Η Ρέα Γαλανάκη, ανανεώτρια του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος, δηλώνει πως δεν είναι καθόλου αισιόδοξη για τα όσα έρχονται και προειδοποιεί ότι «υπάρχει ένας καταστρεπτικός αναθεωρητισμός της Ιστορίας». Επιπλέον, αναφέρεται στην παγκόσμια άνοδο των ακροδεξιών, ρατσιστικών οργανώσεων μέσω εκλογών στην ηγεσία δημοκρατικών κρατών, στις γυναικοκτονίες των τελευταίων χρόνων, στην καταστροφή του περιβάλλοντος, καθώς και στο τέλος της εποχής καθησυχασμού και ευφορίας για τη διάρκεια των δημοκρατικών κεκτημένων.

Και, φυσικά, μας μιλάει για τα μυστικά και τις ιδιαιτερότητες της λογοτεχνίας, της Τέχνης που ασκεί με θαυμαστή συνέπεια. Η συνέντευξη έγινε με αφορμή το μυθιστόρημά της «Εμμανουήλ και Αικατερίνη – Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» (εκδόσεις Καστανιώτη) που κυκλοφόρησε πρόσφατα. 

Κυρία Γαλανάκη, θεωρείστε -ομόθυμα- η κύρια ανανεώτρια του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος στις μέρες μας. Τι σας έκανε να στραφείτε σε αυτό το ιδιαίτερο είδος της μυθοπλασίας; Σας ευχαριστώ για αυτό το τόσο σπάνιο «ομόθυμα». Ίσως είναι έτσι, ίσως όχι, πάντως δεν  κάθισα να γράψω τον «Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά», που θεωρείται ορόσημο, με σκοπό την ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος. «Άκουγα» μόνο μέσα μου λογοτεχνικές φωνές που με είχαν αγγίξει, όπως του Κ. Καβάφη, του Γ. Σεφέρη, της Μ. Γιουρσενάρ, του Γκ. Γκ. Μάρκες, και πάρα πολλών άλλων. Στην ουσία το γράψιμό μας είναι, μπορεί να είναι, μια διασταύρωση της δικής μας ταπεινής φωνής με άλλες φωνές, γαλβανισμένες μες στον χρόνο και για τούτο ανοξείδωτες. Καλότυχη ή κακότυχη διασταύρωση, κανείς δεν ξέρει από πριν. Αλλά να σας πω κάτι; Όσο κι αν με τιμά, δεν με ενδιαφέρει κατά βάθος αν ανανέωσα ή όχι το ιστορικό μυθιστόρημα. Εγώ λογοτεχνία – κι όχι απλώς βιβλία – προσπαθώ να  γράψω.  Δεν έχω, άλλωστε, περιοριστεί μόνο στο ιστορικό μυθιστόρημα.

Στα περισσότερα από τα έργα σας, η μεγάλη Ιστορία είναι καταλυτικά παρούσα στη μικρή (αν και καθόλου αμελητέα) ιστορία των πρωταγωνιστών σας. Τα ιστορικά γεγονότα υπάρχει το ενδεχόμενο σε ένα μυθιστόρημα να έχουν περισσότερο ενδιαφέρον και να επισκιάσουν τις μικρότερες ιστορίες; Η λογοτεχνία, νομίζω, πρέπει να εστιάζεται αποκλειστικά στις ιστορίες ανθρώπων και οικογενειών. Θα το δώσω με μια εικόνα: ο εαυτός μας, αυτό το κεντρικό για τον καθένα μας σημείο στον χάρτη και στον χρόνο, κυκλώνεται, και επηρεάζεται από τρεις τουλάχιστον ομόκεντρους  κύκλους: την οικογένεια, την κοινωνία, την Ιστορία, με όσα όλα τούτα φέρουν ως γεγονότα, ως μύθους, ως μνήμη. Να διευκρινίσω όμως ότι δεν περιορίζω χρονικά την Ιστορία, θεωρώ ότι μπορεί να αγγίξει ακόμη και το ίδιο το παρόν μας, όπως π.χ. τώρα με την εισβολή στην Ουκρανία και τις συνέπειες που αφορούν τη ζωή όλων μας. Και πιστεύω ότι το ανθρώπινο δράμα σπάει το φράγμα του χρόνου, είναι και διαχρονικό και σε μεγάλο βαθμό υπερτοπικό. Ωστόσο ο συγγραφέας οφείλει να «πατά γερά» στα βαθιά θεμέλια της δικής του ρίζας, της δικής του γλώσσας, της δικής του εποχής για να αναστοχαστεί το παρελθόν και να προκύψει ένα κάπως έγκυρο το αποτέλεσμα.

Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το τελευταίο σας έργο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη – Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια»; Ποια ακριβώς ήταν η βαθύτερη πρόθεση, η ιδέα πίσω από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και ποια η φιλοδοξία σας μέσα από αυτό; Η αναζήτηση των «γνωστών-άγνωστων» γονέων μου, όπως είναι οι γονείς όλων μας πριν μας γεννήσουν. Τι τους είχε στοιχειώσει, τι τους διαμόρφωσε και τι αναγκαστικά μας μεταβίβασαν. Γιατί επαναστάτησα, και πώς, εκ των υστέρων, μοιράζεται το αναμεταξύ μας δίκιο. Για πολλούς λόγους ονομάζω την ιστορία τους «παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», ο κυριότερος ίσως είναι ότι στη λογοτεχνία η φαντασία, η εικασία, η ερμηνεία όχι μόνο δεν εξοστρακίζονται, αλλά συμπληρώνουν τα κενά και θεραπεύουν τις παλιές πληγές. Παραθέτω δύο σχετικές φράσεις μου από το οπισθόφυλλο: «Οι γονείς είναι ο ένας μόνο από τους πολλούς καθρέφτες της αυτογνωσίας μας» και «Η οικογένεια είναι ο βαθύς εκρηκτικός πυρήνας κάθε δράματος». Το θεωρώ σαν το βιβλίο της ηλικιακής και της συγγραφικής μου ωριμότητας. Φιλοδοξία μου ήταν να γίνει η δική μου αναζήτηση μια αναζήτηση του καθενός μας για την οικογενειακή του ιστορία, και χαίρομαι που ήδη έχει αγαπηθεί πάρα πολύ.

Τι είναι η λογοτεχνία για έναν συγγραφέα; Διέξοδος ή πηγή βασάνων; Μια μορφή απελευθέρωσης από την καθημερινότητα ή υποδούλωση στο ίδιο το έργο; Ποια είναι τελικά η σημασία της μυθοπλασίας ως τέχνης; Μακάρι να ήξερα τι ακριβώς είναι κάθε είδος τέχνης για τον δημιουργό του. Δεν θέλω να αραδιάζω λέξεις, λέω μόνο ότι συμβαίνει και κάποιοι γίνονται ζωγράφοι, κάποιοι μουσικοί, κάποιοι συγγραφείς και ούτω καθεξής. Με κοινά στοιχεία αλλά και με προσωπικές αποκλίσεις. Όλα που λέτε, και μυριάδες άλλα, υπάρχουν στη σχέση έργου και δημιουργού.

Η γραμμή που διαχωρίζει τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα είναι συχνά εξαιρετικά λεπτή. Ποιο είναι το διακύβευμα όταν γράφετε μια ιστορία; Μπορεί η λογοτεχνία να αποδειχτεί ένα επικίνδυνο παιχνίδι; Σε ένα έργο έντεχνου πεζού λόγου, και σε όλα τα είδη που γνωρίζουμε, υπάρχει πάντα μυθοπλασία, από σχεδόν αδιόρατη γύρω από μια ανθρώπινη ιστορία, μέχρι του να είναι αυτή το κυρίαρχο στοιχείο και να έχει «αλλάξει» την λεγόμενη πραγματικότητα, δηλαδή τόπο, χρόνο, ονόματα κλπ. Και τούτο επειδή δεν υπάρχει λογοτεχνία χωρίς την προσωπική ματιά και προσωπική γλωσσική διατύπωση ενός εκάστου δημιουργού. Τη διαχωριστική γραμμή περισσότερο τη βάζει ο αναγνώστης. Ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί να γίνει επικίνδυνο για τον δημιουργό του, έως και μοιραίο, αν οι αναγνώστες είναι φανατικοί σε θέματα θρησκείας, παράδοσης, οικογένειας και άλλα τέτοια. Ας μην ξεχνάμε την πρόσφατη επίθεση με μαχαίρι στον Ρούσντι, την παλιότερη στον Μαχφούζ, τα όσα τράβηξε ο Καζαντζάκης τότε από την οικογένεια του Ζορμπά και συνεχίζει εν μέρει να τραβά από την Εκκλησία.

Πώς ξεκίνησε για εσάς η λογοτεχνική περιπέτεια; Υπάρχει κάτι που αισθάνεστε ότι σας καθόρισε ως συγγραφέα; Άρχισα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού με ποιηματάκια, στην εφηβεία με πολλά γραπτά – όπως συμβαίνει με πολλούς. Διάβαζα πολύ, και το συνεχίζω όσο μπορώ. Ήμουν τυχερή που συνάντησα μερικούς ανθρώπους και με ενθάρρυναν στη ζωή μου. Και το διάβασμα και το γράψιμο πάνε για μένα μαζί, και με έκαναν αυτό που σήμερα είμαι, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό. Το άγχος βέβαια υπάρχει μόνο στο γράψιμο, άγχος να μη δειλιάσεις, να μαστορέψεις τη γραφή, και κυρίως να οδηγηθείς σε ένα πλήρες έργο. Ακολουθεί το άγχος της υποδοχής κάθε βιβλίου, δεν πρόκειται να το ξεπεράσω.

