Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Ο Λύκος της Wall Street ***1/2**
ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορτσέζε
Πρωταγωνιστούν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Τζόνα Χιλ, Μάθιου Μακόναχι
Διάρκεια: 180’
Σε μια γρήγορη αναδρομή, δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια στιγμή του Σκορτσέζε που να μην περιλαμβάνει βλοσυρούς ανθρώπους του περιθωρίου ή άτυπους επαναστάτες που έφτασαν άδοξα στην παρακμή τους. Ακόμα και στο τετράωρο ντοκιμαντέρ του με θέμα την ιστορία του αμερικάνικου κινηματογράφου, φαινόταν η αδυναμία που έχει σε αυτές τις περσόνες. Δεν αποτέλεσε έκπληξη, λοιπόν, η απόφασή του να γυρίσει μια ταινία σχετική με τη ζωή ενός απατεώνα, ο οποίος μέσα από μαρκετίστικες τεχικές ανήλθε σε μια από τις σημαντικότερες μορφές της χρηματιστηριακής αισχροκέρδειας.
Ο Τζόρνταν Μπέλφορτ εθίστηκε από νωρίς στην έξαψη που τον διακατείχε ενώ πληκτρολογούσε αδιάκοπα τηλέφωνα, προσπαθώντας να πουλήσει μετοχές που θα του αποφέρουν μεγάλα κέρδη. Τόσο μεγάλος ήταν ο εθισμός του που, όταν αποκόπηκε από τα σαλόνια της Γουόλ Στριτ, θέλησε να συνεχίσει την πορεία του, πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Γρήγορα, εθίστηκε και σε άλλα πράγματα: στην απαλή υφή των χαρτονομισμάτων, στα ναρκωτικά, στις πόρνες, στο αλκόολ και στις ακόλαστες, σχεδόν πρωτόγονες συμπεριφορές που εξασκούσε όταν βρισκόταν μαζί με τους «συμπολεμιστές» του. Ένας τέτοιος τρόπος ζωής δε θα μπορούσε φυσικά να υπάρξει χωρίς το τίμημα της αποκτήνωσης και της ανασφάλειας που προκύπτει από την αχαλιναγώγητη ζωή την οποία (επέλεξε να) ζει. Η αναπόδραστη παρακμή ήταν από την αρχή το μόνο βέβαιο.
Από όλες τις ταινίες του Σκορτσέζε, αυτή είναι το δίχως άλλο η πιο αστεία που έχω δει. Ίσως για ένα κομμάτι του δυνατού της χιούμορ ευθύνεται και η πολύ δυνατή πένα του σεναριογράφου Τέρενς Γουίντερ, γνωστού από το κέντημα του στους Σοπράνος. Ξεκαρδιστικοί διάλογοι με καταιγισμό μαύρων πιτσιλιών, φανερότατα σπιρτόζοι και γελοίοι χαρακτήρες, η πρώτη χρήση slapstick στοιχείων εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες σε ταινία και μια feelgood αίσθηση, υπερκαλύπτουν την πιο αδιάφορη και βεβιασμένη κάθοδο διεφθαρμένου χαρακτήρα στην πολυετή πορεία του σκηνοθέτη. Και αδιάφορη όχι επειδή γνωρίζουμε εξ’ αρχής ότι θα συμβεί ή επειδή δεν έχει σημασία στο γενικότερο χτίσιμο του προφίλ του Μπέλφορτ ο τρόπος που πέφτει. Αδιάφορη επειδή όταν φτιάχνει ένα τόσο έντονο κωμικό σύνολο στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, εύχεσαι να διακατεχόταν ολόκληρη από αυτό το κλίμα, και μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί το «σοβάρεμα» να φανεί ως καταναγκαστικό έργο αντί για αναγκαίο για τη ροή της διαδραματιζόμενης ιστορίας.
Άλλο ένα σίγουρο γεγονός είναι πως το πουλέν του Σκορτσέζε, ο Ντι Κάπριο, έχει τη δυνατότητα, από τότε που ο «μέντοράς» του τον πήρε υπό την προστασία του, να αναδείξει πλήρως το ταλέντο του και να απομακρυνθεί από την εφηβική εικόνα του κουκλεντέ που απευθύνεται στο θηλυκό νεανικό κοινό. Δε δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις δύο πλευρές του ρόλου του χωρίς να φανεί λειψός σε καμία από τις δύο, είναι εξίσου κτήνος και οραματιστής. Βέβαια, την παράσταση κλέβει ο Τζόνα Χιλ με μια περισσότερο διεφθαρμένη και ξύπνια εκδοχή του μπούλη που συνηθίζει να ερμηνεύει, καλώς ή κακώς ένας ρόλος κομμένος και ραμμένος για τα μέτρα του. Ξεστομίζει τις καλύτερες ατάκες και είναι η σπίθα των πιο εκρηκτικών καταστάσεων που καταγράφονται στην κάμερα, ένα ανθρώπινο γουρούνι με χιούμορ που απολαμβάνει την ταυτότητά του.
Κάτι ακόμα, δεν υπάρχει τουλάχιστον μια σεκάνς που να μην περιλαμβάνει γυναικεία στήθη ή αιδοία (σε όλες τις πιθανές coiffure), σεξ, αλκόολ, χάπια ή «λουκουμόσκονη». Θα χορτάσει το μάτι σας από δαύτα, κάνοντας τους πιο ευεπηρέαστους να ξανασκεφτείτε σχετικά με τον επαγγελματικό σας προσανατολισμό. Τα γνωστά σημεία της σκορτσεζικής σκηνοθεσίας είναι προφανώς παρόντα, όπως η πολύ δυνατή φωτογραφία, τα συνεχή πλάνα αντίστιξης, τα γενικά με το μεγάλο βάθος πεδίου που καλύπτεται από μεγάλα πλήθη και οι αντιπαραβολές καταστάσεων με κάποιου είδους τραγική σύνδεση, όπως επίσης και κάποια κοιλιά στη σύνδεση του «ανοδικού» και του «πτωτικού» μέρους της ιστορίας.
Παρά τα προαναφερόμενα αρνητικά, ο Λύκος της Wall Street παραμένει τρανή απόδειξη πως ο auteur Σκορτσέζε δεν έχει χάσει ακόμα την ικανότητά του να κινηματογραφεί τρίωρα έπη, που σπανίως περιλαμβάνουν κάτι το πραγματικά επικό στο κάδρο τους. Και είναι ωραίο να βλέπεις μια αλλαγή ύφους στο πιο ανάλαφρο, έστω και αργοπορημένα. Καταρρίπτει τα όσα μπορούν να καταμετρηθούν ως υφολογική μανιέρα, που περιλαμβάνει βλοσυρούς χαρακτήρες που γεύονται την επιτυχία για να την ξεπληρώσουν μετά με διανοητικό και ψυχικό τόκο.
Στην επόμενη σελίδα: Η Κρυφή Ζωή του Γουόλτερ Μίτι