“Οι άνθρωποι δε θα σου επιτρέψουν να προχωρήσεις αν αυτό σημαίνει οτι η πρόοδος σου τους σπρώχνει πιο πίσω στο παρελθόν”, σημειώνει με ελαφρύ αναστεναγμό στη σελίδα 416 της Αυτοβιογραφίας του ο Morrissey, κλιμακώνοντας για ακόμα μια φορά στην πορεία του βιβλίου το πικρόχολο συχνά ύφος της αφήγησης (και τις διάφορες παραλλαγές του μοτίβου “We Hate It When Our Friends Become Succesful”) πριν τη χαλαρή μεγαθυμία του φινάλε σαράντα σελίδες μετά.
Το αναγνωστικό κοινό συνήθως αναμένει μια “πισινή” ταπεινοφροσύνης που θα ρεγουλάρει τη γκλαμουριά και τις αποκαλύψεις στις βιογραφίες διασήμων και πετυχημένων, όχι όμως από το Morrissey που αν μπορούσε (ήθελε) να συγκρατήσει το ύψωμα του φρυδιού και τη μισανθρωπική βδελυγμία (εκδήλωση πιο παθολογική από τη σνομπαρία και τον ελιτισμό) δε θα ήταν φυσικά ο Morrissey που αγαπάμε (να μισούμε). Τελικά, αυτό που μπορεί να φαίνεται “χαλασμένο” στη γενική εικόνα του Morrissey, είναι οτι μοιάζει να σπαταλά το θράσος ελλείψει θάρρους, αν και ο ίδιος στο βιβλίο του δείχνει αθεράπευτα νοσταλγικός για εποχές που “οι άντρες ήξεραν να προστατεύουν τα κεκτημένα με λίγα λόγια και αποτελεσματικές γροθιές”, ενώ σε κάποιο σημείο εγκαλεί τον Johnny Marr για έλλειμμα “μπέσας του Μάντσεστερ. Στα καλύτερα του πάντως (και τα καλύτερα κομμάτια του βιβλίου είναι εξαιρετικά) βρίσκεται όταν η νοσταλγία δαγκώνει και η αναπόληση των βάναυσα “γκρίζων” παιδικών χρόνων, γίνεται ιδανική τοιχογραφία μιας εποχής
Τα πουλιά απέχουν από το τραγούδι στο μεταπολεμικό βιομηχανικό Μάντσεστερ, όπου τα 60’s δε θα είναι ποτέ swinging, και όπου οι ντόπιοι είναι το αντίθετο αυτού που λέμε “άνθρωπος του κόσμου”… Στο σχολικό σύστημα του Μάντσεστερ τη δεκαετία του ’60, η θλίψη γίνεται εθισμός και η ντροπή μεταδίδεται διά της βίας στα παιδιά που αναζητούν απεγνωσμένα την ευδαιμονία μέσα σ’ αυτή την αλύπητη αποδοκιμασία που εισπράττουν
Ο πρώτος “Κλασσικός” συγγραφέας του 21ου αιώνα
Πολύς λόγος έχει γίνει για τo γεγονός οτι ο Morrissey επεδίωξε και πέτυχε την έκδοση της “Αυτοβιογραφίας” (μονολεκτικός, περιγραφικός και στακάτος ο τίτλος, γεγονός παράδοξο ίσως για κάποιον που έχει κατηγορηθεί οτι εφευρίσκει ιδιοφυείς τίτλους τραγουδιών αλλά ξεχνάει τα τραγούδια) από τη σειρά “Classics” του οίκου Penguin, στην οποία στεγάζεται το πάνθεον των Μεγάλων Συγγραφέων όλων των εποχών από τον Πλάτωνα ως τον Τζόις. Οι σύγχρονοι είναι λίγοι (πιο “φρέσκος” ο Paul Auster), ενώ στο “ράφι” της αυτοβιογραφίας, ο Morrissey βρίσκεται – περιδεής, υποθέτει κανείς – μεταξύ άλλων, ανάμεσα στις “Εξομολογήσεις” του Αγίου Αυγουστίνου, την “Ιστορία της Ζωής” του Τζιάκομο Καζανόβα, τα “Personal Memoirs” του Στρατηγού των Βορείων στον Αμερικανικό Εμφύλιο (και μετέπειτα 18ου Προέδρου των ΗΠΑ), Οδυσσέα Γκραντ, το “Living My Life” της πρέσβειρας του αναρχισμού στην Αμερική στις αρχές του περασμένου αιώνα, Emma Goldman, και στο εξόχως ιδιοσυγκρασιακό (και πιο κοντινό ίσως από τα υπόλοιπα στην ψυχοσύνθεση του συνιδρυτή των Smiths) “The Naked Civil Servant” του Quentin “An Englishman in New York” Crisp. Από την άλλη, διατηρεί επίσης (και συνειδητά) πολύ μεγάλη απόσταση από τις περισσότερες (αυτο)βιογραφίες, και λόγω ύφους και ιδιοσυγκρασίας του συγγραφέα (δεν το είχε ποτέ με το βαρύ “λιωσίδι” και “χάσιμο”), ο οποίος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του περισσότερο ως εξέχουσα προσωπικότητα μιας παλιομοδίτικης σόου μπιζ αντίληψης πιο διαχρονικής από τη ροκ παραφιλολογία.
