Όταν ένα φεστιβάλ περιλαμβάνει τέσσερις διαφορετικές σκηνές και πληθώρα ονομάτων, όλη η εβδομάδα που προηγείται καταλήγει να είναι ένας προγραμματισμός κινήσεων. Τι θα δούμε ολόκληρο, τι μισό, τι θα χάσουμε για να δούμε κάτι άλλο, πότε θα κάνουμε μια παύση για να πάρουμε μια ανάσα, με ποιους θα είμαστε σε κάθε εμφάνιση. Κοινός γνώμονας των παραπάνω: η ανυπομονησία. Μια ανυπομονησία που, δυστυχώς, παρά την καλή θέληση δε μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε το σετ των φίλτατων Afformance, λόγω του απαγορευτικού της ώρας έναρξης του σετ τους. Δεσμευόμαστε σύντομα να εξιλεωθούμε.
Πρώτη μπάντα του φεστιβάλ που μας βρίσκει μπροστά στη σκηνή της, οι Metz, οι οποίοι και αποτελούν την πιο εκστατική έναρξη που θα μπορούσε κανείς να ζητήσει. Κάτω από τον ήλιο, το ψυχωμένο noise rock τους, συνοδεία των πρώτων μπυρών της ημέρας, ακούγεται απολαυστικότατο, κάθε τσιρίδα του frontman Alex Edkins αρκεί για να ξυπνήσει όποιον δεν έχει μπει στο κλίμα του φεστιβάλ. Οι Sub Pop αναφορές στις πιο θορυβώδεις εκφάνσεις της εταιρείας –αναπόφευκτα θυμίζουν μέχρι και τις πιο χύμα στιγμές των Nirvana– κάτι παραπάνω από ευχάριστες, σχεδόν αναγκαίες για να παραχθεί η απαιτούμενη αδρεναλίνη. Λίγο πριν το τέλος της εμφάνισής τους, οδεύουμε στη Republic Stage για να απολαύσουμε τους Twilight Sad να δίνουν μια άκρως συναισθηματική εμφάνιση.
Πολλοί θεωρούν ότι η νύχτα θα τους πήγαινε καλύτερα, αλλά δεδομένης της αργής πτώσης του ήλιου και των σύννεφων που έλαμπαν στον ορίζοντα, θεωρώ το κλίμα ταιριαστό. Είχε τη δική του γοητεία, ανάλογη με αυτή των αρπισμάτων της σκωτσέζικης μπάντας που χρωστά τόσα πολλά στους Cure, ενώ ο τραγουδιστής James Graham φαντάζει ως μια χαμογελαστή και επικοινωνιακή βερσιόν του Ian Curtis (εντάξει, υπερβάλλω λίγο).
Μετά την ολική ψυχρολουσία των εκτελέσεων-«αγγαρειών» των αρχικών κομματιών των Iceage, το δίλημμα δεν άργησε να γίνει μονόδρομος: δεν ανεχόμαστε μπάντες που, ενώ τα μέλη τους είναι νεότερά μας, βαριούνται ελεεινά επί σκηνής και μας παραδίδουν βαριεστημένα ευνουχισμένες εκτελέσεις εκπληκτικών τραγουδιών. Οπότε βουρ στο Tunnel Stage για να παρακολουθήσουμε τους Dalhous. Blackest Ever Black, dark ambient με techno καταλήξεις και industrial υλικά, όλα τα προγνωστικά γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ τους. Και όντως, για τη μια ώρα που ακολούθησε, ο κόσμος σκοτείνιασε και τα πάντα πήραν μια μορφή άλλοτε επίπονα καθαρτική και άλλοτε στριφνά χορευτική. Με τις προβολές μασημένης βιντεοκασέτας να κοσμούν τον τοίχο πίσω τους, επέλεξαν αρχικά να αφοσιωθούν στην dark ambient πλευρά τους και να μας εισάγουν απαλά σε αυτόν τον (όχι και τόσο) θαυμαστό καινούριο κόσμο. Ηχοχρώματα βγαλμένα από τους εφιάλτες του David Lynch μας προθέρμαναν για τη μετάβαση στο μεσαίο μέρος της εμφάνισής τους η οποία είχε σαφώς