Από τη μια η Νορβηγία. Από την άλλη η Αλάσκα. Πολύ κρύο, βρε παιδί μου, ξαφνικά! Κάτω από τα βρύα και τους πάγους, όμως, το αίμα βράζει – και είναι ελληνικό. Γιάννης Βεσλεμές, Γιάννης Φάγκρας. Οι δυο σκηνοθέτες εναποθέτουν τις πολυαναμενόμενες ταινίες τους -και όχι τις ελπίδες τους- στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του 55ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που φέτος, εκτός των άλλων, γιορτάζει τα 100 χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου.
Κοινά σημεία στις δυο ταινίες ο παγωμένος Βορράς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις καθορίζει και η ανυπομονησία του κοινού να τις δει -την κάθε μία για διαφορετικούς λόγους. Από εκεί και πέρα, δυο πολύ διαφορετικές «περιπέτειες». Ένα σινεμά εκ διαμέτρου αντίθετο αλλά εξίσου ενδιαφέρον -ακριβώς όπως και οι ίδιοι οι δημιουργοί τους.
Ο 35χρονος Γιάννης Βεσλεμές, διεισδύει μέσα από τη Νορβηγία του στον κόσμο των βαμπίρ που χορεύουν στην Αθήνα της νύχτας. Ο σκηνοθέτης, γνωστός και ως Felizol στον χώρο της μουσικής, όπου συχνά συνεργάστηκε με τον The Boy (ή κατά κόσμον Αλέξανδρο Βούλγαρη, επίσης σκηνοθέτη), δίνοντας μόνος ή μαζί του ιδιαίτερα εγχειρήματα άξια προσοχής, επιχειρεί, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, να μας γνωρίσει έναν –ρομαντικό– βρικόλακα που, επιτέλους, μιλάει ελληνικά μέσα στην κιτς δεκαετία του ’80, μια εποχή καθοριστική για την ελληνική κοινωνία.
Ο 50χρονος Γιάννης Φάγκρας ταξιδεύει στις παγωμένες θάλασσες της Αλάσκας το πλοίο τού Forget Me Not, ίσως την τελευταία ελληνική ταινία που γυρίστηκε σε φιλμ. Δέκα ολόκληρα χρόνια διήρκεσε, για οικονομικούς και γραφειοκρατικούς λόγους ανεξαρτήτως της θέλησης του σκηνοθέτη, η προσπάθεια δημιουργίας της. Αποτέλεσμα να πλεχτεί ένας μύθος γύρω της –που, επιτέλους, σε λίγο θα αποκαλυφθεί. Προς το παρόν, ο Γιάννης Φάγκρας μπορεί να χαίρεται που η πρώτη ταινία του, Πες στη Μορφίνη Ακόμα την Ψάχνω (2001), καλτ στην εποχή της, βρίσκεται ανάμεσα στις 20 που επέλεξε το κοινό από μία λίστα 200 ταινιών, για να προβληθούν στο επετειακό αφιέρωμα του φεστιβάλ στον ελληνικό κινηματογράφο.
Με διαφορετικές εμπειρίες πίσω τους και με μια γενιά απόσταση μεταξύ τους, οι δύο κινηματογραφιστές μιλάνε για το ελληνικό σινεμά που σβήνει τα 100 κεράκια του –και το αγαπούν–, για όσα τους σημάδεψαν και τους έκαναν σκηνοθέτες, για την κρίση, για το μέλλον και φυσικά για τις ταινίες τους.
Εκατό χρόνια ελληνικού κινηματογράφου. Τι είναι αυτό που έχετε κρατήσει μέσα σας ως θεατές του; Υπάρχουν ταινίες που έμειναν στην καρδιά σας;
Γιάννης Βεσλεμές: Πέρασα την εφηβεία μου στην Ταινιοθήκη της Κανάρη, το «Άστυ» και το «Παλλάς», βλέποντας ελληνικές ταινίες. Όσο αγνοούσα μικρός το σινεμά του ’50 και του ’60, τόσο ρούφηξα στην εφηβεία μου τα κινηματογραφικά μισόλογα, τα σκουπίδια αλλά και τις σπουδαίες ταινίες του ’70 και του ’80. Εξακολουθώ ακόμα και τώρα να βρίσκω ενδιαφέρον στο ελληνικό σινεμά εκείνης της εποχής, κυρίως γιατί γνώρισα για παράδειγμα πρώτα τον Παναγιωτόπουλο και μετά τον Γκοντάρ, τον Νικολαΐδη πριν από τον Χάουαρντ Χοκς, τον Πανουσόπουλο πριν από τον Φελίνι. Απολαμβάνω τις φιλόδοξες αποτυχίες πιο πολύ από τις μετριοπαθείς, «μαζεμένες» ταινίες. Και στα 70s και τα 80s το ελληνικό σινεμά μας χάρισε (ακόμα και τώρα άγνωστες) εξαιρετικές ταινίες. Οι Ακατανίκητοι Εραστές και το Σχετικά Με Τον Βασίλη του Σταύρου Τσιώλη. Η Υπόγεια Διαδρομή του Απόστολου Δοξιάδη. Η Γυναίκα Που Έβλεπε Τα Όνειρα του Νίκου Παναγιωτόπουλου, οι μικρού μήκους (Σπιτάκια Ελαφρού Τύπου & Η Θεία) του Γιάννη Ακονίδη πρέπει να βρουν επιτέλους το κοινό τους!
