«Δεν έχει καμία σημασία τι λένε οι Αιγύπτιοι, γιατί πρόκειται για έναν πειθήνιο και υπάκουο λαό. Δεν θα επαναστατήσουν. Και στην περίπτωση που το κάνουν, υπάρχει και ο στρατός». Αυτή ήταν η απάντηση ενός στελέχους του κυβερνώντος Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος του Μουμπάρακ, όταν ρωτήθηκε από την Μαρίνα Όταγουεϊ, μέλος του ινστιτούτου Woodrow Wilson International Center for Scholars, για την πιθανότητα αντίδρασης των Αιγυπτίων στην διαδοχή του τότε Προέδρου της Αιγύπτου, Χόσνι Μουμπάρακ, από τον γιο του.
Ήταν μία φράση ευφησυχασμού, από εκείνες που εύκολα προφέρουν τα χείλη μετά από σχεδόν τριάντα αδιάκοπα χρόνια διακυβέρνησης. Εκατοντάδες χρόνια πριν, ο Νικολό Μακιαβέλι έγραφε ότι ο ευφησυχασμός αποτελεί για ένα δικτάτορα αμάρτημα θανάσιμο.
Στις 18 Δεκεμβρίου του 2011, ο Τυνήσιος Μοχάμεντ Μπουαζίζι, πλανόδιος πωλητής φρούτων και λαχανικών, αυτοπυρπολείται, διαμαρτυρόμενος για την κατάσχεση των προϊόντων του από την αστυνομία. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου του 2011, ο 27χρονος Μοχάμεντ αφήνει την τελευταία του πνοή. Η Αραβική Άνοιξη βρισκόταν ήδη στην ανατολή της.
Στις 25 Ιανουαρίου η «επαναστατική φλόγα» περνά στην Αίγυπτο. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Στις 11 Φεβρουαρίου του 2011, ο Χόσνι Μουμπάρακ αναγκάζεται να παραιτηθεί. Το 2012, Πρόεδρος της Αιγύπτου αναδεικνύεται μέσα από δημοκρατική εκλογή ο στηριζόμενος από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, Μοχάμεντ Μόρσι. Το 2013, ο στρατός τον ανατρέπει, αναστέλλοντας την εφαρμογή του ισχύοντος Συντάγματος. Το 2014, Πρόεδρος της Αιγύπτου αναλαμβάνει ο πρώην επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι.
Τι έχει απομείνει πέντε χρόνια μετά την Αραβική Άνοιξη;
Πέντε χρόνια μετά την έναρξη των εξεγέρσεων σε δεκάδες χώρες της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής, που έγινε γνωστές με τον όρο Αραβική Άνοιξη, ο απολογισμός δεν είναι εκείνος που κάποιοι φιλοδοξούσαν να κάνουν την άνοιξη του 2011. Και αυτό αφορά, πρώτα και κύρια, την Αίγυπτο: «Σε ένα κοινωνικό επίπεδο η χώρα βρίσκεται σε μία φάση στασιμότητας», λέει στην Popaganda ο Στέφανος Βαλλιανάτος, προϊστάμενος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. Οι κυβερνήσεις της τελυταίας πενταετίας «δεν έχουν κατορθώσει να βελτιώσουν τις συνθήκες που ουσιαστικά συνέβαλαν στο να δημιουργηθεί η Αραβική Άνοιξη το 2011. Το στοίχημα της σημερινής κυβέρνησης Σίσι είναι ακριβώς να αλλάξει τα δεδομένα υπό τα οποία ενεργούν οι κοινωνικές δυνάμεις της χώρας, ώστε να μειωθεί η βία και η καταστολή».
Αν και η εξέγερση των Αιγυπτίων στόχευσε πρωτίστως στην ανατροπή του αντιδημοκρατικού status quo που επέβαλε δια μακρόν το καθεστώς Μουμπάρακ, πλέον «στην Αίγυπτο κυριαρχεί πολιτικά μία τραγική κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας έχει επιβληθεί από το στρατό ένα καθεστώς καταπίεσης ανάλογο μόνο με εκείνο του Νάσερ τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Μάλιστα, η καταπίεση έχει σήμερα πολύ μεγαλύτερη διάρκεια από εκείνη της ηγεσίας Νάσερ».
