Οι περίτεχνες γκάιντες του Ηλία Χατζή
Μετατρέπει το ξύλο σε …μελωδία και τη μελωδία σε αναπόσπαστο κομμάτι της μουσικής παράδοσης και των ακουσμάτων που είχε από την παιδική του ηλικία. Ο λόγος για τον εξηντάχρονο οργανοποιό Ηλία Χατζή από το Βαμβακόφυτο Σερρών, που με αγάπη και πολύ μεράκι φτιάχνει παραδοσιακά μουσικά όργανα και, όπως δηλώνει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, είναι μία ασχολία που τον γεμίζει συναισθηματικά.
Άγουρος νέος ακόμη, περίπου στα δεκαέξι του χρόνια, ο κ. Χατζής γνώρισε τα “μυστικά” της δημιουργίας μουσικών παραδοσιακών οργάνων, όπως η γκάιντα, ο ζουρνάς, η φλογέρα και το νταούλι, αφού τα βιώματά του ήταν τέτοια που δεν του άφηναν περιθώρια “διαφυγής” από τον πλούτο της μουσικής παράδοσης.
“Ο πατέρας μου, που πέθανε πριν φτάσω τα δεκαπέντε μου χρόνια. Ήταν οργανοπαίχτης και κατασκευαστής πνευστών μουσικών οργάνων, γκάιντας, φλογέρας και άλλων”, λέει ο κ. Χατζής, με μια δόση νοσταλγίας να “αποτυπώνεται” στη χροιά της φωνής του.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, φέρνει στο μυαλό του αναμνήσεις που ο ίδιος δημιούργησε, είτε φτιάχνοντας βήμα βήμα ένα μουσικό όργανο, είτε συμμετέχοντας σε παραδοσιακά δρώμενα που συνέβαλαν στο να πάρει την απόφαση να φτιάχνει παραδοσιακά μουσικά όργανα.
Ο κ. Χατζής δηλώνει περήφανος που τα δύο του παιδιά νιώθουν χαρά επειδή ο πατέρας τους είναι ευχαριστημένος από αυτό το ιδιαίτερο “χόμπι”, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τη δημιουργία ενός άψυχου υλικού, όπως το ξύλο, σε μουσικό όργανο. Άλλωστε, όπως τονίζει, δεν είναι μία επαγγελματική ενασχόληση, παρά έκφραση της εφευρετικότητας και της δημιουργικής ανάγκης που “σιγοκαίει” εδώ και πολλά χρόνια στην καρδιά του και τού δίνει δύναμη για να συνεχίσει ό,τι κάνει με τόση αγάπη.
“Κάνω γκάιντες, παραδοσιακά νταούλια, ζουρνάδες, περισσότερο ασχολούμαι με τα κρουστά απ’ ό,τι τα πνευστά. Μου αρέσει η παράδοση γι’ αυτό ασχολούμαι με αυτό το χόμπι”, σημειώνει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο κ. Χατζής, ο οποίος εδώ και αρκετά χρόνια έχει καταστεί “σημείο αναφοράς” για πολιτιστικούς συλλόγους και ιδιώτες σε όλη την Ελλάδα που αναζητούν παραδοσιακά μουσικά όργανα.
“Ο πατέρας μου έπαιζε γκάιντα. Ήμουν γύρω στα 16 με 17 και ξεκίνησα να κάνω τις πρώτες μου προσπάθειες για να φτιάξω γκάιντα γιατί είδα αυτό το μουσικό όργανο και μου έκανε εντύπωση”, σημειώνει ο κ. Χατζής. Η εικόνα του πατέρα του ήταν αρκετή για να του δώσει το ερέθισμα και το κίνητρο για να ανακαλύψει έναν κόσμο μελωδικό. “Άρχισα να το ψάχνω (σ.σ. τη διαδικασία κατασκευής της γκάιντας) και πήγαινα σε μεγαλύτερους ηλικιακά άνδρες στην περιοχή των Σερρών που είχαν γνώσεις πάνω σ’ αυτό το θέμα και περισσότερο στο χωριό Ορεινή όπου πολλοί παππούδες κατασκεύαζαν γκάιντες”, υπογραμμίζει.
Ξύλα όπως η κρανιά και το μηλιάρι “δένονται” περίτεχνα στα χέρια του κ. Χατζή και συνιστούν τα βασικά συστατικά ενός μουσικού οργάνου, όπως η γκάιντα. “Θέλει υπομονή, αγάπη και μεράκι”, λέει ο 60χρονος οργανοποιός, που “μετρά” στο ενεργητικό του δεκάδες γκάιντες που έχει κατασκευάσει. Εξηγώντας, μάλιστα, την πολύπλευρη, πολύπλοκη και ιδιαίτερη διαδικασία για την κατασκευή μιας γκάιντας, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα υλικά που χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει ένα παραδοσιακό μουσικό όργανο.
Ο κ. Χατζής συμπληρώνει ότι η αγάπη του για τα κρουστά είναι εξίσου μεγάλη όσο και για τα πνευστά και αυτό, όπως λέει, αποδεικνύεται τόσο από τον αριθμό των παραδοσιακων νταουλιών που έχει δημιουργήσει μέχρι τις μέρες μας, όσο και από τη συνεχή ενασχόλησή του με την κατασκευή του συγκεκριμένου οργάνου. Πολιτιστικοί σύλλογοι από το νομό Σερρών, από διάφορες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και από άλλες περιοχές της Ελλάδας τον έχουν προσεγγίσει και έχει συνεργαστεί μαζί τους, διαθέτοντας παραδοσιακά νταούλια. Πολλά νταούλια τα έχει χαρίσει σε φίλους του επειδή τού το ζήτησαν και, όπως λέει, δεν τους χάλασε χατίρι!
Ο 60χρονος περνάει ατελείωτες ώρες στο εργαστήριό του και προτιμά να βρίσκεται εκεί και να δημιουργεί, παρά να σπαταλά, όπως λέει, χρόνο κάπου αλλού. “Προτιμώ να μην πάω για καφέ και να καθίσω και να ασχοληθώ με ένα κομμάτι ξύλο, να φτιάξω έναν αυλό ή κάτι άλλο”, εξηγεί.
Ο ίδιος θα ήθελε τα νέα παιδιά που περνούν περισσότερο χρόνο σε παιχνίδια που είναι η “τελευταία λέξη της νέας τεχνολογίας”, να στρέψουν το βλέμμα τους και σ’ αυτό που ο ίδιος κάνει τόσα χρόνια για να αναζητήσουν μία διαφορετική μορφή δημιουργικής απασχόλησης και παράλληλα έναν τρόπο διάσωσης και διάδοσης της μουσικής παράδοσης.