Moz vs Mozart
Μοναδικός “συνάδελφος” του Morrissey τόσο στην κατηγορία autobiography/ biography, όσο και στο φιλολογικό μαυσωλείο των Penguin Classics εν γένει, είναι ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ με το “A Life in Letters”. Δεν το έχω διαβάσει αλλά το μέγεθος του συγγραφέα (ή κάποιου ghost writer της εποχής) ως συνθέτη δεν προεξοφλεί οτι έγραφε πιο ωραία από τον “δικό μας”, το πνεύμα του οποίου “κεντάει” σε αρκετά σημεία του βιβλίου, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να ανεχτεί την άχαρα “κολλημένη” αφήγηση σε άλλα, όπως στις ατέλειωτες σελίδες που εστιάζουν στην περιβόητη δικαστική περιπέτεια που έληξε εις βάρος του (προς μεγάλη του έκπληξη και αγανάκτηση φυσικά) μετά την προσφυγή εναντίον του (και του Johnny Marr) από τον πρώην ντράμερ των Smiths, Mike Joyce, τον οποιο αποκαλεί στο βιβλίο “Joyce Iscariot”, μεταξύ άλλων υποτιμητικών χαρακτηρισμών.
Στην έκδοση πάντως δεν περιλαμβάνεται, ως συνήθως είθισται στις τελευταίες σελίδες, κατάλογος με άλλα βιβλία του ίδιου οίκου, ενώ το ανέμπνευστο σημείωμα του οπισθόφυλλου – στο οποίο ανάμεσα στις “δάφνες” του συγγραφέα περιλαμβάνεται και η διασκευή κομματιού του από μια τόσο κραυγαλέα unhip μπάντα όπως οι My Chemical Romance – καταλήγει ως εξής: ” Φανατικός υπερασπιστής των ζώων, ο Morrissey ψηφίστηκε από τους θεατές του BBC το 2006 ως δεύτερος πιο εμβληματικός εν ζωή Βρετανός μετά τον Σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο [Ο αγαπημένος εθνικός ταξιδευτής / ντοκιμοντερίστας / φυσιοδίφης των Άγγλων]. Το 2007 ψηφίστηκε ως ο σπουδαιότερος άντρας του [Αγγλικού] Βορρά όλων των εποχών [!], σε δημοψήφισμα εφημερίδας εθνικής κυκλοφορίας [ποιας;] Το 2012, του παραδόθηκαν επίσημα τα κλειδιά της πόλης του Τελ – Αβίβ. Έχει ειπωθεί [από ποιόν;] οτι ‘οι πιο πολλοί ποπ σταρ πρέπει να είναι νεκροί για να πετύχουν το εμβληματικό στάτους που έχει ήδη κερδίσει στη ζωή του ο Morrissey’ ”
Το “στάτους” του είναι διεθνές, παγκόσμιο κι αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ενώ φυσικά παραμένει “εθνικός θησαυρός” για τη Βρετανία, μια κατηγορία όμως όλο και πιο ξεχειλωμένη πάνω στην αγωνία των Βρετανών να περισωθούν εθνικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά σε μια κουλτούρα που έχει παραδοθεί φυσιολογικά στην Αμερικανική εκδοχή των αγγλόφωνων πραγμάτων. Ο ίδιος πάντως, χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό της μετριοπάθειας, κάνει λόγο τακτικά στο βιβλίο για “εμάς τους Ιρλανδούς Καθολικούς” (οι γονείς του έφτασαν στο Μάντσεστερ από το Δουβλίνο) και μια από τις πρώτες μεγάλες συγκινήσεις της ζωής του ήταν όταν τον πήγε παιδάκι ο πατέρας του στο Ολντ Τράφορντ να δει τον επίσης Ιρλανδό George Best να παίζει με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο μικρός Στίβεν λιποθύμησε εκείνο το απόγευμα στις εξέδρες εξαιτίας της έντασης και του ήλιου, όπως γράφει.
