Γιώργος Χατζηγιαννάκης: Πέθανε ο δημιουργός του ιστορικού εστιατορίου Selene στη Σαντορίνη
Γεννήθηκε στη Νίκαια από μικρασιάτες γονείς το 1946 και τις τελευταίες τρεισήμισι δεκαετίες διηύθυνε το ξακουστό εστιατόριο, δηλώνοντας πως ούτε σεφ ήταν, ούτε επαγγελματίας μάγειρας.
«Μαγείρισσα ήταν η γιαγιά από τη Σμύρνη με ό,τι αυτό συνεπάγεται και “F & B” ήταν ο παππούς με εμπειρία από την μπιραρία που διατηρούσε προπολεμικά στην Κοκκινιά. Έτσι πέρασε στο DNA μου η νοστιμιά, οι μυρωδιές και η ποικιλία των γεύσεων» έγραφε σε επιστολή του στο Greek Gastronomy Guide το 2017. «Τα σουτζουκάκια, τα γεμιστά, τους κεφτέδες της γιαγιάς δεν τα έχω ξαναφάει μέχρι τώρα. Μεγαλώνοντας τελείωσα τη βιομηχανική, ο επαγγελματικός μου προσανατολισμός δεν είχε σχέση με τη μαγειρική, αλλά η απόλαυση του φαγητού και του κρασιού ήταν η διασκέδασή μου».
Όπως αφηγούνταν ο ίδιος, από το 1969 έως το 1973 έκανε διακοπές με την σύζυγό του σε νησιά όπως η Κρήτη, η Σέριφος και η Άνδρος και εν έτει 1975 επισκέφτηκαν για διακοπές την Σαντορίνη με της οποίας το τοπίο ο ίδιος κατενθουσιάστηκε «όχι όμως γαστρονομικά».
Το 1986, μαζί με τη σύζυγό του, Έβελυν Χατζηγιαννάκη δημιούργησαν τη Selene στην Καλντέρα, με ένα μενού που περιστρεφόταν γύρω από τα τοπικά προϊόντα.
«Ανακαλύψαμε με την πρώτη χρονιά ότι οι περισσότεροι πελάτες μας ήταν ξένοι, αδιάφοροι για μια διεθνή κουζίνα. Τότε έπεσε σαν ιδέα η τοπικότητα του φαγητού, ώστε προκαλώντας το ενδιαφέρον τους να το συνδέσουμε με το τοπίο, τον χώρο, την ιστορία της Σαντορίνης, να γίνει εμπειρία, έτσι το εστιατόριο έγινε θεματικό. Δεν ήταν εύκολο τότε, έπρεπε να πεισθούν οι μάγειροι, να εκπαιδευτούν οι σερβιτόροι, να το δεχθούν οι Έλληνες πελάτες. Για να το πετύχουμε αυτό, η λύση ήταν η συνεργασία με τους αγρότες, τους οινοποιούς, τις νοικοκυρές, τους ανθρώπους του νησιού που μεγάλωσαν με αυτή τη γαστρονομία, τους δημοσιογράφους Έλληνες και ξένους. Ανακαλύψαμε πληθώρα συνταγών παραδοσιακών που έπρεπε να εκσυγχρονιστούν, να γίνουν προσιτές στην πελατεία μας με νέες τεχνικές, να αρχίσει μια εξέλιξη της ελληνικής και τοπικής κουζίνας».