Χαρδαλιάς: «Γυμναστήρια και εστίαση θα είναι τα τελευταία που θα ανοίξουν»
Το γενικό lockdown είναι ένα εργαλείο που υπάρχει στο τραπέζι, ωστόσο κάθε μέρα αξιολογούνται τα δεδομένα, ανέφερε ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και συμπλήρωσε πως «αν τα επιδημιολογικά δεδομένα μας δυσκολέψουν προφανώς είναι κάτι που θα το λάβουμε υπόψη μας».
Ο Νίκος Χαρδαλιάς, μιλώντας στον ΑΝΤ1 πρόσθεσε πως «υπάρχει μία κόπωση» κι οτι ένα lockdown πρέπει αξιολογηθεί σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα, «γιατί εύκολα ακούγεται, αλλά πίσω από ένα γενικό lockdown υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν οικογένειες,το κόστος είναι μεγάλο».
Για την κατάσταση της χώρας σε σχέση με την πανδημία αυτή τη στιγμή ο κ. Χαρδαλιάς τόνισε ότι η πανδημία κυριαρχεί, ωστόσο υπάρχει πλήρης επαγρύπνηση και επιφυλακή, ενώ στην ερώτηση αν υπάρχουν αυτή τη στιγμή 40.000 κρούσματα στην Αττική, απάντησε: «Υπάρχουν διάφορες αναγωγές που γίνονται. Έχουμε καταφέρει να πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό των τεστ που γίνονται και έχει γίνει μια τεράστια προσπάθεια και από τον ΕΟΔΥ και απ’ όλες τις υπηρεσίες που εμπλέκονται στο testing, έτσι ώστε να μπορούμε να έχουμε σαφέστατη εικόνα. Εμείς λειτουργούμε με βάση τα πραγματικά κριτήρια, αυτή τη στιγμή η Αττική δείχνει να έχει μία αύξηση, θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι η αύξηση αυτή δεν προέρχεται ως εύλογη αύξηση από το άνοιγμα του λιανεμπορίου ή αν υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο αφορά μία ευρύτερη διασπορά στην κοινότητα».
Σε ερώτηση για το αν τα γυμναστήρια και η εστίαση θα είναι τα τελευταία που θα ανοίξουν, ο κ. Χαρδαλιάς απάντησε: «ναι, και ίσως όχι με αυτή την σειρά», καθώς όπως εξήγησε η αίσθησή του είναι ότι η εστίαση σε εξωτερικούς χώρους θα προηγηθεί, αλλά απέχει ακόμα ο καιρός που θα συμβεί αυτό, καθώς βήμα βήμα εδραιώνεται η στρατηγική σε αυτό και που σχετίζεται με τους εμβολιασμούς και με την εξέλιξη της πανδημίας γενικά. Ειδικότερα, για τα γυμναστήρια ανέφερε ότι «επιστημονικές μελέτες σε όλο τον κόσμο συνδέουν το κομμάτι της διασποράς με τη λειτουργία των γυμναστηρίων ειδικά στον κλειστό χώρο, την άσκηση σε κλειστό χώρο, κι αυτό προφανώς επηρεάζει τις εισηγήσεις και τις αποφάσεις των λοιμοξιολόγων».