Γιάννης Φάγκρας: Μέσα σε 100 χρόνια κινηματογράφου δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι. Σε όλες τις εποχές έχουν γίνει ωραίες ταινίες. Με το ελληνικό σινεμά είχα ασχοληθεί όταν ήμουν μικρός όπως οι περισσότεροι, βλέποντας δηλαδή ταινίες Σάββατο βράδυ στην τηλεόραση και διασκεδάζοντας με τον Βέγγο, που ήταν από τους αγαπημένους μου. Πολύ αργότερα, μία ταινία που με εξέπληξε όταν την είδα σε μεγάλη πια οθόνη, σε ένα αφιέρωμα που γινόταν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, ήταν ο Φόβος του Κώστα Μανουσάκη (1966), που παίζει κι ο Αλέξης Δαμιανός. Μια άλλη που έτυχε και λόγω ηλικίας να με σημαδέψει, ήταν η Γλυκιά Συμμορία του Νίκου Νικολαΐδη. Ήταν η εποχή που πήγαινα στο Στούντιο κι έβλεπα ταινίες, τότε που άρχισα να ενδιαφέρομαι να κάνω κάτι στον κινηματογράφο, κάπου γύρω στα 18 μου. Ήταν μια ταινία με την οποία μπορούσα να επικοινωνήσω. Κι όταν την είδα ένιωσα ότι μπορούσα να κάνω κι εγώ σινεμά στην Ελλάδα.
Πως βλέπετε το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου; Η κριτική «ταμπέλα» του στυλ «καλή ελληνική ταινία» ή «καλή για ελληνική ταινία» που επί χρόνια τον στιγμάτιζε, έσβησε επιτέλους;
Γιάννης Φάγκρας: Δεν βλέπω κανένα φως στην άκρη του τούνελ. Δεν νομίζω βέβαια ότι θα πεθάνει το ελληνικό σινεμά γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να κάνουν ταινίες, που θέλουν να «θυσιαστούν» για αυτό, γιατί είναι η ανάγκη τους να κάνουν ταινίες, θα υπάρχει. Από την άλλη, το ελληνικό σινεμά έχει την ατυχία πάντα να συγκρίνεται με το αμερικανικό ή το ευρωπαϊκό κατά κύριο λόγο. Δεν μου άρεσε ποτέ η ταμπέλα «ελληνική» ταινία που είχε γίνει κλισέ. Δεν λέω ότι κακώς το λέγανε, είχε επικρατήσει και υπήρχε και λόγος για αυτό, αλλά δεν μου άρεσε που το λέγανε. Ούτε είμαι τόσο σίγουρος ότι ήταν, όπως συχνά λεγόταν, το σενάριο το αδύναμο σημείο του ελληνικού κινηματογράφου. Το σινεμά δεν είναι μόνο σενάριο, όπως έχει αποδειχθεί από τόσους, είναι και σκηνοθεσία και ήχος και ερμηνεία και… και…
Γιάννης Βεσλεμές: Κατά καιρούς υπήρχε πολύ καλό ελληνικό σινεμά -και σε κακοχαρακτηρισμένες δεκαετίες όπως του ’80, τα νούμερα στα εισιτήρια της αίθουσας ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσια από τα σημερινά. Η διαφορά είναι ότι σήμερα υπάρχει η γνώση και η όρεξη γύρω από τον μηχανισμό των φεστιβάλ και των διεθνών πωλήσεων και οι ταινίες μοιάζουν πιο «εξωστρεφείς». Όχι στη φόρμα ή στο περιεχόμενο απαραίτητα, αλλά σίγουρα στη διαχείριση και στην προώθησή τους. Τα εισιτήρια στην αίθουσα είναι απογοητευτικά, τα budgets συρρικνώνονται αλλά οι ίδιες οι ταινίες κρατάνε το επίπεδο ψηλά. Είναι μια τρέλα που αν δεν αντιμετωπιστεί σοβαρά από όλους θα πιάσει πάλι πάτο.
Ποια η γνώμη σας για το επονομαζόμενο «Greek weird wave»; Είναι μια πραγματικότητα (που έγινε της μόδας) ή ένα δημιούργημα του Τύπου (και συγκεκριμένα του δημοσιογράφου Steve Rose του Guardian);
Γιάννης Βεσλεμές: Το ελληνικό σινεμά ήταν πάντα παράξενο. Ο Steve Rose προφανώς δεν έχει δει το Oh Babylon του Φέρρη, την Ανατολική Περιφέρεια του Βαφέα, την Μανία του Πανουσόπουλου ή όλη την φιλμογραφία του Τορνέ. Τους τωρινούς δημιουργούς του ελληνικού σινεμά τους ενώνει σίγουρα μια νέα συντροφικότητα και μια ανοχή στη διαφορετικότητα του σινεμά του καθενός. Αν αυτό είναι κύμα δε με ενδιαφέρει και πολύ. Σίγουρα είναι κάτι ψυχωμένο, επιθετικό και προς το παρόν σχετικά αποτελεσματικό.
Γιάννης Φάγκρας: Δεν υπάρχει τέτοιο κύμα κατά τη γνώμη μου. Ήταν κάτι που υπήρχε και πέρασε. Ξεκίνησε σαν προσωπική έκφραση κάποιων και μετά ακολούθησαν και άλλοι, καριερίστικα, προσδοκώντας την επιτυχία μιμούμενοι. Με τίποτα πάντως αυτό δεν περιγράφει το ελληνικό σινεμά. Δεν είναι η nouvelle vague της Ελλάδας!
Πως αγγίζει η κρίση τον ελληνικό κινηματογράφο και πως εσάς και το έργο σας; Πως νιώθετε σαν Έλληνας σκηνοθέτης ή, ας το πούμε αλλιώς, σαν σκηνοθέτης στην Ελλάδα σήμερα;
Γιάννης Φάγκρας: Εγώ ήμουν σε κρίση πριν από την κρίση! Από την Μορφίνη είχα πρόβλημα. Κανείς δεν δέχθηκε τότε να την κάνει. Όπως και το Forget Me Not τώρα. Η ταινία ήταν «σε κρίση» από τότε που κρίθηκε κατάλληλη να γίνει. Και μετά ήρθε και η κρίση! Φυσικά και με επηρέασε. Δεν είχα να πληρώσω συνεργάτες, ήμουν άνεργος. Αλλά έτσι ήμουν πάντα. Τα έκανα όλα «χειροποίητα». Δεν μου αρέσει η τυποποίηση του «Έλληνα» σκηνοθέτη. Αλλά και σαν σκηνοθέτης στην Ελλάδα νιώθω ανεπιθύμητος. Ανεπιθύμητος από την Ελλάδα, από το σύστημα. Αισθάνομαι ότι η τέχνη εδώ είναι ανεπιθύμητη -είτε από πλευράς πολιτείας είτε από πλευράς κοινού. Το πλατύ κοινό –αυτό εννοώ κι όχι τους σινεφίλ– αδιαφορεί.
Γιάννης Βεσλεμές: Γενικά είμαι υπέρ της προσωπικής μυθολογίας. Ο καθένας φτιάχνει έναν κινηματογραφικό μικρόκοσμο και προσπαθεί να τον επικοινωνήσει. Η πραγματικότητα τρυπώνει συχνά πυκνά αλλά δεν είναι μάλλον συνετό να την αφήνεις να κυριαρχήσει στη διάθεση και στο υλικό σου. Εμένα μου αρέσει η πραγματικότητα ή τα βιώματα να καμουφλάρονται. Το ίδιο και η όποια ελληνικότητα. Να κρύβονται πίσω απ’ τη μυθοπλασία και τις λεπτομέρειες.
Η μία ταινία έχει τίτλο Νορβηγία και η άλλη ανάσα και χώρο της την Αλάσκα. Μήπως, έμμεσα, υπονοείτε να φύγουμε όσο γίνεται πιο μακριά από εδώ; Από τον Νότο στον Βορρά;
Γιάννης Βεσλεμές: Το αντίθετο! Οι ήρωες μου ζούνε στην πραγματικότητα σε μια λούπα που κινείται παράλληλα με τον δικό μας κόσμο. Είναι απλά χαρούμενοι γιατί νομίζουν ότι βρίσκονται στα ζεστά και απέναντί τους έχουν το παγωμένο βασίλειο. Η Νορβηγία όμως έχει άλλα σχέδια. Η Νορβηγία Κατεβαίνει Στη Μεσόγειο. Είναι κοντά μας.
Γιάννης Φάγκρας: Υπάρχουν δέκα εκατομμύρια Έλληνες στην Ελλάδα και άλλα δέκα στον υπόλοιπο κόσμο. Το «να φεύγεις» είναι μια ιστορία ελληνική από πολύ παλιά. Ο Έλληνας πάντα έφευγε και η περιπλάνησή του ως την άκρη του κόσμου είναι ένα θέμα που με ενδιαφέρει.