Βλέπεις, ακριβώς επειδή ο θάνατος ήταν πάντα η διαρκής και η πιο αναμφισβήτητη πανδημία, οι άνθρωποι αποφάσισαν να βρουν τρόπους να τον αντιμετωπίσουν με το ισχυρότερο όπλο που είχαν στη διάθεσή τους: τις ιστορίες. Μέσα στις ιστορίες μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν, να φτιάξουν τον κόσμο από την αρχή ή να διορθώσουν τις πιο σκανδαλώδεις κακοτεχνίες του, μέσα στις ιστορίες μπορούσαν επιτέλους όλα να πάνε στο τέλος καλά. Ζώντας σε έναν κόσμο που δεν δημιούργησαν οι ίδιοι, ήταν τουλάχιστον σε θέση να δημιουργήσουν με τις ιστορίες τον δικό τους. Όταν λοιπόν άρχισαν να λένε ο ένας στον άλλο την ιστορία της Ανάστασης, συνειδητοποίησαν ότι κάτι συμβαίνει εδώ, ότι η συγκεκριμένη ιστορία ήρθε για να μείνει, κατάλαβαν ότι μέσα σε αυτήν ο θάνατος είχε πατηθεί με θάνατο, κατάλαβαν ότι μέσα σε αυτήν η φυσική πραγματικότητα του θανάτου συντριβόταν από την υπερβατική πραγματικότητα της ελπίδας για ζωή.
Γνωρίζουμε για τον Covid-19, πως όσο πιο νέος είσαι, όσο πιο υγιής, με όσο πιο ισχυρό ανοσοποιητικό και χωρίς κάποιο άλλο σοβαρό υποκείμενο νόσημα, τόσο πιο πολύ περνάει και δεν σε ζορίζει καν, γνωρίζουμε πως, αντίθετα, όσο δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις κι όσο μεγαλύτερη εγγύτητα έχεις λόγω ηλικίας με τον θάνατο «από φυσικά αίτια» ή από τη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας σου, τόσο πιο πιθανό στατιστικά είναι αν τον κολλήσεις να πεθάνεις. Πιθανόν να ακούγεται φρικτό και ως σχήμα λόγου και ως νόημα, αλλά ο συγκεκριμένος ιός λειτουργεί λίγο σαν μια υπενθύμιση του θανάτου, πως όσο κι αν έχει κατορθώσει η ιατρική επιστήμη και τα συστήματα υγείας να τον πηγαίνουν όλο και πιο μακριά, εκείνος θα ψάχνει άλλους δρόμους να διεκδικεί τα χαμένα του εδάφη.
Ίσως λοιπόν με τα πρωτόγνωρα μέτρα αντιμετώπισης της συγκεκριμένης πανδημίας να βρισκόμαστε ενώπιον τόσο μιας συνειδητής όσο και μιας μη συνειδητής αντίστασης της ανθρωπότητας απέναντι στον ίδιο τον θάνατο, απέναντι στην ύπαρξη του θανάτου, απέναντι στην πραγματικότητα του θανάτου. Όσο η ιατρική και οι συνθήκες ζωής συνέχιζαν να απωθούν χρονικά όλο και πιο πέρα τον θάνατο, έτσι και το μυαλό μας συνέχιζε να τον απωθεί όλο και βαθιά. Και ίσως, όσο αρχίσαμε σταδιακά να παρηγορούμαστε όλο και λιγότερο με ιστορίες υπερβατικής ελπίδας, όσο παύαμε σταδιακά να αντικρίζουμε τον θάνατο χωρίς να καίει μέσα μας η παραμικρή φλόγα προσδοκίας ότι δεν τελειώνουν όλα μαζί του, όσο σταδιακά σκοτεινιάζαμε μέσα μας αποδεχόμενοι ότι οι ιστορίες δεν ήταν παρά ιστορίες, ότι Ανάσταση ούτε έπαιξε ούτε θα παίξει, τόσο άρχισε να δημιουργείται μέσα μας ένα κενό, μια αμηχανία, μια απορία στο πώς θα μπορούσαμε να αντιπαρατεθούμε με τα δεδομένα που δημιουργεί, δεδομένα μη διαχειρίσιμα σε αυτό το κρύο, από ιστορίες Ανάστασης, σύμπαν.
Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι, ακόμη πιο καταλυτικά από το φως της Ανάστασης, το σκοτάδι του θανάτου μπορεί να νικηθεί από το φως της ζωής. Ότι ακόμη πιο καταλυτικά από την ελπίδα μιας μετά θάνατον και χωρίς άλλο θάνατο πια ζωής, είναι η προσπάθεια να βιωθεί η ζωή πριν τον θάνατο τόσο ολοκληρωτικά, ώστε να νιώθεις πως δεν υπάρχει κάτι άλλο που περίσσεψε, κάτι που έμεινε μισό, κάτι που κόβεται στην μέση. Όχι βέβαια επειδή θα έχεις πετύχει όσα ονειρεύτηκες, όχι βέβαια επειδή θα έχεις γίνει αυτό που ήθελες, όχι βέβαια επειδή δεν θα έχεις φάει τα μούτρα σου και την καρδιά σου και τα μούτρα και την καρδιά ανθρώπων που αγάπησες με όλους τους πιθανούς τρόπους. Όχι βέβαια επειδή θα έζησες όπως πρέπει. Ούτε καν επειδή θα έζησες όπως ήθελες. Αλλά επειδή τουλάχιστον θα έζησες ζωντανός. Επειδή τουλάχιστον θα είδες πολλές φορές τον ουρανό και τη θάλασσα, επειδή τουλάχιστον θα συναντήθηκες με τον έρωτα και την αγάπη και το δέσιμο, επειδή τουλάχιστον θα συγχώρεσες και θα συγχωρέθηκες, επειδή τουλάχιστον θα πήγες λίγο πιο πέρα από τον δρόμο σου, ακόμη κι αν δεν πήγες στα μέρη που θα μπορούσε αυτός να σε πάει, επειδή τουλάχιστον θα έζησες ζωντανός. Κι επειδή αυτό κανείς θάνατος δεν μπορεί να σου το πάρει πίσω.
Και αν η ανθρωπότητα το 2020 παρέλυσε για λίγο, για να μην επικρατήσει ο θάνατος απ’ τον ιό τον συγγενή με τον θάνατο, μπορεί σωστά να έκανε. Εκείνο που τρομάζει όμως, πέραν όλων των άλλων συνεπειών που φέρνει η παράλυση, είναι ότι παρέλυσε με έναν τρόπο που δεν δείχνει αγάπη για τη ζωή, αλλά μόνο φόβο για το θάνατο.