Τρία τραγούδια – κλειδιά στην αισθηματική αγωγή του Morrissey
“You’ve Lost that lovin’ feeling” από τους Righteous brothers
“Come and Stay with me” από την Marianne Faithfull
“Bless You” από τον Tony Orlando
“Η θλίψη μπορεί συχνά …να είναι απλά…κούραση”
Μερικά αγαπημένα αποφθέγματα στα οποία σκοντάφτει κανείς διαβάζοντας την “Αυτοβιογραφία”:
Ο ποπ σταρ που διαμαρτύρεται για οτιδήποτε, εγκαλείται από όλους ως μικροπρεπής.
Είμαι τόσο αηδιάσμενος που ικετεύω κόσμο να με σκοτώσει. Πολλοί δηλώνουν ενθουσιώδη προθυμία.
Για τον Bowie του 1972: Η καταραμένη – ψυχή – ως – σωτήρας – της – κοινωνίας, κήρυκας και αναμορφωτής, ελεύθερος πια από τη δική του δυστυχισμένη προεφηεβεία και πρόθυμος να σε βοηθήσει με τη δική σου, αν οι Black Sabbath και οι Deep Purple αποδειχτούν ανεπαρκείς.
Για τη Nico: Λατρεύω τα τέσσερα στούντιο άλμπουμ της, κανένα από τα οποία δεν περιέχει ούτε την πιο αμυδρή υποψία ελπίδας.
Για τους “κλοσάρ” στο μεταπολεμικό Μάντσεστερ : Είναι οι επιζήσαντες της μανιακής εκκεντρικότητας του Τσόρτσιλ και του Χίτλερ που ζουν στην αποχέτευση του αστικού σκότους, σέρνοντας τις παράξενες σκιές τους στις πλατείες της πόλης.
Για τη Μητέρα ( “Η Μητέρα είναι η Μητέρα και ποτέ η Μαμά”) και τον Μπαμπά: Ο Μπαμπάς παίζει ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο και του αρέσουν τα αστεία, ενώ η Μητέρα τίποτα από τα δύο, η λάμψη της όμως σταματά την κυκλοφορία όταν με πηγαίνει σχολείο.
Για την Chrissie Hynde: Μπορεί να σε κάνει να γελάσεις ακόμα και σε κηδεία τριδύμων.
Διάλογος με τον David Bowie (τέλη 90’s):
DB: Έχω κάνει τόσο πολύ σεξ και ντραγκς στη ζωή μου που δεν πιστεύω οτι είμαι ακόμα ζωντανός
M: Έχω κάνει ΤΟΣΟ ΛΙΓΟ σεξ και ντραγκς στη ζωή μου που δεν πιστεύω οτι είμαι ακόμα ζωντανός
Ο Arthur Kane των λατρεμένων του New York Dolls, στα πολύ τελειωμένα, εξομολογείται στον Μ. τον καημό του: Δεν το πιστεύω οτι πάνε και δίνουν 45 δολάρια για t shirt New York Dolls στο Urban Outfitters ενώ μπορούν να ΚΟΙΜΗΘΟΥΝ μαζί μου με λιγότερα.