Πράγματι, αν κάποιος επισκεφθεί την Αίγυπτο μετά από δέκα χρόνια, μην έχοντας καμία πρόσβαση στα ΜΜΕ, θα εκπλαγεί μόλις μάθει ότι, πριν από πέντε χρόνια, μία λαϊκή δημοκρατική επανάσταση απομάκρυνε τον δικτάτορα Μουμπάρακ, για να συναινέσει αργότερα σε μία κυβέρνηση στηριζόμενη από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, η οποία πολύ σύντομα, με την ασυνείδητη συνεπικουρία των μετέπειτα διαδηλώσεων μερίδας Αιγυπτίων, θα ανατρεπόταν από το στρατιωτικό κατεστημένο, που έχει σήμερα επιβάλει ένα καθεστώς εξίσου αντιδημοκρατικό με εκείνο το οποίο αναγκάστηκε πριν από πέντε χρόνια να αποχωρήσει από την εξουσία.
«Τα τελευταία χρόνια έχει επέλθει χειροτέρευση των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα. Η κατάσταση στο όρος Σινά παραμένει εκτός ελέγχου, ενώ νευρικό παραμένει το πολιτικό κλίμα και στο εσωτερικό», αναφέρει ο κ. Βαλλιανάτος, για να προσθέσει: «Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού μου στην Αίγυπτο, μία δημοσιογράφος μου ανέφερε ότι καθημερινά χάνουν τη ζωή τους τρεις με πέντε άνθρωποι», εξαιτίας της τεταμένης πολιτικής συγκυρίας. Μήπως τελικά η Αραβική Άνοιξη ήταν «για το τίποτα», όσον αφορά τουλάχιστον την Αίγυπτο;
Όσο και αν «απέτυχε» η Επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου, η σημασία της είναι μεγάλου ιστορικού-ιδεολογικού βελινεκούς. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στις αστικές-φιλελεύθερες επαναστάσεις του 1848, όταν η λεγόμενη ευρωπαϊκή «Άνοιξη των Εθνών» επιχείρησε να ανατρέψει τις αντιδραστικές μοναρχίες που είχαν επανέλει στην εξουσία μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1815. Και εκείνες οι Επαναστάσεις δεν απέφεραν απτές επιτυχίες. Μέχρι το 1851, σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες και αυτοκρατορίες είχαν επανέλθει στην παλαιά μοναρχική διοίκηση, με το στρατό να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στα πράγματα.
Πάνω από την Τυνησία, το success story της Αραβικής Άνοιξης, φαίνεται να πλανάται ένα «επαναστατικό» deja-vu.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Αίγυπτο. Μετά την ανατροπή του Μοχάμεντ Μόρσι, «ο στρατός κήρυξε έναν ευρύτατο πόλεμο απέναντι στο ισλαμικό μέτωπο, το οποίο, πέρα τον Αδερφών Μουσουλμάνων, στόχευε και άλλες ισλαμικές παρατάξεις», αναφέρει ο κ. Βαλλιανάτος. Όμως το στρατιωτικό κατεστημένο ήθελε να κινηθεί κατά αφενός αυτών που είχαν έρθει στα πράγματα, αφετέρου όσων απειλούσαν τον νευραλγικό του ρόλο στο πολιτειακό modus operandi της Αιγύπτου. Σύμφωνα με τον κ. Βαλλιανάτο, «το μέτωπο ενάντια στο ισλαμικό στοιχείο χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση για να χτυπηθεί και η κοινωνία των πολιτών, η φιλελεύθερη και κοσμική αντιπολίτευση» που επιθυμούσε «δυτικής κοπής» μεταρρυθμίσεις.
Με την άνοδο του στρατού στην εξουσία, η εποχή θυμίζει αρκετά εκείνη του Δεκέμβρη του 2010, λίγες ημέρες πριν ξεσπάσουν οι διαδηλώσεις της Αραβικής Άνοιξης. Κατά τον κ. Βαλλιανάτο, «η διαφορά εκείνης της περιόδου με τη σημερινή είναι ότι, αν συμβεί μία έκρηξη», θα είναι βίαιη και χωρίς κατεύθυνση, «καθώς πλέον απουσιάζουν οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία πραγματική εναλλακτική με βάση ένα κοσμικό και μετριοπαθές ισλαμικό χώρο».
