Το καλοκαίρι του 2009 ο Φαίδων Γεωργίτσης ήταν παλιά νέα. Ο γοητευτικός ζεν πρεμιέ των θρυλικών, μα και χιλιοπαιγμένων, ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου ζούσε αποτραβηγμένος στο κτήμα του στην Παιανία, είχε σβηστεί από τις ατζέντες. Ακόμα και η παρουσία του στο Καλημέρα Ζωή είχε ξεχαστεί. Ο Κάρολος Ζωναράς τον θυμήθηκε, προσφέροντάς του τον ρόλο του αρχιμαφιόζου σε ένα μοντέρνο νουάρ, γυρισμένο με πολλή αγάπη και κινηματογραφικό μεράκι με τίτλο Ο Γιος του Τσάρλι. Κι ο Γεωργίτσης, φυσικά, «παρέδωσε» έχοντας μάλιστα στον πλευρό του, όπως τον παλιό καιρό, τον Κώστα Βουτσά, επίσης σε ρόλο-έκπληξη.
Είχα δει την ταινία, λίγους μήνες πριν βγει δειλά στις αίθουσες, στο Cult Festival του Νικόλα Τριανταφυλλίδη στο Gagarin. Και μου είχε αρέσει πολύ, «κανονικά» όχι ειρωνικά. Η επιστροφή από τις διακοπές, τα τελευταία τεύχη του Αυγούστου-αρχές Σεπτεμβρίου ήταν ιδανικά για να περάσεις ένα λησμονημένο πρόσωπο και μια ταινία περιορισμένης εμβέλειας στα εβδομαδιαία έντυπα. Όχι ότι χρειαζόταν και πολύ ψήσιμο ο Νίκος Αμανίτης, διευθυντής μου στον «Ταχυδρόμο» (ένθετο ακόμα στα Νέα).
Πήρα λοιπόν πράσινο φως, πήραμε με την Σκεύη Ερωτοκρίτου λεωφορεια και τρένα, και στην στάση «Παιανία» ο Γεωργίτσης μας περίμενε ο ίδιος με το αυτοκίνητό του για να πάμε στο κτήμα. Ο άνδρας που βρήκαμε, στα 70 του τότε, παρέμενε μαγνητικά όμορφος, όπως μπορείτε να δείτε στις υπέροχες φωτογραφίες της Σκεύης. Και δεν είχε κανέναν ενδοιασμό, να μιλήσει για όλα: για την αθέατη πλευρά των θεατρικών κυκλωμάτων και της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου, για το τίμημα της διασημότητας, τα ερωτικά φιλμ που γύρισε στα 70s, για τον Κουν, τον Δαλιανίδη, τον Φινο κι άλλα μυθικά πρόσωπα.
Την Παρασκευή 1/3, ο Φαίδων Γεωργίτσης έφυγε στα 80 του. Αυτή είναι η τελευταία, ίσως, μεγάλη συνέντευξή του…
Τον συναντάμε στο κτήμα «Κεκρωπία» στην Παιανία. Στο «Βατικανό του», όπως λέει. Καλλιτεχνικό όνειρο ζωής (που έχει κτίσει εδώ και δυο δεκαετίες με τα χέρια του) με αρχαίο θέατρο και φιλοδοξίες να στεγάσει σχολές υποκριτικής, χορού και φεστιβάλ για νέους, αλλά η νομιμοποίησή του συνεχώς σκοντάφτει στη γραφειοκρατία και σε περιφερειακά πολιτικά σκάνδαλα υπουργών.