περισσότερο χορευτικό χαρακτήρα (με μέτρο, όμως, καθώς η καλοπέραση στη μουσική τους δεν έχει ποτέ feelgood πρόσημο). Κατέληξαν να ακούγονται σαν τα πεσιμιστικά παιδιά της techno σκηνής του Detroit των αρχών των 90’s, αν αυτά, σε μια συμβολική «πατροκτονία», επέλεγαν να βγάλουν τις οποιεσδήποτε μελωδικές στιγμές και να τις αντικαταστήσουν με ψυχρούς βιομηχανικούς θορύβους από τα εργοστάσια αυτοκινήτων της περιοχής τους. Είχαν μάλιστα το ταλέντο να «δέσουν» τη συγκεκριμένη πρόοδο του σετ τους με την αρχή του με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ως η απόλυτα φυσική κατάληξη της μουσικής τους. Το τρίτο και τελευταίο μέρος πήρε μια μορφή περισσότερο industrial, θυμίζοντας μέχρι και τις λούπες των πρώιμων Allerseelen. Αν όχι η καλύτερη, σίγουρα η δεύτερη καλύτερη εμφάνιση του διημέρου και της χρονιάς ολόκληρης.
Μικρή παύση, γιατί το μεγάλο στοίχημα πρέπει να κριθεί με την παρουσία μας, έστω και αν αυτό σημαίνει πως χάνουμε τους Mudhoney. Και αυτό δεν είναι άλλο από το αν η Pharmakon είναι ένα εκκολαπτόμενο αστέρι ή μια καλλιτέχνις που απλά έπιασε τον άνεμο και την πήγε μακρύτερα απ’ όσο θα άξιζε εξαρχής. Μετά από μια μισάωρη καθυστέρηση, η μορφή της ξεπροβάλλει σκοτεινή μπροστά από τα κόκκινα φώτα, νεαρή και καλλωπισμένη. Ξεκινά να χτυπά ρυθμικά μια λαμαρίνα εντυπωσιάζοντας με τις εικασίες περί οργανικού power electronics, κάτι που σύντομα καταρρίπτεται όταν καταλαβαίνουμε πως απλά ηχογραφούσε μια λούπα. Στη συνέχεια θα επέστρεφε για να ξαναχτυπήσει τη λαμαρίνα εμβατηριακά, ξανά όμως για τις ανάγκες μια λούπας και θα ασχολούνταν ελάχιστα με τα πεταλάκια της, ίσα για να παράγει θόρυβο. Θα πηγαινοερχόταν στη σκηνή σαν αυτή να ήταν πασαρέλα, προσπαθώντας να κάνει τρομακτικούς θεατρινισμούς με τη φωνή της, η οποία θαβόταν σημαντικά σε σχέση με την εκνευριστική ένταση της μουσικής της. Και αυτό θα κράταγε περίπου είκοσι λεπτά. Κάποιοι την καταβρήκαν, θεμιτό και μπράβο τους. Ωστόσο, προσωπικά, μου έγινε αντιληπτό πως, αν δεν ήταν το φύλο της, το νεαρό της ηλικίας της και το αντιδιαμετρικό μεταξύ της μουσικής και της εμφάνισής της, δε θα άνοιγε κανένα απολύτως ρουθούνι. Και αυτό επειδή ούτε ενέργεια, ούτε πάνκικο τσαμπουκά, ούτε αληθινή απειλητικότητα έβγαλε, μόνο μια ντεμέκ «καλλιτεχνίζουσα» εκδοχή ενός ιδιώματος που πρέπει να προκαλεί σοκ, όχι να πασάρεται ως κάτι φρέσκο ενώ επί της ουσίας υφίσταται για πάνω από 30 χρόνια. Ήθελα να διαψευστώ και ανυπομονούσα για τη στιγμή που θα αναθεωρούσα σε σχέση με τους δίσκους της έχοντας δει την εμφάνισή της, αλλά τελικά οι καλές προθέσεις δεν αρκούσαν. Γιατί noise, death industrial και power electronics δε σημαίνει λούπες, θαμμένα φωνητικά, εικοσάλεπτες εμφανίσεις και ενοχλητικά ντεσιμπέλ, αλλά μια ηθική ενόχληση. Και, χωρίς διάθεση ελιτισμού, δεν έχω ξαναδεί κάτι τόσο «ηθικό» στο χώρο.
