Αυστρία: Πιθανή νίκη του ακροδεξιού κόμματος θα αλλάξει το πολιτικό σκηνικό όλης της Ευρώπης
Για τρίτη φορά μέσα σε οκτώ μήνες – ελέω ακροδεξιάς – οι Αυστριακοί ψηφοφόροι καλούνται την Κυριακή, 4 Δεκεμβρίου στις κάλπες για να εκλέξουν τον νέο ομοσπονδιακό πρόεδρο της χώρας τους σε έναν επαναληπτικό γύρο των προεδρικών εκλογών, το αποτέλεσμα του οποίου θα είναι, σε κάθε περίπτωση, αποφασιστικό για το μέλλον της Αυστρίας.
Βέβαια, το αποτέλεσμα θα είναι εξαιρετικά καθοριστικό στην περίπτωση της πιθανολογούμενης νίκης του υποψήφιου του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων και υπαρχηγού του Νόρμπερτ Χόφερ, η οποία, σύμφωνα με τους πολιτικούς παρατηρητές στη Βιέννη, πέρα από τις άλλες επιπτώσεις που θα έχει για την Ευρώπη η εκλογή ενός υποψήφιου της ακροδεξιάς στο ύπατο αξίωμα της χώρας για πρώτη φορά μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, θα ανατρέψει ριζικά ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό στην Αυστρία.
Από ό, τι ήδη διαγράφεται στον ορίζοντα, προς τούτο, δεν θα υπάρξει καν η ανάγκη ο Νόρμπερτ Χόφερ ως ομοσπονδιακός πρόεδρος να «απολύσει» την «μη αρεστή» στον ίδιο σημερινή κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, κάτι που ο ίδιος φρόντισε να διακηρύξει επανειλημμένα από την έναρξη του προεκλογικού αγώνα στις αρχές της χρονιάς, έχοντας κάνει ωστόσο στο μεταξύ για λόγους τακτικισμού, αρκετές αναδιπλώσεις στο θέμα.
Όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών διαπιστώνουν πως την Κυριακή θα υπάρξει μάχη «στήθος με στήθος», καθώς στα αποτελέσματά τους ελάχιστη εμφανίζεται η διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων, του 72χρονου υποστηριζόμενου από τους Πράσινους, πρώην αρχηγού τους επί ένδεκα χρόνια Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν και του 45χρονου Νόρμπερτ Χοφερ, ο οποίος φέρεται να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση.
Ο Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν υπήρξε ο νικητής του δευτέρου γύρου των αυστριακών προεδρικών εκλογών της 22ας Μαίου, συγκεντρώνοντας ποσοστό 50,3 ο/ο, έναντι 49,7 ο/ο του Νόρμπερτ Χόφερ, ωστόσο το αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο, με μία αμφιλεγόμενη απόφασή του είχε ακυρώσει το αποτέλεσμα και είχε ορίσει επανάληψη ολόκληρης της εκλογικής διαδικασίας, αποδεχόμενο σχετική προσφυγή που είχε καταθέσει το Κόμμα των Ελευθέρων προφανώς λόγω της ήττας του υποψηφίου του.
Στόχος του Νόρμπερτ Χόφερ και της αυστριακής ακροδεξιάς ήταν από την αρχή – και λόγω της εμφάνισης της σε όλες τις δημοσκοπήσεις, εδώ και πάνω από ένα χρόνο, ως η πρώτη πολιτική δύναμη στη χώρα, με ποσοστό πάνω από 30 ο/ο – η ανάληψη, σταδιακά, της απόλυτης εξουσίας στη χώρα, αρχικά με το προεδρικό αξίωμα και στη συνέχεια, μέσω αυτού «και λόγω ασυμφωνίας με την κυβέρνηση», με τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών.
Σε τέτοιες, πρόωρες εκλογές (ΣΣ κανονικά οι αυστριακές βουλευτικές εκλογές πρόκειται να διεξαχθούν το Σεπτέμβριο του 2018), θεωρείται δεδομένη η επικράτηση των Ελευθέρων και του αρχηγού τους Χάιντς Κρίστιαν Στράχε, (ΣΣ που θεωρείται η σκληρότερη εκδοχή του προκατόχου του, του διαβόητου πρώην αρχηγού των Ελευθέρων Γεργκ Χάιντερ), ο οποίος θα έπαιρνε από τον πρόεδρο, πλέον, Νόρμπερτ Χόφερ, την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και θα αναλάμβανε ως καγκελάριος επικεφαλής της νέας κυβέρνησης.
