Στις 6 Απριλίου του 1896 «ξαναγεννιούνται» οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 γνωστοί και ως Αγώνες της 1ης Ολυμπιάδας, ήταν η πρώτη διεθνής αθλητική διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων μετά την αναβίωσή τους στη σύγχρονη εποχή. Διοργανώθηκε στην Αθήνα από τις 25 Μαρτίου έως τις 3 Απριλίου 1896 (6 Απριλίου – 15 Απριλίου με το γρηγοριανό Ημερολόγιο).
Επειδή η Αρχαία Ελλάδα ήταν το μέρος που “γεννήθηκαν” οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η Αθήνα θεωρήθηκε ως η ιδανικότερη επιλογή για να φιλοξενήσει και την πρώτη διεξαγωγή των σύγχρονων. Η επιλογή της διοργανώτριας χώρας έγινε σε συνέδριο που οργάνωσε ο Πιερ ντε Κουμπερτέν, Γάλλος παιδαγωγός και ιστορικός, στο Παρίσι, στις 23 Ιουνίου 1894. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) ιδρύθηκε επίσης κατά τη διάρκεια αυτού του συνεδρίου.
Αν και ο αριθμός των αθλητών που πήραν μέρος ήταν μικρός, παρ’όλα αυτά η συμμετοχή ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τότε σε αθλητική διοργάνωση. Οι Αγώνες είχαν μεγάλη επιτυχία και υπήρξε μεγάλη συμμετοχή του ελληνικού κοινού, ιδιαίτερα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το μοναδικό Ολυμπιακό στάδιο που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 19ο αιώνα. Σημαντική στιγμή για τους Έλληνες ήταν η νίκη του Σπύρου Λούη στον μαραθώνιο. Πιο επιτυχημένος αθλητής των Αγώνων αναδείχθηκε ο Γερμανός παλαιστής και γυμναστής Καρλ Σούμαν, ο οποίος κέρδισε συνολικά τέσσερα χρυσά μετάλλια.
Μετά το τέλος των Αγώνων, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, καθώς και πολλοί άλλοι (μεταξύ των οποίων και Αμερικανοί αθλητές), υποστήριξαν την ιδέα να διοργανωθούν και οι επόμενοι Αγώνες στην Αθήνα. Ο Κουμπερτέν όμως ήταν αντίθετος με αυτό, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί το Παρίσι ως η επόμενη διοργανώτρια πόλη. Έτσι, οι Αγώνες του 1900 έγιναν στη Γαλλία, αλλά επισκιάστηκαν από τη Διεθνή Έκθεση που συνδιοργανώθηκε εκείνη την περίοδο στην πόλη του Παρισιού.[2] Από τότε, εκτός των εμβόλιμων Μεσοολυμπιακών Αγώνων του 1906, οι Αγώνες επέστρεψαν στην Ελλάδα μόλις το 2004, για την 28η Ολυμπιάδα.
Η είδηση της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων από την Αθήνα έτυχε μεγάλης αποδοχής από το ελληνικό κοινό, τον τύπο και τη βασιλική οικογένεια. Σύμφωνα με τον Κουμπερτέν, “ο διάδοχος Κωνσταντίνος έμαθε με μεγάλη χαρά ότι οι Αγώνες θα αναβιώσουν στην Αθήνα”. Επίσης, ο Κουμπερτέν επιβεβαίωσε ότι “ο βασιλιάς και ο διάδοχος θα παρέχουν την υποστήριξή τους στη διοργάνωση αυτών των Αγώνων”.
Όμως, η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν άσχημη, ενώ υπήρχε αστάθεια με τη συνεχή εναλλαγή στην πρωθυπουργία του Χαρίλαου Τρικούπη με τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, τόσο ο πρωθυπουργός Τρικούπης, όσο και ο Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος είχε προσπαθήσει να οργανώσει μια σειρά εθνικών Ολυμπιάδων στο παρελθόν, πίστευαν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να διοργανώσει τη μεγάλη αυτή διοργάνωση. Το 1894, η οργανωτική επιτροπή υπό τον Στέφανο Σκουλούδη παρουσίασε έκθεση για το κόστος των Αγώνων. Το κόστος ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο από τις εκτιμήσεις του Κουμπερτέν. Δήλωσαν πως οι Αγώνες είναι αδύνατον να διεξαχθούν και παραιτήθηκαν. Το συνολικό κόστος της διοργάνωσης εκτιμήθηκε στα 3.740.000 δραχμές.
Με αμφίβολη την προοπτική της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Κουμπερτέν και ο Βικέλας ξεκίνησαν μία εκστρατεία για να κρατήσουν ζωντανό το Ολυμπιακό κίνημα. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, υποστηρικτής των Ολυμπιακών Αγώνων, αποφάσισε να ηγηθεί της οργανωτικής επιτροπής, όπως ανακοινώθηκε επίσημα από τον Βικέλα στις 7 Ιανουαρίου 1895.
Ο ενθουσιασμός του Κωνσταντίνου πυροδότησε ένα “κύμα” δωρεών από τον ελληνικό λαό, από τις οποίες κατάφερε να συγκεντρώσει 330.000 δραχμές. Εκδόθηκε ειδική σειρά γραμματοσήμων που απέφερε 400.000 δραχμές και από τις πωλήσεις των εισιτηρίων συγκεντρώθηκαν άλλες 200.000 δραχμές. Με παράκληση του Κωνσταντίνου, ο επιχειρηματίας Γεώργιος Αβέρωφ συμφώνησε να βοηθήσει στην ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου που κόστισε 920.000 δραχμές περίπου. Προς τιμήν της γενναιοδωρίας του, κατασκευάστηκε το άγαλμά του στην είσοδο του Σταδίου. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 5 Απριλίου 1896.