Αποφασίζουμε μέχρι την εμφάνιση του Squarepusher να φυλάξουμε δυνάμεις, οπότε οι Savages και …And You Will Know Us By The Trail Of Dead απολαμβάνονται καθιστικά. Οι μεν μπορεί να παίζουν σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, να μην είναι ό, τι πιο ιδιαίτερο έχει υπάρξει μουσικά στο post-punk revival, αλλά live ξέρουν τι να κάνουν. Πώς να ξεσηκώσουν το κοινό, πώς να επικοινωνήσουν μαζί του, πώς να κάνουν τις συνθέσεις τους να ακούγονται έτοιμες να δαγκώσουν. Και το κοινό φυσικά ανταποκρίνεται στο κάλεσμά τους και επιδίδεται σε διονυσιακές αντιδράσεις.
Οι δεύτεροι αποτελούν μια από τις κατεξοχήν τίμιες μπάντες του χώρου τους, αν και έχουν indie αφετηρία, αυτό που παίζουν επί σκηνής καταλήγει να είναι ένα μείγμα θορυβώδους και αεικίνητου rock ‘n’ roll που άλλες μπάντες πασχίζουν μάταια να αποκτήσουν. Μερίδιο των απογοητευμένων από τη νερουλή εμφάνιση των Horrors καταλήγουν στα λημέρια τους και, απ’ ότι φαίνεται, δεν το μετανιώνουν. Η αυλαία της πρώτης μέρας πέφτει με την άκρως χορευτική εμφάνιση του Squarepusher. Στον κόσμο της άκρως χορευτικής IDM του είναι δύσκολο να μην παρασυρθείς. Κάθε sample, κάθε beat του είναι προμελετημένο και επικίνδυνο, ακόμα και αν στο σύνολο του καταλήγει να ακούγεται πιο «χαρούμενο» από αντίστοιχους καλλιτέχνες του χώρου. Με τα πόδια μας να πονάνε, οδηγούμαστε στα κρεβάτια μας, καθώς αύριο μας περιμένουν οι πιο «βαριές» περιπτώσεις.
Η δεύτερη ημέρα ξεκινά με τις αιθέριες νότες του Perfume Genius κάτω από την ηλιόλουστη κεντρική σκηνή να εξευμενίζει την έντονη από την εμφάνιση του Squarepusher ατμόσφαιρα. Με χαλαρή διάθεση τον απολαμβάνουμε από απόσταση και αφηνόμαστε στις γλυκές του μελωδίες.
Το αποκεντρωμένο κοινό στο τέλος της εμφάνισής του αρχίζει να συσπειρώνεται για να δει τους Liturgy, τον πρώτο μεγάλο πόλο έλξης της ημέρας. Εκείνοι, εμφανώς υπό την επήρεια, πραγματοποιούν ένα τελευταίο soundcheck, το οποίο πάει πίσω το πρόγραμμα του φεστιβάλ κατά τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο. Και τα πράγματα μόλις ξεκινά το σετ τους δε δείχνουν και τόσο transcendental όσο υποτίθεται πως είναι η μουσική τους: τα ντραμς είναι εμφανώς πιο μπροστά απ’ όσο θα χρειαζόταν, οι κιθάρες ακούγονται υπερβολικά μπουκωμένες και η φωνή του Hendrix αποδεικνύει πόση δουλειά έχει πέσει στο στούντιο προκειμένου να ακούγεται μελωδικός. Πολύ κακή αρχή, η οποία δυστυχώς δημιουργεί άσχημους οιωνούς. Όμως αυτό δρα και σαν shock treatment για το ίδιο το συγκρότημα, καθώς στο δεύτερο κομμάτι τους, το «Follow» από τον τελευταίο τους δίσκο, τα πράγματα βελτιώνονται αισθητά, οι κιθάρες αποκτούν θάρρος, τα ντραμς παίζονται με σωστό νεύρο και τα φωνητικά χαμηλώνουν (καθώς ελάχιστα επρόκειτο να βελτιωθούν). Το τελετουργικό «rap» του «Kel Valhaal» διορθώνει αρκετά την υπάρχουσα κατάσταση και, μετά από δύο ακόμα κομμάτια, κλείνουν με το χιτάκι «Generation» από το Aesthetica. Σύντομη εμφάνιση, αλλά δεδομένων των προβλημάτων της ίδιας της μπάντας και της σαφούς ανοδικής ποιοτικής κλιμάκωσής της, τα πήγαν περίφημα. Όχι από τα highlights, αλλά σίγουρα μια ευχάριστη έκπληξη.