Τα σενάρια προβλέπουν στην περίπτωση αυτή έναν συνασπισμό των Ελευθέρων με το Λαϊκό Κόμμα, του οποίου κορυφαία στελέχη «φλερτάρουν» και προωθούν από καιρό αυτή την ιδέα, ζητώντας μάλιστα να μην αναμένεται καν μία τέτοια εξέλιξη, αλλά να καταγγελθεί η κυβερνητική συνεργασία τους με τους Σοσιαλδημοκράτες και να καταστούν αναγκαίες οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές, χωρίς καν να χρειαστεί μία «απόλυση» της κυβέρνησης από έναν μελλοντικό πρόεδρο Νόρμπερτ Χόφερ.
Το θέμα της υποστήριξης από το Λαϊκό Κόμμα ενός εκ των δύο υποψηφίων στον επαναληπτικό γύρο των προεδρικών εκλογών, δίχασε απειλητικά το κόμμα μέσα στις προηγούμενες ημέρες, καθώς ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του, Ράινχολντ Λοπάτκα, από τους πρωταγωνιστές μιας συνεργασίας του με τους Ελευθέρους, ανακοίνωσε ανοικτά την υποστήριξή του προς τον υποψήφιο των Ελευθέρων Νόρμπερτ Χόφερ, τη στιγμή που ο αρχηγός του κόμματος και αντικαγκελάριος Ράινχολντ Μιτερλένερ έχει ταχθεί υπέρ του Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, όπως επίσης και μία σειρά προσωπικοτήτων και πρώην αρχηγών του Λαικού Κόμματος.
Οι κύκλοι του Λαϊκού Κόμματος, που υποστηρίζουν τη συνεργασία με τους Ελευθέρους, ζητούν εμμέσως πλην σαφώς την αντικατάσταση του σημερινού αρχηγού του Λαικού Κόμματος και αντικαγκελάριου της κυβέρνησης, Ράινχολντ Μιτερλένερ, με τον 30χρονο υπουργό Εξωτερικών Σεμπάστιαν Κουρτς, ο οποίος, λόγω της μεγάλης δημοτικότητας του, εκλαμβάνεται από τους ίδιους ως το “μέλλον” του κόμματος τους που θα το οδηγήσει σε μεγάλη άνοδο των ποσοστών του ή ακόμη και στην πρώτη θέση σε εκλογές.
Ο ίδιος ο Σεμπάστιαν Κουρτς, αποφεύγει να πάρει σαφή θέση στα σενάρια αυτά και να αφήνει τον χρόνο να εργάζεται υπέρ του, ωστόσο ο ίδιος φέρεται να ανήκει στην πτέρυγα του Λαϊκού Κόμματος που επιζητεί μία κυβερνητική συνεργασία με τους Ελευθέρους, των οποίων, σε αρκετές περιπτώσεις και ειδικότερα στο προσφυγικό, έχει οικειοποιηθεί την ρητορική και όχι μόνον, ωστόσο οι παρατηρητές στη Βιέννη προειδοποιούν πως σε παρόμοιες καταστάσεις, οι ψηφοφόροι προτιμούν “το πρωτότυπο, το αυθεντικό” (ΣΣ δηλαδή έναν Στράχε) και όχι «την απομίμηση, την αντιγραφή» (ΣΣ έναν Κουρτς).
Επιπλέον, οι παρατηρητές επισημαίνουν πως ο Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε δεν είναι ένας Γεργκ Χάιντερ, ο οποίος τον Φεβρουάριο του 2000 κατά τον σχηματισμό της πλέον αμφιλεγόμενης στην ιστορία αυστριακής κυβέρνησης, του δεξιού-ακροδεξιού κυβερνητικού συνασπισμού ανάμεσα στο Λαϊκό Κόμμα και στους Ελευθέρους, παραχώρησε την ηγεσία της κυβέρνησης στον Βόλφγκανγκ Σιούσελ, τον αρχηγό του Λαικού Κόμματος παρά το γεγονός πως το κόμμα αυτό είχε βρεθεί στις εκλογές στην τρίτη θέση πίσω από τους Ελευθέρους.
Πρώτη δύναμη στις εκλογές τον Οκτώβριο του 1999 είχαν αναδειχθεί οι Σοσιαλδημοκράτες που, όπως και τώρα, βρίσκονταν τα προηγούμενα δεκατρία χρόνια σε κυβερνητικό συνασπισμό με το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο, όμως, με τον τότε αρχηγό του Βόλφγκανγκ Σιούσελ διεξήγαγε μετά τις εκλογές, παράλληλες και μυστικές διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης με τους Ελευθέρους του Γεργκ Χάιντερ, ελέω του οποίου ο Σιούσελ ανέλαβε και παρέμεινε καγκελάριος επί σχεδόν επτά χρόνια και συγχρόνως το κόμμα του μπόρεσε τότε και ηγήθηκε πάλι μίας αυστριακής κυβέρνησης, για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες.