Ποια επαγγέλματα θα επηρεαστούν περισσότερο από μοντέλα τύπου ChatGPT και σε ποια ίσως υπάρξει θετικός αντίκτυπος
Ο «Χ» ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που δοκίμασαν το «ChatGPT-4», προτού αυτό διατεθεί στο ευρύ κοινό. Δεσμευόταν μεν για τη σιωπή του, στο πλαίσιο συμφωνίας εμπιστευτικότητας με τη δημιουργό του μοντέλου, «OpenAI», αλλά παρόλα αυτά, πριν από λίγες ημέρες εξομολογήθηκε στους «New York Times» ότι η αλληλεπίδραση με το «ChatGPT-4» τού προκάλεσε υπαρξιακή κρίση, επειδή του αποκάλυψε πόσο ισχυρή και δημιουργική είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ), σε σχέση με τον «μικροσκοπικό» ανθρώπινο εγκέφαλό του.
Τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα (LLMs), αλλά και τα πολυτροπικά (multimodal) μεγάλα γλωσσικά μοντέλα, που δεν διαχειρίζονται μόνο λέξεις, φαίνεται πως ήρθαν για να μείνουν και ένα από τα μεγάλα ερωτήματα είναι πώς πιθανώς θα επηρεάσουν την αγορά εργασίας και ποια επαγγέλματα ενδεχομένως απειλούν περισσότερο. Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά έδωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Αλεξάνδρα Γούτα ο Κωνσταντίνος Πουλιάκας, εμπειρογνώμονας του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), αποκεντρωμένου οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
«Οι δυνατότητες της ΤΝ είναι πιθανό να συνεχίσουν να εξελίσσονται, προς μια κατεύθυνση που ακόμη και οι ειδικοί δεν μπορούν να προβλέψουν. Η ασφαλέστερη και πιο υπεύθυνη απάντηση στο ερώτημα “Πώς είναι πιθανό να επηρεάσει η δημιουργική Τεχνητή Νοημοσύνη (Generative AI) την αγορά εργασίας;” είναι “κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει, αλλά μόνο να εικάζει”» ξεκαθαρίζει ο εμπειρογνώμονας του ευρωπαϊκού κέντρου. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι βάσει έρευνας του 2023 (Eloundou et al), οκτώ στους δέκα (80%) εργαζόμενους/ες στις ΗΠΑ ενδέχεται να δουν τουλάχιστον το 10% των εργασιακών τους καθηκόντων να επηρεάζεται από τα συγκεκριμένα μοντέλα ΤΝ. Περίπου δύο στους δέκα (19%) πιθανώς να δουν τουλάχιστον το ήμισυ των εργασιών τους να δέχονται τον αντίκτυπο της χρήσης των LLMs.
Σύμφωνα δε με πρόσφατη, μη ακαδημαϊκή έκθεση, της «Goldman Sachs», έως και 300 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε όλες τις μεγάλες οικονομίες θα μπορούσαν να επηρεαστούν από τη δημιουργική Τεχνητή Νοημοσύνη (generative AI). Μάλιστα, το 7% των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από τέτοια μοντέλα και το 63% να «συμπληρωθούν» από αυτά.
Οι πιθανώς πιο εκτεθειμένοι κλάδοι
Κατά άλλη φετινή έρευνα (Felten et al), οι τρεις κλάδοι που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στα προηγμένα γλωσσικά μοντέλα είναι αυτοί των νομικών υπηρεσιών, των εμπορευμάτων και των μετοχών και των πρακτορείων διαμεσολάβησης και άλλων ασφαλιστικών δραστηριοτήτων. Τα δε επαγγέλματα που ενδέχεται να επηρεαστούν περισσότερο αρνητικά από τα LLMs περιλαμβάνουν τους τηλεπωλητές και μια ποικιλία καθηγητών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ειδικότερα όσων ασχολούνται με γλώσσες και λογοτεχνία ή ιστορία), καθώς και τους δικηγόρους και το διοικητικό προσωπικό.
«Το τελευταίο δεν αποτελεί έκπληξη, λαμβάνοντας υπόψη τις τεράστιες βελτιώσεις της παραγωγικότητας, που μπορούν να επιτευχθούν με τη δημιουργική Τεχνητή Νοημοσύνη, ιδίως σε εργασίες γραφής. Μια πρόσφατη πειραματική μελέτη των Noy κ.ά. (2023), για παράδειγμα, διαπιστώνει ότι η ChatGPT εκτελεί τέτοιου είδους εργασίες σε σημαντικά μικρότερο χρόνο και με υψηλότερη ποιότητα από μια ομάδα επαγγελματιών με κολλεγιακή εκπαίδευση» παρατηρεί ο κ.Πουλιάκας, ενώ προσθέτει πως είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι οι έρευνες που επικεντρώνονται στα LLMs περιλαμβάνουν πολύ αβέβαιες «προβλέψεις». Κι αυτό διότι κοινωνικοί, οικονομικοί, ρυθμιστικοί και άλλοι δυναμικοί παράγοντες είναι πιθανό να επηρεάσουν την ενδεχόμενη επίδραση των LLMs στην παραγωγικότητα. Η απορρόφηση και διάχυση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών στους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, που συχνά προσκρούει στην αντίσταση και στα κενά δεξιοτήτων των εργαζομένων, προσθέτει.
Θετικός ο αντίκτυπος για τα επαγγέλματα Πληροφορικής
Θετικό αντίκτυπο ενδέχεται να έχoυν τελικά στα επαγγέλματα Πληροφορικής και Επικοινωνιών τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα όπως το GPT, απαλλάσσοντας τους προγραμματιστές από μονότονες εργασίες ρουτίνας και απελευθερώνοντας χρόνο για πιο δημιουργικές επαγγελματικές ενασχολήσεις, σύμφωνα με τον κ.Πουλιάκα. Όπως παρατηρεί, από τη μια πλευρά γίνεται ολοένα πιο εμφανές ότι η γνώση του «πώς να γράφεις κώδικα από από το μηδέν» είναι πιθανό να καταστεί σύντομα παρωχημένη δεξιότητα. Κι αυτό διότι τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα (LLMs), όπως το GPT, παρουσιάζουν πλέον εκπληκτική ικανότητα στη δημιουργία κώδικα προγραμματισμού, βάσει προηγούμενων οδηγιών του χρήστη. Ωστόσο, από την άλλη, «oι περισσότερες από τις εργασίες δημιουργίας κώδικα που είναι πιθανό να αναλάβουν τα LLMs είναι ρουτίνας. Ως εκ τούτου, τα μοντέλα αυτά είναι πιθανό να απελευθερώσουν πολύτιμο χρόνο, προς όφελος των προγραμματιστών λογισμικού» εκτιμά και υπενθυμίζει ότι ο κλάδος του προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών και συναφών δραστηριοτήτων είναι ένας από τους τομείς που έχουν δει, σε επίπεδο ΕΕ, μια από τις πιο αξιοσημείωτες αυξήσεις της απασχόλησης από το 2012 (+79%).
Ομοίως, οι «developers και αναλυτές λογισμικού και εφαρμογών» είναι ένας επαγγελματικός κλάδος, που αντιμετωπίζει συνεχείς ελλείψεις εργατικού δυναμικού στην ΕΕ από το 2016. Σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προβλέψεις του Cedefop για τις δεξιότητες, οι επαγγελματίες πληροφορικής και επικοινωνιών είναι πιθανό να συνεχίσουν να βιώνουν ισχυρή αύξηση της απασχόλησης, λόγω της επέκτασης της ζήτησης, δηλαδή της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, πέραν των ήδη υφιστάμενων. Η εκτίμηση είναι για αύξηση σε 7,3 εκατομμύρια το 2035, από περίπου 6,3 εκατομμύρια εργαζόμενους το 2021. Επιπλέον, αυτή η επαγγελματική ομάδα είναι λιγότερο πιθανό να αντιμετωπίσει προβλήματα εξαιτίας της ανάγκης αντικατάστασης εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, καθώς η σύνθεσή της περιλαμβάνει συνήθως νεότερα άτομα.
Και σε αυτή την περίπτωση βέβαια, φαίνεται ότι ισχύει το «αν δεν μπορείς να τους νικήσεις, πήγαινε με το μέρος τους». Σύμφωνα με έρευνα του 2023 (Peng et al.), που επικαλείται ο κ.Πουλιάκας, οι προγραμματιστές λογισμικού που έχουν πρόσβαση σε ένα εργαλεία προγραμματισμού με Τεχνητή Νοημοσύνη (TN), όπως το «GitHub Copilot», είναι κατά 55,8% πιο παραγωγικοί (ταχύτεροι) από ό,τι μια ομάδα ελέγχου ανθρώπων προγραμματιστών, χωρίς αντίστοιχη βοήθεια. «Αυτό αναδεικνύει ότι αντί να ανησυχούμε για τις πιθανές καταστροφικές επιπτώσεις των διάφορων μορφών ΤΝ στην αγορά εργασίας, η πραγματική πρόκληση είναι πώς θα διασφαλίσουμε ότι οι εταιρείες και οι οργανισμοί θα υιοθετήσουν και θα αναπτύξουν αποτελεσματικά τις τεχνολογίες ΤΝ με τον λεγόμενο “ανθρωποκεντρικό” τρόπο» υπογραμμίζει.
Kατά τον κ.Πουλιάκα, οι δεξιότητες των επαγγελματιών Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) απαξιώνονται πολύ γρήγορα, σε μια περίοδο που οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι τόσο ραγδαίες, γεγονός που δημιουργεί διαρκής ανάγκες για αναβάθμιση των επαγγελματικών τους προσόντων. «Ο πολλαπλασιασμός των LLMs είναι πιθανό να εντείνει την ανάγκη για περισσότερους επαγγελματίες ΤΠΕ στο μέλλον, οι οποίοι θα αποτελέσουν καταλύτες στη διαδικασία περαιτέρω ανάπτυξης και διάχυσης των εν λόγω μορφών ΤΝ στις επιχειρήσεις και τους δημόσιους οργανισμούς. Είναι επομένως αληθές ότι η ανάγκη για αναβάθμιση των επαγγελματικών δεξιοτήτων τους τονίζεται περισσότερο» σημειώνει ο κ.Πουλιάκας.
Η ΕΕ δεν επικεντρώνεται στην προώθηση της ΤΝ «πάση θυσία»
Πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αλλά και τα ευρωπαϊκά συστήματα αυτή τη νέα πραγματικότητα στην αγορά εργασίας; Προλαβαίνουν; Κατά τον κ.Πουλιάκα, η ΕΕ έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή ένα ολοκληρωμένο σύνολο κανονισμών και πρωτοβουλιών πολιτικής, για να καθοδηγήσει και να κατευθύνει τα κράτη- μέλη της προς την επόμενη «ψηφιακή δεκαετία». Έχουν επίσης τεθεί φιλόδοξοι στόχοι, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να απασχοληθούν 20 εκατομμύρια εξειδικευμένοι εργαζόμενοι στις ΤΠΕ έως το 2030 και το 75% των εταιρειών της ΕΕ να χρησιμοποιούν τεχνολογίες, που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη (cloud, big data, AI). Επιπλέον, το ευρωπαϊκό νομοσχέδιο για την ΤΝ υπήρξε η πρώτη πρόταση παγκοσμίως για ένα νομικό πλαίσιο που θα ρυθμίζει συγκεκριμένες χρήσεις της, ενώ το συντονισμένο σχέδιο για την ΤΝ προωθεί τη στρατηγική ευθυγράμμιση, πολιτική δράση και επιτάχυνση των επενδύσεων στον χώρο.
«Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες τεχνολογικές καινοτομίες, χρειάζονται κανόνες για να διασφαλιστεί ότι τα βασικά πρωτότυπα της Τεχνητής Νοημοσύνης (όπως τα LLMs, που γνωρίσαμε πρόσφατα), θα αναπτυχθούν με τρόπο που εγγυάται την εμπιστοσύνη, την ασφάλεια και τα θεμελιώδη δικαιώματα, προωθώντας παράλληλα την αριστεία στην καινοτομία. Αυτή είναι μια θεμελιώδης διαφορά της προσέγγισης της ΕΕ στην ΤΝ, σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, όπως οι ΗΠΑ ή η Κίνα: η ΕΕ δεν έχει επικεντρωθεί στην προώθηση της ΤΝ και των νεοφυών επιχειρήσεων του χώρου “πάση θυσία”, αλλά προσπάθησε να προωθήσει την καινοτομία, εξετάζοντας ταυτόχρονα τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις αυτών των νέων ψηφιακών τεχνολογιών για την εργασία και την κοινωνία. Μια σημαντική διαφορά των καινοτομιών που αφορούν την ΤΝ, σε σχέση με τις τεχνολογίες του παρελθόντος, είναι ότι αυτές οδηγούνται από κυρίαρχες ιδιωτικές τεχνολογικές εταιρείες. Αυτό υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο την ανάγκη το κράτος να επινοήσει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, που να επιτυγχάνει λελογισμένη ισορροπία μεταξύ παραγωγής νέων ιδεών και προϊόντων που δεν θέτουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη συμβολή ή θεμελιώδεις ελευθερίες και δικαιώματα» υπογραμμίζει.
Ενώ υπάρχουν και πάλι εκκλήσεις προς τα κράτη-μέλη να βάλουν «φρένο» στην ανάπτυξη των LLMs, σημειώνει, όπως είχε γίνει και πριν από μερικά χρόνια για τη φορολόγηση των ρομπότ, αυτό που είναι σημαντικό να διασφαλιστεί είναι ότι τα κράτη επιδιώκουν μια «ανθρωποκεντρική» προσέγγιση της ΤΝ: «Οι κυβερνήσεις, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να στοχεύουν να δώσουν κίνητρα για τη χρήση ΤΝ, που έχουν προφανή συμπληρωματικά χαρακτηριστικά με την ανθρώπινη εργασία. Η προώθηση της αναβάθμισης και της επανεκπαίδευσης όλων των εργαζομένων είναι το κλειδί για να διασφαλιστεί ότι η ψηφιακή μετάβαση δεν θα επιφέρει έντονες διαταραχές στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίσει την ιδανική συμπληρωματικότητα μεταξύ ανθρώπων και μηχανών. Αποτελεί πάντα πρόκληση για τις κυβερνήσεις και τις κανονιστικές ρυθμίσεις να συμβαδίζουν με τις νέες αγορές εξελίξεις της αγοράς. Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις της αγοράς δεν είναι ντετερμινιστικές- προσεκτικά σχεδιασμένοι κανόνες και κανονισμοί απαιτούνται που θα διαμορφώσουν το επιθυμητό μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου» καταλήγει.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)