Συγκρούσεις διαδηλωτών με δυνάμεις καταστολής στην Αίγυπτο, Ιανουάριος 2011
Στρατιωτικό κατεστημένο: μία ισχυρή «φατρία» ελέγχει την Αίγυπτο
Τι πήγε στραβά και δεν απεφεύχθη η «παλιννόστηση» του στρατού; Στον παραγκωνισμό τόσο του ισλαμικού μετώπου, όσο και των κοσμικών ομάδων οδήγησε η απειρία που έδειξαν αμφότερες οι παρατάξεις στη διαχείρηση μίας αρκετά οξυμένης κοινωνικής κατάστασης. «Την ώρα που ο μετριοπαθέστερος πολιτικός λόγος των Αδελφών Μουσουλμάνων απομακρύνθηκε από την ριζοσπαστικοποιημένη συνείδηση νεότερων στρωμάτων του πληθυσμού που επιθυμούσαν πιο ακραίες θέσεις, η φιλελεύθερη παράταξη καταδικάστηκε από τις πολλαπλές διασπάσεις των δυνάμεών της», αναφέρει ο κ. Βαλλιανάτος.
Ακόμη, «οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι υπερεκτίμησαν τις δυνάμεις τους και ακολούθησαν αλαζονική στάση, θεωρώντας τις εκλογές του 2012 ως ένα παιχνίδι όπου the winner takes it all. Επέλεξαν να μην συμμαχήσουν με τις κοσμικές και φιλελεύθερες δυνάμεις για τη διαμόρφωση ενός κοινού πλαισίου συνεργασίας, η οποία θα μπορούσε να προλάβει τη σύγκρουση με το στρατό και να διαπραγματευτεί με αυτόν μία μερική αποστρατικοποίηση του πολιτικού συστήματος», αναφέρει ο κ. Βαλλιανάτος. Αντ’ αυτού, η μουσουλμανική αδελφότητα επέλεξε να προωθήσει μία άτυπη συμφωνία με τη στρατιωτική ηγεσία, η οποία ήταν εξ αρχής καταδικασμένη στη ρήξη. Εν τέλει και οι φιλελεύθεροι κινήθηκαν κατά των Αδελφών Μουσουλμάνων, προσπαθώντας με τη σειρά τους να βρουν ερείσματα εντός του στρατού».
Η απειρία των ηγεσιών, η πολυδιάσπαση των δυνάμεων και, κυρίως, η αποτυχία να αξιοποιηθούν τα υπαρκτά περιθώρια συνεργασίας μεταξύ μετριοπαθών μουσουλμάνων και κοσμικών οδήγησαν την κατάσταση σε αδιέξοδο, επιτρέποντας στο στρατό να επιβληθεί στους εσωτερικούς ανταγωνιστές του. Η στρατιωτική ηγεσία χρησιμοποίησε μάλιστα τεχνηέντως την απειλή του ISIS, θέτοντας στον αιγυπτιακό λαό το δίλημμα «δημοκρατία ή ασφάλεια».
«Είναι λάθος να πιστεύει κάποιος ότι η Αραβική Άνοιξη έχει τελειώσει», Στέφανος Βαλλιανάτος
Ωστόσο, η επιτυχία του στρατιωτικού κατεστημένου θα πρέπει να αναζητηθεί και σε αυτό που ο Καρλ Μαρξ χαρακτήριζε «ροή του χρήματος». «Ο στρατός της Αιγύπτου έχει οικονομική ισχύ, αναπτύσσει οικονομική δραστηριότητα», αναφέρει ο κ. Βαλλιανάτος, χάρη στην οποία μπορεί να παρεμβαίνει ενεργά στην πολιτική ζωή.