Μας εντυπωσιάζει με το πώς διατηρείται στα 70 του. Στεγνός, ακόμα γοητευτικός, νευρώδης. Ξεχασμένος ίσως. Κινηματογραφικά σίγουρα. 28 χρόνια απουσιάζει από το πανί. Αλλά, η επιστροφή του με το καλτ (προσοχή όχι trash) διαμαντάκι Ο Γιος του Τσάρλι τον υπενθυμίζει. Όχι ως γοή στα μεγάλα μιούζικαλ, αλλά ως ξεπεσμένο γκάνγκστερ στα κακόφημα σοκάκια της Τρούμπας κι αντίπαλο του αρχινονού Κώστα Βουτσά (!). Μας ξετύλιξε το κουβάρι των αναμνήσεων από 4 δεκαετίες, ενώ γεμίζει συνεχώς το ποτήρι του με το αντιοξειδωτικό ρόφημα kombucha…
Εμφανίζεστε στο σινεμά για πρώτη φορά μετά το 1981 όταν και γυρίστηκαν τα δύο τελευταία σας φιλμ, Σεξοκυνηγός και Κατάσκοπος Νέλλη. Πώς εξηγούνται αυτά τα 28 χρόνια απουσίας; Είναι πολύ απλό. Έμεινα μακριά γιατί δε μου ζήτησε κανείς να παίξω. Μόνο μια φορά με «ενόχλησαν», αλλά δε μου άρεσε η ταινία και δεν την έκανα. Ούτως ή άλλως είναι δύσκολο να με βρει κανείς. Για να με επιλέξει κάποιος, πρέπει να με θυμηθεί, να με ψάξει. Δεν κάνω παρέα με ηθοποιούς, δεν κινούμαι στους κύκλους του επαγγέλματος.Ο πιο καλός, ίσως, φίλος που είχα στον χώρο ήταν και ο άνθρωπος που με «έβγαλε» – ο σκηνόθετης Βασίλης Γεωργιάδης, με τον οποίο κάναμε τα Κόκκινα Φανάρια και Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο.
Πάντως είχατε ήδη ντεμπουτάρει ως ναύτης στο Ποτέ την Κυριακή… Και ο Ντασέν ήταν φίλος μου. Ήθελε μάλιστα να με πάει στην Αμερική. Αλλά, εγώ δεν ήθελα να αφήσω την Ελλάδα, κυρίως λόγω ενός δεσμού που είχα εκείνη την εποχή και δεν το συζητούσε να με αφήσει.
«Το κόψατε το μουστάκι» δηλαδή; Είναι ωραίο να το κόβεις καμιά φορά. Μου αρέσει. Είναι πολύ σημαντικό να είσαι ερωτευμένος, η ζωή σου είναι γεμάτη. Μπορεί να χάνεις κάποιες ευκαιρίες, αλλά κερδίζεις πιο ουσιαστικά πράγματα.
Πώς περάσατε στο δεύτερο μισό των ‘60s στην κωμωδία και το μιούζικαλ, στις μαζικές ταινίες που σας καθιέρωσαν; Για να είμαι ειλικρινής δεν ήθελα και πολύ να το δοκιμάσω. Προερχόμουν από το Θέατρο Τέχνης που κάπως σνομπάραμε αυτά τα είδη. Την καριέρα μου την είχα ξεκινήσει δίπλα στον Κουν και τους ανθρώπους του κινηματογράφου τους θεωρούσαμε παρακατιανούς. Τελικά, κατέληξα να κάνω πάνω από 40 ταινίες (σ.σ. 24 μόνο τη δεκαετία του ’60) και νομίζω παντως ότι έβαλα και το προσωπικό μου στοιχείο. Αν τους ρόλους μου τους έπαιζε κάποιος κωμικός, ταινίες όπως Οι Θαλασσιές οι Χάντρες ή το Μια Κυρία στα Μπουζούκια ίσως να μην γνώριζαν τόση επιτυχία. Είχα αποστροφή στην «μπαλαφάρα», ήμουν συγκρατημένος και ήθελα να υπάρχει στην πλοκή μια «κατάσταση» στα όρια της αλήθειας. Νομίζω ότι έτσι επηρεάζονταν και οι σεναριογράφοι οταν έγραφαν για μένα.
