Συνάντηση Πούτιν – Μητσοτάκη σήμερα στο Σότσι της Ρωσίας
Σε μία ιδιαιτέρως κρίσιμη συγκυρία τόσο από γεωπολιτικής, όσο και από ενεργειακής σκοπιάς, οι συζητήσεις των δύο ηγετών αναμένεται να καλύψουν όλο το φάσμα της Ελληνο – ρωσικής πολιτικής, εμπορικής, οικονομικής, πολιτιστικής και ανθρωπιστικής συνεργασίας με αρμόδιες κυβερνητικές πηγές να υπενθυμίζουν πως το 2021 είναι έτος Ιστορίας Ελλάδος – Ρωσίας. Επιπλέον θα θέσουν επί τάπητος ζητήματα των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων, και εν προκειμένω τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο, τις εξελίξεις στη Λιβύη, αλλά και την τροπή της πανδημίας παγκοσμίως.
Μάλιστα, ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Ρώσος πρόεδρος πρόκειται να υιοθετήσουν Κοινό Πρόγραμμα Δράσεων για τα έτη 2022 – 24, το οποίο, όπως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, θα προσδιορίσει τους βασικούς άξονες της διμερούς συνεργασίας για τα επόμενα χρόνια σε συνέχεια και της επιτυχημένης 13ης Συνεδρίασης της Μεικτής Διυπουργικής Επιτροπής Ελλάδος – Ρωσίας.
Όπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο αναμένεται να βρεθούν στο κυρίως μενού του τετ α τετ των δύο ανδρών. Τα ίδια πρόσωπα υπενθυμίζουν πως η Ρωσία, εκτός από μία χώρα, που συνδέεται με την Ελλάδα με ιστορικούς δεσμούς φιλίας, είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με βαρύνοντα ρόλο και η οποία έχει επανειλημμένα διαμηνύσει την προσήλωση της στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτό το νόημα είχε και η τοποθέτηση του Ρώσου Υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, όταν κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα εν μέσω όξυνσης της τουρκικής επιθετικότητας τον Οκτώβριο του 2020 είχε υπογραμμίσει ότι τα προβλήματα πρέπει να λύνονται με διαπραγματεύσεις και διάλογο και με βάση το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Στο Μέγαρο Μαξίμου παρατηρούν, εξάλλου, πως το Κρεμλίνο διατηρεί σταθερή θέση και στο Κυπριακό, όπου στηρίζει μία λύση βασισμένη σε διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία χωρίς ξένα στρατεύματα και εγγυήσεις . Μάλιστα τον περασμένο Ιούνιο είχε ταχθεί κατά οποιασδήποτε αλλαγής καθεστώτος των Βαρωσιών, χαρακτηρίζοντας απαράδεκτες «τυχόν μονομερείς ενέργειες, που έρχονται σε αντίθεση με τις προηγούμενες εγκριθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και δημιουργούν δυσκολίες για την επανάληψη της διαπραγματευτικής διαδικασίας».