Στρατός και δυνάμεις ασφαλείας αποτελούν σήμερα τον βασικότερο πυλώνα στήριξης του Σίσι. Τον τελευταίο στηρίζει και η κρατική γραφειοκρατία, η οποία αποτελεί ένα τεράστιο αγκάθι στη θεσμική οντότητα του αιγυπτιακού κρατικού μηχανισμού. Σύμφωνα με τον κ. Βαλλιανάτο, «ο Σίσι κατόρθωσε να αποσπάσει την ανοχή τμήματος του ιδιωτικού τομέα, καθώς και εκείνη του δικαστικού σώματος. Οι δικαστές τάχθηκαν υπέρ του νυν Προέδρου, καθώς οι Ισλαμιστές επιδιώκουν την ισλαμοποίηση της δικαστικής εξουσίας, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως ο τελευταίος προμαχώνας της κοσμικής διακυβέρνησης».
Όπως συμβαίνει πάντοτε στις περιφερειακές κρίσεις, η διαλεκτική σχέση μεταξύ του εσωτερικού της Αιγύπτου και του εξωτερικού υπήρξε πολυδιάστατη. Όσον αφορά στην εσωτερική θεώρηση του ξένου παράγοντα, «στις πρώτες φάσης όλες οι μαχόμενες πλευρές πίστευαν ότι η Δύση τους αντιμαχόταν», λέει ο κ. Βαλλιανάτος. Μετά τις εκλογές του 2012, οι Δυτικοί στήριξαν την νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση του Μόρσι. Όταν εκείνος ανατράπηκε και στα πράγματα ήρθε ο Σίσι, η Δύση αποδέχθηκε κατά κάποιον τρόπο το νέο καθεστώς, τηρώντας απέναντί του μία στάση αναμονής και βολιδοσκόπησης. Κλειδί για την αποφυγή της ρήξης της Αιγύπτου με τις δυτικές δυνάμης ήταν, κατά τον κ. Βαλλιανάτο, η αποχή από οποιαδήποτε εχθρική πράξη κατά του Ισραήλ».
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Αίγυπτος, παρά τις αναταραχές στο εσωτερικό της, παρουσιάζει μία συνεκτική και συνεπή εξωτερική πολιτική. Αυτό οφείλεται στο ευτυχές για την χώρα γεγονός ότι «το αιγυπτιακό ΥΠΕΞ αποτελεί από το 1860, όταν και ιδρύθηκε, μία παραδοσιακή δύναμη στο χώρο της Αιγύπτου, με άρτια εκπαιδευμένους και καταρτισμένους τεχνοκράτες», λέει ο κ. Βαλλιανάτος. «Αυτό βοηθά το ΥΠΕΞ να κινείται ανεξάρτητα από τις εξελίξεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της χώρας, έχοντας περιθώρια ευελιξίας». Εκεί οφείλεται και η απρόσκοπτη ανάπτυξη των σχέσεων Ελλάδας-Αιγύπτου, με χαρακτηριστικότερη εξέλιξη την τριμερή συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τελείωσε η Αραβική Άνοιξη;
Στις 16 Ιανουαρίου 2016, ένας νεαρός Τυνήσιος ανακαλύπτει πως το όνομά του έχει διαγραφεί από τη λίστα με τους υποψήφιους για πρόσληψη στο Υπουργείο Παιδείας. Άνεργος και απελπισμένος από τις αποτυχημένες προσπάθειες εύρεσης μίας θέσης εργασίας, ανέβηκε σε ένα στύλο ηλεκτρικού ρεύματος και αυτοκτόνησε προκαλώντας στον εαυτό του ηλεκτροπληξία. Ήταν η 17η Ιανουαρίου. Η αυτοκτονία έβγαλε ξανά στους δρόμους το λαό. Πάνω από την Τυνησία, το success story της Αραβικής Άνοιξης, φαίνεται να πλανάται ένα «επαναστατικό» deja-vu.
Αν και, σύμφωνα με τον κ. Βαλλιανάτο, «η δυναμική της Αραβικής Άνοιξης προχώρησε κυρίως στην Τυνησία», με την «Ιορδανία και το Μαρόκο να ενσωματώνουν επίσης μεταρρυθμίσεις για να βελτιώσουν τις συνθήκες της κοινωνίας πολιτών», η πορεία προς την φιλελευθεροποίηση της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής είναι μακρά. Η Γαλλία, η «μητέρα» των αστικών κινημάτων, χρειάστηκε περισσότερο από ενάμιση αιώνα μετά την Επανάσταση του 1789 για να αποκτήσει ένα πλήρως φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος. Όπως και στη Γηραιά Ήπειρο, φαίνεται ότι και στην Αφρική το δόγμα θα είναι «δύο βήματα μπροστά, ένα βήμα πίσω». Πράγματι, αν και το καθεστώς Σίσι είναι καθόλα αυταρχικό, σίγουρα δεν είναι εξίσου σταθερό με εκείνο του Μουμπάρακ, παράμετρος που ίσως επιτρέψει ταχύτερες πολιτικές εξελίξεις. Μπροστά σε ένα καθεστώς που ασκεί βία επειδή «θυμάται» και φοβάται, οι Αιγύπτιοι δεν πρόκειται να περιμένουν άλλα 30 χρόνια για να απαιτήσουν περισσότερη ελευθερία.
«Είναι λάθος να πιστεύει κάποιος ότι η Αραβική Άνοιξη έχει τελειώσει», αναφέρει ο κ. Βαλλιανάτος. «Η Αίγυπτος είναι καζάνι που βράζει και σε οποιαδήποτε ένταση εμφανίζονται εξάρσεις». Η ταχύτητα των εξελίξεων θα καθοριστεί και από την τροπή των διεθνών συσχετισμών στην περιφέρεια της χώρας. «Η εμφύλια σύρραξη σε Λιβύη, Συρία και, κυρίως, Υεμένη μείωσε τις πιέσεις για αναζωπύρωση της Αραβικής Άνοιξης στην Αίγυπτο. Αντίθετα, η σχετική επιτυχία των εξεγέρσεων στην Τυνησία» προωθεί με περισσότερη ένταση της δυνάμεις που επιθυμούν τον εκδημοκρατισμό της Αιγύπτου.
«Πρόσφατα, ο δημοσιογράφος του CNN, Νάθαν Μπράουν, έκανε μία παρατήρηση για το στρατιωτικό καθεστώς Σίσι, που ενδέχεται να αποδειχθεί προφητική: «Ο στρατός χτίζει ξανά το αιγυπτιακό κράτος, οι στρατιωτικοί παίρνουν μέρος στη δημόσια ζωή πολύ πιο έντονα και αποκτούν μεγάλη επιρροή στους κρατικούς θεσμούς. Το ίδιο κάνει η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες. Προσπαθούν να παραγκωνίσουν τα πολιτικά δικαιώματα. […] Θέλουν να προασπιστούν τα σύνορα της χώρας, να είναι οι τελευταίοι που θα εγγυηθούν την κρατική ασφάλεια. Όμως δεν θέλουν να διδάσκουν τα παιδιά στα σχολεία και να μαζεύουν σκουπίδια. […] Το σημερινό καθεστώς δεν μπορεί να προσφέρει τόσα πολλά σε επίπεδο καλής διακυβέρνησης, οικονομικών μεταρρυθμίσεων και ασφάλειας, όσα θα ήθελε ο αιγυπτιακός λαός. Πιστεύω ότι η Αίγυπτος πρόκειται να εισέλθει σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο».
Πέντε χρόνια μετά την παραίτηση Μουμπάρακ, μπορούμε να πούμε με σιγουριά δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η «πρώτη» Αραβική Άνοιξη απέτυχε στην Αίγυπτο, καθώς δεν κατάφερε να πετύχει το βασικό στόχο της, ο οποίος ήταν πιο ανοιχτές και δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες και μία πιο φιλελεύθερη οικονομία, στο πλαίσιο μίας ανεκτικής κοινωνίας. Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι η Αραβική Άνοιξη δεν τελείωσε. Παρά τα μέχρι σήμερα πενιχρά αποτελέσματα, το αίτημα για μία δημοκρατικότερη Αίγυπτο δεν εξαντλήθηκε. Και θα επανέλθει. Και ιστορικό παράδειγμα προσφέρει όχι μόνο η φιλελεύθερη παράδοση, αλλά και η σοσιαλιστική: πριν την επιτυχημένη Οκτωβριανή Επανάσταση που συγκλόνισε τον κόσμο το 1917, είχε προηγηθεί η αποτυχημένη επανάσταση του 1905.