Έχει προηγηθεί η γνήσια –μακριά από revivals και λοιπές ρετρολαγνίες- old school εμφάνιση του Pharoahe Monch και το εκρηκτικό σετ των Thee Oh Sees. Ο ήλιος πέφτει, ο κόσμος μαζεύεται μπροστά στην κεντρική σκηνή, όπου και θα χρειαστεί να περιμένει με αρκετή καθυστέρηση την εμφάνιση των Electric Wizard. Το soundcheck τους τελειώνει και η εναρκτήρια σεκάνς του Exorcism του Jesus Franco αρχίζει να προβάλλεται, μέρος μια συρραφής από b-movies που θα διακοσμούσε το video wall για όσην ώρα οι Sabbathικοί μισάνθρωποι θα έπαιζαν. Και πιο κατάλληλη είσοδος από αυτή που έγινε με το «Witchcult Today» δεν μπορούσε να συμβεί. Η Liz Osbourne απουσιάζει λόγω ασθένειας, αλλά ακόμα και με μια κιθάρα ο όγκος τους δε χάνει ούτε ικμάδα. Η ψυχεδέλειά τους αμαυρώνει ό, τι πρέσβευαν (και εξακολουθούν να πρεσβεύουν) τα παιδιά των λουλουδιών, η «σατανολατρεία» τους καταλήγει πολύ πιο πιστευτή και μυστηριακή από οποιοδήποτε black metal συγκρότημα στηρίζει την καριέρα του σε πεντάλφες και ανάποδους σταυρούς. Το διάχυτο μίσος προς την ανθρωπότητα συνεχίζεται με κομμάτια όπως το «Black Mass», τη giallo απόχρωση του «Satanic Rites of Drugula», τον ύμνο στην κάνναβη και την ηχητική παραμόρφωση του «Dopethrone». Και αμέσως μετά ξεπροβάλλει ο απόλυτος ύμνος του ανθρώπινου μίσους: το «Return Trip» από το δεύτερό τους δίσκο. Το ξεσήκωμα και των λίγων ακίνητων θεατών ήταν αναπόφευκτο, ο ήχος αρτιότατος, η μπάντα σε πολύ καλή ημέρα (αν και περισσότερο αθλητικής φύσης, η συγκεκριμένη φράση ταιριάζει απόλυτα με τη live φύση των Wizard).
