Έκτακτη είδηση. Μετά από ένα μήνα εναγωνίου αναζήτησης της Popaganda, βρήκαμε τους καλλιτέχνες που μετέτρεψαν τα άδεια billboards της Αττικής Οδού σε σουρεάλ έργα τέχνης. Και ποιος θα φανταζόταν ότι αυτή η πενταμελής κολεκτίβα καλλιτεχνών κατάγεται από την Γαλλία, ήρθε στην Ελλάδα οδικώς με φορτηγάκι, ασπάζεται το modus vivendi της αυτονομίας και συν τοις άλλοις έμεινε στη χώρα για πέντε ολόκληρους μήνες προκειμένου να ολοκληρώσει την ιδιαίτερη τέχνη της.
«Τόσο οι διάφορες εμπειρίες μας από αυτόνομες κολεκτίβες όσο και τα κοινό μας ενδιαφέρον για εναλλακτικούς τρόπους ζωής ενθάρρυναν τους πέντε μας να δουλέψουμε μαζί. Δεν είμαστε κολεκτίβα με την κλασική έννοια, δεν έχουμε όνομα, είμαστε μια ομάδα ανθρώπων που συνδυάζουν διαφορετικές πρακτικές: κάποιοι από μας είναι γραφίστες, κάποιοι ζωγράφοι ή σκιτσογράφοι. Η ιδέα να συνεργαστούμε πάνω στο Interzones Playground Project ήρθε τον Ιούνιο του 2012 μετά από το ταξίδι του ενός από μας στην Ελλάδα. Όταν ο Omick γύρισε μας έδειξε φωτογραφίες με τις άδειες πινακίδες στην Αττική. Παρακολουθούσαμε επίσης τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα από πριν, συγκεκριμένα μετά τις πρώτες ταραχές του 2008», εξηγούν οι πέντε καλλιτέχνες αναφερόμενοι σαφώς στο θάνατο του Γρηγορόπουλου. «Συνεπώς τρεις στόχοι τέθηκαν με αυτό το εγχείρημα: να κινητοποιήσουμε μια συνεύρεση ομάδων που πειραματίζονται με νέες μορφές κοινωνικοπολιτικών δομών όπως εμείς, να δημιουργήσουμε με τους πίνακες προσωρινές εντυπώσεις στους οδηγούς των δρόμων και φυσικά να πειραματιστούμε με το υλικό των billboards». Με άλλα λόγια, να κάνουν πολιτική με το μότο «εργασία και χαρά», εξ’ ου και ο τίτλος του σχεδίου.
Παρά την επικινδυνότητα του project, τα παιδιά δεν συνάντησαν κάποια δυσκολία όταν θέλησαν να σκαρφαλώσουν στα παρατημένα billboards. Αλλού τα βρήκαν λίγο σκούρα. «Κατ’ αρχάς, έπρεπε να μαζέψουμε μόνοι μας χρήματα για το σχέδιο. Για μας είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι επιλέγουμε να μην εξαρτόμαστε από κρατικές επιχορηγήσεις. Χρήματα βρήκαμε με διάφορους τρόπους. Οργανώσαμε κάποιες πειραματικές techno συναυλίες σε κατειλημμένους χώρους της πόλης μας κι έπειτα χρησιμοποιήσαμε ένα crowdfunding ιστότοπο για να καλύψουμε τις ανάγκες μας. Έτσι κατορθώσαμε να αγοράσουμε ένα φορτηγάκι και υλικά ζωγραφικής. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, ανακαλύψαμε διαφόρων ειδών πολιτικά μοντέλα εφαρμοσμένα στη χώρα από διάφορες αυτόνομες συλλογικότητες και ομάδες. Οι πρωταγωνιστές και εισηγητές αυτών των πρωτοβουλιών έβλεπαν μπροστά από την εποχή τους, κυνηγούν το ασυνήθιστο, παρακινούν να φανταστεί κανείς διαφορετικές δυνατότητες. Αυτοί οι άνθρωποι αιχμαλώτισαν στην προσοχή μας γιατί πειραματίστηκαν με αυθεντικές εναλλακτικές, που συχνά θεωρούνται ασήμαντες και μη βιώσιμες, χωρίς να παύουν ποτέ να αμφισβητούν τη σχέση ανθρώπου-εξουσίας στο πλαίσιο αυτού που λέμε “σύγχρονη δημοκρατία”. Παρακολουθήσαμε πολλές συνελεύσεις στα μέρη που μας ενδιέφεραν και μέσα από τις συζητήσεις συλλέξαμε πληροφορίες ώστε να πειραματιστούμε με αυτές στα billboards».