Είχατε συνείδηση της εικόνας του ζεν-πρεμιέ; Αισθανθήκατε ποτέ εγκλωβισμένος σε αυτήν την εικόνα; Δεν το επεδίωκα, αλλά σίγουρα με διευκόλυνε. Ο Δαλιανίδης έλεγε «βασικά να έχεις ψυχή και ταλέντο, ε αν είσαι κι όμορφος τόσο το καλύτερο». Δεν εγκλωβίστηκα ποτέ γιατί φρόντιζα να ανατρέπω την εικόνα. Άλλωστε, τους ωραίους τους έπαιζα σε κωμωδίες όπου υπάρχει το περιθώριο να αυτοσαρκάζεσαι. Άκου μια ιστορία: γύριζα από την Κρήτη όπου είχα ολοκληρώσει τα γυρίσματα του Εκείνος κι Εκείνη. Με φωνάζει ο Φίνος. «Θέλω να κάνεις μια ταινία;». «Τι ταινία;», του λέω. «Κωμωδία», μου απαντά. «Δεν σου έχω πει ότι δε θέλω;», τσαντίζομαι. Με στέλνει στον Δαλιανίδη. Πάω με βαριά καρδιά. Λέω με ύφος «τι με θέλετε κύριε Δαλιανίδη;». «Να παίξεις σε ένα μιούζικαλ». «Αφού δεν ξέρω να παίζω κωμωδία». «Θα μάθεις», μου απαντά χαμογελώντας. Συμφωνούμε να παίξω εναν αληθινό μάγκα και βάζω όρο να έχει και μουστάκι. Ε, λοιπόν αυτήν την συνάντηση την έβαλε στο σενάριο και για να με «εκδικηθεί» προέκυψε η περίφημη ατάκα.
Πώς ήταν να είσαι σταρ εκείνη την εποχή; Δεν το αιθάνθηκα, ούτε το έπαιξα, ποτέ. Βεβαια οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν συχνά υπερβολικές, μην ξεχνάς ότι μιλάμε για μια τελείως διαφορετική εποχή. Με την πρώην σύζυγό μου, την Μπέτυ Αρβανίτη, πήγαμε γαμήλιο ταξίδι στη Θάσο. Φτάνοντας στην Καβάλα μπούκαρε ο κόσμος στο πλοίο κι εκείνο μπατάρισε. Επενέβη το λιμενικό κι άρχισε να πέφτει ξύλο, επικράτησε πανικός. Αργότερα στο ταξίδι έρχεται μια γυναίκα με το παιδί της και μου λέει «άγγιξε το». Εγώ ντρεπόμουν πολύ με αυτά, αλλα ο κόσμος μυθοποιούσε πολύ εύκολα τότε.
Βλέποντάς τις με μια απόσταση τεσσάρων δεκαετιών, ήταν τελικά καλές εκείνες οι ταινίες; Για να τις βλέπει ακόμα το κοινό, νομίζω δεν χωρά αμφισβήτηση.
Εμπορικά αυτό είναι σαφές, αλλά καλλιτεχνικά; Είναι μεγάλη κουβέντα αυτή. Ήταν προσαρμογές από τα αμερικάνικα μιούζικαλ – που λάτρευε ο Δαλιανίδης – χωρίς όμως την ανάλογη υποδομή παραγωγής και το ανθρώπινο δυναμικό π.χ. μπορεί να είχαμε ηθοποιούς, αλλά δεν είχαμε χορευτές. Ότι έγινε με τόσα λίγα μέσα, ήταν μεγάλο επίτευγμα. Μήπως ήταν καλλιτεχνικά αριστουργήματα τα αντίστοιχα αμερικάνικα; Μαζικές ταινίες για να περνάς καλά ήταν κι εδώ κι εκεί. Άλλωστε δεν είχαμε και παιδεία. Το μόνο που μας δίδασκαν στο σχολείο ήταν να είμαστε καλοί πατριώτες και χριστιανοί. Πώς θα μπορούσαμε με αυτά τα εφόδια να βγάλουμε πιο «δύσκολες» ταινίες; Εκείνα τα φιλμ απηχούσαν μια κοινωνική πραγματικότητα οικογενειακής ζεστασιάς, προέβαλλαν το ρόλο της γειτονιάς κι αυτό δεν είναι κακό. Γι’ αυτό αρέσουν ακόμα.