Τελειώνοντας ένα βιβλίο είμαι λίγο διαφορετική

Έχετε καταλήξει τι ιδιαίτερο έχει εκείνη η μοναδική στιγμή που αποφασίζετε ότι μπορείτε να αρχίσετε τη σύνθεση μιας ιστορίας; Πώς αντιλαμβάνεστε την έμπνευση; Την έμπνευση την αντιλαμβάνομαι σαν μια βαθιά συγκίνηση, σαν μια εσωτερική δόνηση που με ευαισθητοποιεί και  μου δημιουργεί καινούριες σκέψεις. Το μυθιστόρημα είναι ο δικός μου τρόπος για να αφηγηθώ την ιστορία που με κινητοποίησε, μέσα ωστόσο από τους αυστηρούς όσο κι ευέλικτους, τους παλιούς όσο και σύγχρονους κανόνες της αφηγηματικής τέχνης. Ενώνοντας, πάντα, βαθιά τον «άλλο» με τον «εαυτό».

Αλήθεια, έχετε κάποιο όφελος ως συγγραφέας, σε σχέση με το πώς βλέπετε τα πράγματα στον κόσμο; Τελειώνοντας ένα βιβλίο είμαι λίγο διαφορετική, επειδή έχω επεξεργαστεί μέσα μου την πρωταρχική συγκίνηση, και την ταραχή που μου είχε προκαλέσει. Αν αυτό έχει γίνει όσο καλύτερα μπορούσα, αν δηλαδή το λογοτεχνικό αποτέλεσμα είναι επαρκές, τότε ξέρω ότι το δημιούργημά μου έχει ξεπεράσει  την ταπεινότητά μου και αφορά τους πάντες. Έχει αλλάξει κλίμακα.

Ο κόσμος θα πρέπει να παλέψει πάλι για το αυτονόητο, πλην όμως και με καινούριους τρόπους

Πώς βλέπετε τα πράγματα στις μέρες μας; Πώς αντιλαμβάνεστε την επόμενη μέρα; Ιδιαίτερα τώρα, με τις διεθνείς συνέπειες της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία και τον συνεχιζόμενο εκεί απαράδεκτο πόλεμο, και με την απειλή πυρηνικού ολέθρου, δεν είμαι καθόλου αισιόδοξη. Οι μιμητές του Πούτιν περιμένουν με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Με ανησυχεί πολύ επίσης η παγκόσμια άνοδος των ακροδεξιών ρατσιστικών οργανώσεων, όχι μόνο σε αριθμούς, όχι μόνο με πράξεις βίας, αλλά και η άνοδός τους μέσω εκλογών στην ηγεσία γνωστών δημοκρατικών κρατών. Και με τρομάζουν πάρα πολύ οι ορατές πλέον συνέπειες για όλους μας από την καταστροφή του περιβάλλοντος και η αδιαφορία των ισχυρών για αυτό το επείγον ζήτημα. Είναι και οι γυναικοκτονίες τα τελευταία χρόνια, που με έχουν θυμώσει. Νομίζω, τελικά, ότι όλα αυτά συνδέονται με διάφορα νήματα, ευανάγνωστα ακόμη και από εμάς τους απλούς πολίτες.

Εσάς ποια είναι η αγωνία σας για την ελληνική κοινωνία σήμερα; Τι είναι αυτό που σας φοβίζει περισσότερο; Υπάρχουν περιθώρια για μία εμπράγματη αισιοδοξία για εμάς τους Έλληνες, αλλά και γενικότερα για την Ευρωπαϊκή Ένωση; Φαίνεται πως πέρασε πια η μακρά εποχή καθησυχασμού κι ευφορίας για τη διάρκεια των δημοκρατικών κεκτημένων. Η καινούρια εποχή, που έχει ξεκινήσει και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, δείχνει πως τίποτε δεν έχει παγιωθεί τόσο, ώστε να είναι αιωνίως σταθερό. Τίποτε. Αντίθετα, υπάρχει ένας καταστρεπτικός  αναθεωρητισμός της Ιστορίας. Ο κόσμος θα πρέπει να παλέψει πάλι για το αυτονόητο, πλην όμως και με καινούριους τρόπους, αφού συμπληρώνουμε πια το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Σ’ αυτό το τέταρτο εδραιώθηκαν παντού άλλες τεχνολογίες, άλλες συμπεριφορές και άλλα ήθη, όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο.

Ένας λογοτέχνης εξακολουθεί να ασκεί επίδραση στον κόσμο; Ποια είναι η θέση του συγγραφέα στη σύγχρονη εποχή; Όσοι συγγραφείς έχουν κάτι να πουν, θα το πουν – και αρκετοί θα σκύψουν πάνω από το στοχαστικό τους έργο. Δεν περιμένω όμως κάτι σοβαρό, ούτε κάτι καινούριο, από τους λεγόμενους «κομματικούς» συγγραφείς. Ούτε βέβαια από  όσους είναι ανίκανοι να ξεμυτίσουν από το «δικό τους σύμπαν». Υπάρχουν αμφότεροι, μα ευτυχώς υπάρχουν και άλλοι.