Σατόρι στη Σαλονίκη
2006: Μετά τις εκδηλώσεις λατρείας στο Aragon Ballroom του Σικάγο, ο Morrissey προσγειώνεται σε Ελληνικό έδαφος:
Το Σάββατο 25 Νοεμβρίου στην Αθήνα της Ελλάδας φέρει την ίδια δυναμική ενέργεια, κι όμως το κοινό είναι ένα διαφορετικό είδος ονειρικού δολώματος που λαχταρά να το γευτείς με το κουτάλι. Ο ένας αγέλαστος Άδωνις μετά τον άλλο καταφτάνουν και γεμίζουν το χώρο, φρεσκοφτιαγμένοι και αφοσιωμένοι στα τραγούδια. Δύο μέρες μετά στη Θεσσαλονίκη, το λαμπερά καλοντυμένο κοινό μοιάζει αποκλειστικά αντρικό. Ο εκκωφαντικός βρυχηθμός του κόσμου σβήνει κι εγώ επιστρέφω στο κελί μου. Το επόμενο πρωί μια νεαρή γυναίκα στέκεται στο λόμπι του ξενοδοχείου σαν την Arletty σε κατάρρευση, με νεύρα τόσο τεντωμένα που επιτρέπουν μόνο μια χαμηλόφωνη και κομματιασμένη εκφορά λέξεων. Μου μιλά σα να είμαι ιερέας. Ακουμπά το χέρι μου με αφύσικη λεπτότητα, σα να αγγίζει αλάβαστρο. Το αφήνω να περάσει. Δε θα το άντεχα αν μου έκλεβαν ξαφνικά την καρδιά.
Σημείωση: Η Arletty (1898 – 1992) ήταν Γαλλίδα ηθοποιός, τραγουδίστρια και μοντέλο, γνωστή σε πολλούς από την εμφάνιση της στο “κατοχικό” αριστούργημα του 1944, “Τα Παιδιά του Παραδείσου” του σκηνοθέτη Μαρσέλ Καρνέ. Φυλακίστηκε μετά τον πόλεμο για τη σχέση της με αξιωματικό της Λουβτβάφε. Αργότερα θα δήλωνε: “Η καρδιά μου είναι Γαλλική αλλά ο κώλος μου διεθνής”.
Λιτανεία στην Αγία Τριάδα: Iggy Pop, Lou Reed, Patti Smith
Ο Iggy Pop, ο Lou Reed και η Patti Smith έχουν μυστικά που δεν έχουν χαθεί ποτέ επειδή ο φιλοπερίεργος νους δεν μπορεί να μπει εκεί μέσα. Αυτή η τριάδα κάνει υψηλή διακοσμητική τέχνη με μια εκπληκτική κατανόηση του effect. Η συμβολή τους στη σκέψη, τους κάνει να είναι οι δικοί μας Γκέτε, Ζιντ, και Γερτρούδη Στάιν, και μας δηλώνει οτι όλοι μπορούμε να βρεθούμε εκεί όπου αναζητούμε – με φευγαλέα ειρωνεία πάντα. Βάζουν όλο τον εαυτό τους ενέχυρο στην κάθε στιγμή. Η παράτολμη μεγαλοπρέπεια του πρώιμου Lou Reed παίρνει τη θέση της στο λογοτεχνικό πάνθεον εν μέρει επειδή αυτός αρνήθηκε κάθε παράδοση τόσο στο γράψιμο όσο και στη σωματική παρουσίαση… Μας προσφέρουν ένα περήφανο σημάδι κακής ανατροφής, αλλά και του οτι κουβαλάμε μέσα σε μας όλα αυτά που αναζητούμε έξω από μας. Η αυθάδεια τους είναι προσβάσιμη ακόμα, όταν όμως το νεκροτομείο τους καλέσει νωχελικά , η τραχιά τους εκφραστικότητα θα τους σύρει στην αγιογραφία, και τότε θα καταλάβεις οτι το νόημα τους είναι πολύ μεγαλύτερο από οτιδήποτε μοιάζει λογικό όσο είναι εν ζωή…
Επίμετρο: I am human and I need to be loved
Ο κωμικός Peter Serafinowicz τραγουδά α λα Morrissey την πρώτη και δεύτερη σελίδα του βιβλίου στη μελωδία του “William it was really nothing” και “How Soon is Now?” αντίστοιχα.