Έχω φάει πολύ κυνήγι σεξουαλικά τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες. Αλλά, αν δεν ήθελα δεν έδινα ούτε κλωστούλα από τον εαυτό μου. Και σε κάποια πράγματα δεν είχα καθόλου κλίση…
Συνεργαστήκατε με θρύλους όπως ο Κουν και ιστορικές μορφές όπως ο Φίνος; Τι άνθρωποι ήταν; Ο Κουν ήταν τεράστια προσωπικότητα, είχε τεράστιο πάθος. Μαζί με τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι αποτελούσαν μια μεγαλοφυή τριάδα που έκανε εκπληκτικά πράγματα π.χ. η συνεργασία τους στους Όρνιθες. Γύρω τους περιστρέφονταν πολλά νέα απαίδευτα παιδιά, τους οποίους έπαιρναν τελείως παρθένους και τους «έβγαζαν στο κλαρί». Εγώ όμως ήθελα να βγω μόνος μου στο κλαρί, είχα την ιδιορρυθμία του ανεξάρτητου και γι’αυτό μετά τον πρώτο χρόνο έφυγα από τον Κουν και πήγα στον Χρήστο Βλαχιώτη (και ύστερα στον Κατσέλη).
Υπήρχαν δηλαδή τα καλλιτεχνικά λόμπι και τότε; Βεβαίως, έχω φάει πολύ κυνήγι σεξουαλικά τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες. Αλλά, αν δεν ήθελα δεν έδινα ούτε κλωστούλα από τον εαυτό μου. Και σε κάποια πράγματα δεν είχα καθόλου κλίση…
Ο Φίνος; Ηταν ο άνθρωπος με το κατσαβίδι, ο τεχνικός. Έστησε μια αυτοκρατορία με αγάπη, με δουλειά, με φιλοδοξία. Ήταν μερακλής – αυτή είναι η σωστή λέξη.
Ποια ήταν η παρτενέρ με την οποία είχατε την καλύτερη χημεία; Ανταγωνισμοί υπήρχαν; Νομίζω η Λάσκαρη. Οι σχέσεις πάντως ήταν πολύ φιλικές, δεν υπήρχαν βεντετισμοί. Τον μοναδικό που έβλεπα ανταγωνιστικά ήταν ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, γιατί θαύμαζα τις ταινίες του. Αλλά, δεν του το είπα, γιατί δεν τον είδα και ποτέ (γέλια)…
Αυτός ήταν το πρότυπό σας; Όχι, όταν ξεκινούσα εκείνος που μου άρεσε ήταν ο Μάρλον Μπράντο. Μας είχαν πιπιλίσει άλλωστε και τα μυαλά στο θέατρο τέχνης μ’αυτόν.
Από τους συμπρωταγωνιστές σας ποιον θαυμάζατε; Για όλους τους ηθοποιούς υπάρχουν κάποια είδη που τα σηκώνουν και κάποια που δεν τους πάνε. Αυτό συνέβαινε και με τη γενιά μου. Ο Κούρκουλος ήταν καλός στα γκανκστερικά, ήταν καλός «σκληρός», αλλά δεν μπορούσε να κάνει κωμωδία – δεν είχε και χιούμορ ως άνθρωπος. Ο Καρράς ήταν τσαχπίνης, του πήγαινε η κωμωδία. Ο Φέρτης έπαιζε τα καλά παιδιά γιατί κι ο ίδιος ήταν γνήσιο «καλό παιδί». Εγώ ας πούμε αντιπροσώπευα κάτι σαν «οργισμένο νιάτο». Αλλά, είχα και ανησυχίες, εκανα πολλά πράλληλα πράγματα. Ήμουν στη γιόγκα από μικρός και το ’61 παραλίγο να πάω στα Ιμαλάια, πιο μικρός είχα μπει στη σχολή ναυτικών δοκίμων όπου ήμουν συνέχεια φυλακή γιατί επιχειρούσα να δραπετεύσω, ήμουν πολύ καλός μπασκετμπολίστας – έπαιζα στον Πανιώνιο. Γι’ αυτό δεν έπαιξα και πολύ στο θέατρο, δεν μπορούσα να είμαι σαν κάποιους συναδέλφους που στα διαλείμματα έπαιζαν χαρτιά.
Οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν συχνά υπερβολικές. Με την πρώην σύζυγό μου, την Μπέτυ Αρβανίτη, πήγαμε γαμήλιο ταξίδι στη Θάσο. Φτάνοντας στην Καβάλα μπούκαρε ο κόσμος στο πλοίο κι εκείνο μπατάρισε. Επενέβη το λιμενικό κι άρχισε να πέφτει ξύλο, επικράτησε πανικός.
Χρήματα κάνατε; Ναι, αλλά τα ‘φαγα. Είμαστε παιδιά με τη γυναίκα μου και τα σκορπάγαμε. Νομίζαμε ότι παντοτε θα είναι έτσι, τα λεφτά θα πέφτουν βροχή, δεν ξέραμε ότι είναι και οι αλλαγές στο παιχνίδι. Δε φανταζόμαστε ότι θα σταματούσε να υπάρχει ο κινηματογράφος.
Γιατί συνέβη αυτό; Πού οφείλετο η κρίση; Κύριως στην τηλεόραση. Με το που εμφανίστηκε άλλαξαν πολύ τα πράγματα. Ήρθε κι ο θάνατος του Φίνου το 1977 και έκλεισε οριστικά ο κύκλος.
Παίξατε σε κάποιες ερωτικές τολμηρές ταινίες στα ‘70s που οι περισσότεροι συνάδελφοί σας έχουν αποκηρύξει ή ακόμη και αρνούνται… Αυτές οι ταινίες έγιναν γιατί η τηλεόραση υποκατέστησε τόσο το σινεμά που για να έχουν ενδιάφερον τα νέα φιλμ έπρεπε να έχουν λίγο γυμνό ως κάτι νέο για ένα ούτως ή άλλως στερημένο κοινό. Όλοι περάσαμε, κακά τα ψέματα, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να βγάλουμε λεφτά. Εγώ είχα χάσει και όλα μου τα χρήματα σε μια ταινία που χρηματοδότησα και σκηνοθέτησα, αλλά φούνταρε και ήμουν σε δεινή οικονομική κατάσταση. 5 χρόνια μετά τα μεγαλεία έφτασα να κουβαλάω τούβλα σε οικοδομή. Γιατί να τις αρνηθώ; Σε σχέση με το σήμερα ήταν προσκοπικές ταινίες φτιαγμένες από αγράμματους ανθρώπους που έβγαζαν βλακώδη ερωτισμό.
Το ίδιο ίσχυε και για τις βιντεοταινίες της δεκαετίας του ’80; Ε, ναι πήγαινες για μια εβδομάδα γύρισμα κι έπαιρνες πολύ καλά λεφτά. Δεν έκανα και πολλές πάντως. Υπήρχε πολύ άγχος και οικονομική ανασφάλεια. Μετά ήρθαν τα σίριαλ του Φώσκολου στα ‘90s και ησύχασα, σταθεροποιήθηκα οικονομικά. Δεν θελω να ξανακάνω τηλεόραση – το μόνο πουμε ενδιαφέρει πια είναι η Κεκρωπία, το όνειρο της ζωής μου.
https://www.youtube.com/watch?v=B3POyKy2luU
Ποιο είναι το στόρι της επιστροφής σας με το Ο Γιος του Τσάρλι; Συναντηθήκαμε με τον Κάρολο Ζωναρά, τον σκηνοθέτη, και με έπεισε να κάνω κάτι διαφορετικό. Μου έδωσε ένα επαγγελματικά καλογραμμένο σενάριο και αποφάσισα να συμμετέχω. Θέλω να σταθώ στον Κάρολο γιατί έκανε μια ταινία που αντιπροσωπεύει την αγάπη που έχει για τα γκανκστερικά φιλμ και την οιδιπόδεια σχέση του με το ίδιο το σινεμά. Κατά κάποιον το βουβό πρόσωπο – το παιδί που παίζει στο φιλμ – είναι ο ίδιος.
Τσαλακώνετε την εικόνα σας σε αυτήν την ηλικία με τον ρόλο του μαφιόζου; Σιγά, δεν είναι τίποτα αυτό σε σχέση με ότι είχα κάνει στο τηλεοπτικό Τα Παραμύθια Δίχως Κάγκελα» του Τσιφόρου το 1984. Ίσα ίσα που εδώ είμαι και κυριλέ…
Με τον Βουτσά πώς ήταν που ξαναβρεθήκατε; Μια χαρά. Άλλωστε, η ταινία έχει καταπληκτικές ερμηνείες. Ας πούμε ο Παύλος Ευαγγελόπουλος είναι τρομερός στον δεύτερο ρόλο που έχει. Αλλά, το τονίζω δεν είναι μια ταινία για κυριούληδες, είναι για νεολαίους. Κι αυτό να το βάλεις τίτλο…