Λογικό να αναρωτιέται κανείς τι στο καλό είχαν κατά νου όταν ζωγράφιζαν αυτούς τους αλλόκοτους διαλόγους, όμως φαίνεται ότι οι καλλιτέχνες – αδιαμφισβήτητα γνήσιοι σουρεαλιστές – δεν έχουν καμία πρόθεση να δώσουν λογικές απαντήσεις σε λογικά ερωτήματα. «Από την αρχή, η κεντρική ιδέα ήταν να σκεφτόμαστε αυτό το project σαν μια ιστορία, που θα μπορέσει να επεκταθεί σε μεγάλη απόσταση μέσα στη χώρα. Η επέμβασή μας στα billboards της Αττικής είναι ζωγραφισμένοι διάλογοι με τους οποίους διασχίζει κανείς τους δρόμους της Ελλάδας. Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα αποσπασματικό αφήγημα ώστε οι θεατές-ταξιδιώτες να πρέπει να κάνουν τη σύνδεση από τη μία πινακίδα στην άλλη, σαν ένα ταξίδι μέσα σε μια “σατανική” ιστορία. Οι διάλογοι αρχικά χτίστηκαν σε διαδοχικές πινακίδες, δύο ή τρεις κοντινές μεταξύ τους επιφάνειες, αλλά θεωρούμε πως όλα τα billboards έχουν διαλογική σχέση μεταξύ τους.»
«Το ζητούμενο ήταν να δοθεί μια ασυνήθιστη διάσταση στο “κάλεσμα” αυτό: φρασεολογία οικεία και λέξεις καθημερινής χρήσης που όμως σε διαφορετικό πλαίσιο αλλάζουν εντελώς κλίμακα. Ο στόχος μας δεν ήταν να ασκήσουμε μια ξεκάθαρη κριτική ή να προτείνουμε ένα αντι-κατεστημένο. Υπάρχουν πολλά μονοπάτια ανάγνωσης αυτής της ιστορίας, ο κόσμος αφήνεται να κάνει ελεύθερους συνειρμούς. Χρησιμοποιώντας σαν μέσο την φαντασία, προσπαθήσαμε να αναδυθεί μια ιστορία εμπνευσμένη από τις δράσεις των ομάδων που γνωρίσαμε. Λειτουργήσαμε σαν πομποί των ιδεών που συναντήσαμε: οι επιλογές μας μιλούν για τα φαινόμενα, για την ύλη, για το παρελθόν και χρησιμοποιούν διαφορετικές μορφές έκφρασης ώστε να φτάσουν μια ποιητική διάσταση.»
Και φυσικά δεν έχασαν την ευκαιρία να κάνουν ένα σύντομο σχόλιο για δύο από τα πιο hot και greek ζητήματα του τελευταίου χρόνου: την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και την κοινωνική ευθύνη του καλλιτέχνη. «Η κατάσταση μοιάζει να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Όσα είδαμε στην Ελλάδα επιβεβαίωσαν αυτά που ακούγαμε από τη Γαλλία. Το εντυπωσιακότερο όλων είναι το συναίσθημα της ανομίας. Από το 2008 η αναστάτωση προκάλεσε αντανακλαστικά και απροσδόκητες πρακτικές στην ελληνική κοινωνία. Σαν παραγωγοί εικόνας στο δημόσιο χώρο πρέπει να σκεφτούμε την ευθύνη μας. Στην κοινωνία μας, όπου ο καπιταλισμός και το marketing καταλήγουν σε έναν συναισθηματικό και αισθητικό έλεγχο του ατόμου, πιστεύουμε ότι η τέχνη μπορεί και πρέπει να στρατευτεί πολιτικά μέσα στην κοινωνία». Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.