Η εμπειρία διοργάνωσης αγώνων ήταν σχετικά μηδαμινή στην Ελλάδα και έτσι η οργανωτική επιτροπή αντιμετώπισε δυσκολίες. Τα καθήκοντα τους ήταν θέσπιση των κανόνων των αγωνισμάτων και η πρόσκληση των αθλητών. Μερικοί αθλητές πήραν μέρος στους Αγώνες επειδή έτυχε να βρεθούν στην Αθήνα εκείνη την περίοδο για διακοπές ή εργασία (κάποιοι Βρετανοί συμμετέχοντες εργάζονταν στη Βρετανική πρεσβεία). Ολυμπιακό χωριό δεν υπήρχε και οι αθλητές όφειλαν να πληρώσουν μόνοι τους τα έξοδα διαμονής τους.
Ο πρώτος κανονισμός που ψηφίστηκε από τη ΔΟΕ το 1894, επέτρεπε μόνο σε ερασιτέχνες αθλητές να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Με εξαίρεση τα αγωνίσματα της ξιφασκίας, σχεδόν όλα τα υπόλοιπα διεξήχθησαν κάτω από ερασιτεχνικούς κανόνες. Οι κριτές έφεραν τα ίδια ονόματα όπως και στην αρχαιότητα: Αλυτάρχης, Έφοροι, Ελλανοδίκες. Τελικός κριτής ήταν ο Πρίγκιπας Γεώργιος και σύμφωνα με τον Κουμπερτέν, “η παρουσία του έδωσε βαρύτητα και κύρος στις αποφάσεις των εφόρων”.
Οι απόψεις αποκλίνουν σχετικά με το πόσοι, ποιοι και ποιων χωρών αθλητές έλαβαν μέρος στους Αγώνες. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αναφέρει ότι υπήρξαν συμμετοχές από 14 χώρες, χωρίς όμως να τις κατονομάζει. Κάποιες πηγές κάνουν λόγο για 12 (εξαιρούν τη Βουλγαρία και τη Χιλή), ενώ άλλες για 13 χώρες (εξαιρούν την Ιταλία). Ορισμένες, τέλος, περιλαμβάνουν και την Αίγυπτο λόγω της συμμετοχής του Δημητρίου Κάσδαγλη.
Επίσης, γνωρίζουμε μόνο τους 179 από τους αθλητές που έλαβαν μέρος. Η ΔΟΕ αναφέρει 241 συνολικά συμμετοχές, ενώ διάφορες πηγές 245 ή 246.
Η έναρξη των Αγώνων της 1ης Ολυμπιάδας πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 1896 (25 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο), που συνέπιπτε με τη Δευτέρα του Πάσχα για τους ορθοδόξους και τους καθολικούς, αλλά και με την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Από το πρωί η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, ενώ το πλήθος κατέκλυσε το Παναθηναϊκό Στάδιο από νωρίς το μεσημέρι. Το Στάδιο ήταν κατάμεστο από 80.000 θεατές και η ατμόσφαιρα που δημιούργησαν καταπληκτική. Κύριο θέμα των συζητήσεων ήταν οι συμμετοχές των Ελλήνων αθλητών και η προσδοκία για κατάκτηση μεταλλίων. Παρόντες ήταν επίσης η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, ξένοι αντιπρόσωποι, μέλη της Ιεράς Συνόδου και του ξένου κλήρου και πολλοί άλλοι.
Μετά την ομιλία του προέδρου της οργανωτικής επιτροπής, διαδόχου Κωνσταντίνου, ο βασιλιάς Γεώργιος κήρυξε την έναρξη των Αγώνων με τα εξής λόγια: “Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός Λαός!”.
Ακολούθησαν κανονιοβολισμοί και απελευθέρωση περιστεριών. Στη συνέχεια, εννέα μπάντες και χορωδία 150 ατόμων ερμήνευσαν τον Ολυμπιακό Ύμνο, σε σύνθεση του Σπύρου Σαμάρα και στίχους του Κωστή Παλαμά. Ο ύμνος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το κοινό. Ακολούθησε η έπαρση της Ελληνικής σημαίας και η ανάκρουση του Εθνικού ύμνου από μπάντα όπου κυριαρχούσαν οι φλογέρες και στη συνέχεια η παρέλαση των αθλητών.
Στο συνέδριο του Παρισιού το 1894, ένας μεγάλος αριθμός αθλημάτων είχε προταθεί για το πρόγραμμα της Αθήνας. Οι πρώτες επίσημες ανακοινώσεις σχετικά με τις αθλητικές εκδηλώσεις που θα πραγματοποιούνταν, περιελάμβαναν αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο και το κρίκετ. Αυτά τα σχέδια, όμως, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και τα συγκεκριμένα αθλήματα δεν επιλέχθηκαν στην τελική λίστα για τους Αγώνες. Η κωπηλασία και η ιστιοπλοΐα ήταν προγραμματισμένες να διεξαχθούν, αλλά ματαιώθηκαν λόγω κακών καιρικών συνθηκών κατά την προγραμματισμένη ημέρα του αγώνα.