικού συστήματος.
Για το μόνο που θα μπορούσα να στοιχηματίσω είναι ότι η επόμενη ημέρα θα αποτελέσει σίγουρα η πρώτη μίας νέας εποχής.
Μένει να φανεί κατά πόσο το ΚΚΕ θα πετύχει την επιβράβευση της σταθερότητάς του απέναντι και σε αυτούς που προβάλουν ως σωτήρια πανάκεια την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και σε αυτούς που πήραν στα σοβαρά τίς «αντιμνημονιακές» δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε κάθε πάντως περίπτωση η αντιευρωπαική δεξαμενή, της οποίας η χωρητικότητα αυξήθηκε τους τελευταίους μήνες, είναι πλέον αρκετά μεγάλη για να τροφοδοτήσει τα ποσοστά των εκτός ανταγωνισμού εξουσίας διαγωνιζομένων κομμάτων.
Αυτό, βεβαίως, δε σημαίνει ότι ο συναισθηματισμός θα λείψει από τίς εκλογές της Κυριακής. Αντιθέτως ίσως να είναι και πάλι αυτός που θα κάνει τη διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόμματος ευνοώντας το ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθεια του να «διορθώσει τα λάθη του» και να τηρήσει αυτή τη φορά τις υποσχέσεις του περί πάταξης της διαφθοράς και άμβλυνσης των κοινωνικών επιπτώσεων της ακραίας λιτότητας του 3ου μνημονίου. Το γυναικείο τμήμα του πληθυσμού, παρά τίς αγωνίες της επιβίωσης, είναι άλλωστε πιο ευεπίφορο στις θυμικές αντιδράσεις που προκαλεί η αντιπαράθεση του νεαρότερου Τσίπρα με τον συναινετικότερο αλλά παλαιότερο Μεϊμαράκη. Αν η εμπειρία του λειτουργεί πιο καθησυχαστικά στον ανδρικό πληθυσμό καί τίς παραγωγικές ηλικίες, δεν παύει να προβληματίζει τους ψηφοφόρους του λεγόμενου μεσαίου χώρου που, ναι μέν δε θέλουν να ρισκάρουν νέες περιπέτειες, αλλά δεν είναι σίγουροι ότι με το ΣΥΡΙΖΑ εκτός του νυμφώνος της διακυβέρνησης η πολιτική σταθερότητα θα είναι πιο διασφαλισμένη.
Πράγμα που δεν αποκλείεται να ωθήσει κρίσιμες μάζες μετακινούμενων ψηφοφόρων στην αναζήτηση της «ασφαλούς ψήφου » υπέρ κάποιου από τα μικρότερα κόμματα που έχουν δηλώσει πρόθυμα να συνεργασθούν με οποιονδήποτε αποσπάσει την εκλογική νίκη.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ φαίνεται να υπερτερεί του Ποταμιού ευνοούμενη από την αλλαγή στην ηγεσία της και τη νοσταλγική επανάκαμψη μέρους των προσχωρησάντων στο ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόρων του. Όμως και των δύο οι εκλογικές αντοχές δοκιμάζονται από τίς αντίρροπες πιέσεις που θα ασκήσουν οι δυνάμεις που θα τις εγκαταλείψουν για να ενισχύσουν το ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα ώστε να γίνει «καθαρότερο» το μήνυμα της κάλπης.
Στην περίπτωση αυτή, η ισορροπία που θα διαμορφωθεί κατά την ανταλλαγή ψηφοφόρων μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων κομμάτων, αφενός ενδέχεται να ανεβάσει το άθροισμα του νέο- δικομματισμού, αφετέρου μπορεί να οδηγήσει σε ένα θρίλερ με επίδικο τη σειρά κατάταξης των μικρότερων κομμάτων.
Αντιθέτως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί και η πιθανότητα να αναπτυχθεί την τελευταία στιγμή μία δυναμική χαμηλώματος των ποσοστών των μεγαλύτερων κομμάτων ώστε να εξαναγκασθούν να συναινέσουν στο σχηματισμό μίας οικουμενικότερης μορφής κυβέρνησης.
Με αυτή την έννοια, η επιλογή του πεδίου ανταγωνισμού στο οποίο οι πολίτες θα θελήσουν, αν θελήσουν, να συμμετάσχουν ίσως αποδειχθεί ο κρισιμότερος παράγοντας που θα κάνει τη διαφορά της ετυμηγορίας της Κυριακής.
Για το μόνο που θα μπορούσα να στοιχηματίσω είναι ότι η επόμενη ημέρα θα αποτελέσει σίγουρα την πρώτη μίας νέας εποχής.