Κλείσιμο με τη δυάδα των «Chosen Few» και «Funeralopolis», όταν και το πρώτο και μοναδικό pit της βραδιάς έκανε την εμφάνισή του. Τώρα μπορεί κανείς να ρωτήσει πολύ εύκολα αν θεωρείται λογικό μια μπάντα σαν τους Wizard να μην παίζει τίποτα από τον τελευταίο της δίσκο ζωντανά. Πραγματικά θα έπρεπε να αναλωθώ σε άπειρες συζητήσεις καφενειακού επιπέδου σχετικά με τη διαφορά μια τέτοιας κίνησης από αυτούς και από τους Maiden ας πούμε. Να μιλήσω για το πόσο κατώτερος είναι ο τελευταίος τους δίσκος σε σύγκριση με την προηγούμενη δισκογραφία τους, οπότε ενδεχομένως να είναι και καλύτερη αυτή η επιλογή. Να προσπαθήσω να τους δικαιολογήσω σε περίπτωση που κάποιος το δει σαν ψέγμα σε σχέση με τη συνολική τους ποιότητα, λέγοντας πως ήταν σοφότερη κίνηση λαμβάνοντας υπόψιν τη φεστιβαλική φύση της εμφάνισής τους. Αλλά στο κάτω-κάτω, καμία σημασία δεν έχει, καθώς μέσα σε περίπου μια ώρα κατάφεραν να κάνουν την ίσως καλύτερη εν Ελλάδι εμφάνισή τους, σύντομη, περιεκτική και διαβολεμένα έντονη. Σε προσωπικό επίπεδο, αυτή ήταν η εμφάνιση του διημέρου και πιθανόν της χρονιάς, με τους Dalhous να πλησιάζουν σε απόσταση αναπνοής.
Για την εξωσωματική εμφάνιση του Andy Stott θα σας τα πει αναλυτικά σε δικό του άρθρο ο Γιώργος Μιχαλόπουλος, οπότε ξαναπιάνω το νήμα από τη Republic Stage για να παρακολουθήσουμε ένα ακόμα highlight του διημέρου, την ξέφρενη εμφάνιση των Cult of Youth. Το ηλεκτρισμένο –και όχι απόλυτα ηλεκτρικό- neofolk τους αποδεικνύεται επιθετικό και διασκεδαστικό επί σκηνής, όντας ταυτόχρονα σκοτεινό αλλά καθόλου εσωστρεφές. Κάπου στο κοινό τριγυρνά και ο King Dude για να τους απολαύσει κι αυτός ζωντανά. Και η αλήθεια είναι πως, παρ’ όλο που το μουσικό ύφος που πρεσβεύουν έχει τις βάσεις του στο darkwave και την ανάλογη ζοφερότητα, αυτοί καταφέρνουν να ακούγονται περισσότερο πάνκηδες παρά γότθοι ή ηθελημένα πανηγυρτζήδες. Ούτε Current 93, ούτε και Gogol Bordello, περισσότερο σαν Dropkick Murphys με μια περισσότερο punk προσέγγιση στη μουσική τους και καθόλου hardcore υπόβαθρο. Δε γνωρίζω αν έμεινε κανείς αδιάφορος ή παραπονεμένος από την εμφάνισή τους, τα χαμόγελα του κόσμου έδωσαν να καταλάβουμε ακριβώς αυτό: πως η αποστολή τους εξετελέσθη.
Κορύφωση του φεστιβάλ – τι άλλο; – η εμφάνιση των Mogwai, η οποία παρακολουθήθηκε από απόσταση. Το post rock τους με την ambient αισθητική του σίγουρα λειτουργεί ακόμα καλύτερα σε κάποιο κλειστό κλαμπ, με το κοινό τους να αφουγκράζεται καλύτερα τη μελαγχολία τους, αλλά ακόμα και στα φεστιβαλικά πλαίσια του Plissken δεν πτοούνται. Προσφέρουν απλόχερα τη συννεφιασμένη μουσική τους με τις μικρές αχτίδες χαρμολύπης, με έναν ήχο δυνατό και δικής τους κοπής. Μια ώρα και δέκα λεπτά αυθεντικού σκωτσέζικου ταμπεραμέντου που ενδείκνυται για ουρανοσκοπία και αποσκοπεί στο γλυκόπικρο συναίσθημα της κάθαρσης. Καθόλου άσχημα για κλείσιμο ενός κουραστικά γεμάτου αλλά ταυτόχρονα πλήρους από εμπειρίες και μουσική, διημέρου. Ανυπομονούμε για το roster του 2016.
Δείτε όλο το πλούσιο φωτορεπορτάζ από το #plissken2015 στη gallery που ακολουθεί.
Plisskën 2015: Ο Μεγάλος Απολογισμός