Για να λειτουργήσει μια συνέντευξη, όπως και για το τανγκό, χρειάζονται δύο: κάποιος που ρωτά με αληθινό ενδιαφέρον γι’ αυτόν που βρίσκεται απέναντί του και για τη δουλειά του, και κάποιος που έχει τη διάθεση απαντώντας να ανοιχτεί, να θυμηθεί, και σε κάποιες σπάνιες και ακριβές περιπτώσεις, να εμπιστευτεί στον αναγνώστη μύχια κομμάτια της ψυχής του. Όπως ακριβώς συνέβη κατά τη συνάντηση της Popaganda με τον Μιχάλη Δέλτα με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του δουλειάς Life Is Now.
Μιχάλη, η αίσθηση που απεκόμισα από το καινούριο σου άλμπουμ είναι πως βρίσκεσαι σε μια πολύ καλή στιγμή της ζωής σου. Και δεν το λέω μόνο λόγω των τίτλων, οι οποίοι αναδίδουν μια αισιοδοξία, αλλά και από το ίδιο το άκουσμα. Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι. Αυτός ο δίσκος εμπεριέχει κάποιες έννοιες και λέξεις όπως προετοιμασία, επαναπροσδιορισμός, συγκέντρωση στο Τώρα, όρια… Όμως ας μιλήσω πιο συγκεκριμένα: το άλμπουμ είναι αποτέλεσμα δουλειάς των τριών τελευταίων χρόνων κατά τη διάρκεια των οποίων ταξιδεύω πολύ από την Αθήνα στο Βερολίνο. Το Βερολίνο για μένα είναι η πόλη της οποίας η αρχιτεκτονική μού προσφέρει ήχους. Μέσα από την αρχιτεκτονική της εγώ ακούω. Βγαίνω, κάνω βόλτες, περνάω γέφυρες, μπαίνω στο subway, βγαίνω λίγο πιο έξω μια ώρα με το τραίνο, στην εξοχή αλλά και στα πιο μοντέρνα κτίριά της ακούω ήχους. Έχει ρυθμούς και μια ροή που μου ταιριάζει πάρα πολύ. Είναι πιο μαλακή από ότι είναι στην Αθήνα ή στο Παρίσι. Είναι μια πόλη που έχω βιώσει την καθημερινότητά της λες και είναι Κυριακή κάθε μέρα. Αυτό με βοηθάει πάρα πολύ επειδή δεν μου προσθέτει έξτρα θόρυβο. Θόρυβο νοητικό αλλά και αισθητικό. Οι άνθρωποι εκεί ζουν με μια ηρεμία, μια ήρεμη ροή. Πέρα από αυτό όμως, αυτή είναι κι η απόσταση που εγώ παίρνω σαν άνθρωπος από τα άγρια πράγματα που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μου. Και πηγαινοερχόμενος από τη μια πόλη στην άλλη, προσπαθώ να βρω πού είμαι εγώ μέσα σε όλο αυτό που συμβαίνει, με την πολυτέλεια της απόστασης, κι έτσι αυτοκαθορίζομαι, επαναπροσδιορίζομαι και καθοδηγούμαι όσο δύναμαι, με όλα μου τα βάρη, και με όλα μου τα συναισθηματικά ανώριμα, ανενηλικίωτα κομμάτια μου, στη ζωή γενικότερα. Η δουλειά ξεκίνησε με κάποιες γραμμές στο πιάνο, που άλλες φορές είναι σαν μια περιπλάνηση σε κάτι που δεν ξέρεις ακριβώς τι είναι, κι άλλες στιγμές είναι πιο διαλογιστικές, πράγμα που για μένα ήταν ζητούμενο. Ο δίσκος ήθελα να είναι ένα μικρής διάρκειας meditation. Το meditation δεν σημαίνει μόνο ότι αδειάζω το μυαλό μου από τις σκέψεις μου, αλλά για μένα σημαίνει κι ότι έχω τη δυνατότητα να έρθω σε επαφή με τις δημιουργικές μου σκέψεις, τις αισιόδοξες. Να μη με φάει η μαυρίλα, αλλά να πω σε αυτή τη μαυρίλα πως δεν μπορώ να ταυτιστώ απόλυτα μαζί της, γιατί έχω κι άλλα πράγματα γύρω μου που δεν είναι έτσι. Οπότε αυτή η δουλειά με βοήθησε να βρω ποια είναι αυτά τα άλλα πράγματα. Είναι μια εσωτερική μου διαδρομή, πολύ συνειδητή, το να είμαι παρών και να μην με τραβολογάει ούτε το παρελθόν, ούτε το τι θα γίνει αύριο, το «Δεν έχω λεφτά, πώς κατάντησα έτσι να ζητάω δανεικά κι εγώ, που είμαι ο Μιχάλης ο Δέλτα…». Αλλά να, ξαφνικά μου επιστρέφει κι εμένα κάποιος που μου χρωστάει, ή έρχεται ξαφνικά μια δουλειά από το πουθενά. Γιατί περπατώ κάθε μέρα και κοιτάω τον ουρανό και ξέρω ότι δεν είναι μόνος μου, γιατί κοιτάζοντας τον ουρανό κοιτάζω μέσα μου, κοιτάζω μέσα σε σένα, αντιλαμβάνομαι πως είμαι ένα μικρό κομμάτι μιας απέραντης πραγματικότητας, που εμείς εδώ, οι κακόμοιροι άνθρωποι συρρικνωμένοι μέσα στον εγωισμό μας, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το μεγαλείο της ομορφιάς που υπάρχει, και της δύναμης που μπορούμε να αντλούμε από αυτή.
Αυτό που μου περιγράφεις όντως το αισθάνεται κανείς ακούγοντας το δίσκο. Κι είναι ενδιαφέρον το πώς μια διαδικασία μάλλον ενδοσκοπική, οδηγεί σε ένα άνοιγμα προς το Άπαν. Ο καθένας από μας, αν θέλει – γιατί είναι θέμα θέλησης αυτό – έχει το δικαίωμα να αφυπνίζεται. Και τι σημαίνει αυτό; Να καταλαβαίνω ότι έχω ταυτιστεί με πράγματα που, όπως έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης, μου παρέχουν άχρηστες ελευθερίες, με δηλητηριάζουν, με αποπροσανατολίζουν από κάτι που πολύ βαθιά μέσα μου, πίσω από τις σκέψεις και τις πράξεις μου, υπάρχει εκεί. Και είναι αυτό που ήταν όταν ήμουν παιδί. Η αίσθηση μιας σύνδεσης με την αγάπη, την οποία μεγαλώνοντας την παρερμηνεύουμε, τη χάνουμε ή την αναζητάμε με τρόπους σκληρούς. Ένα παιδάκι λέει: Α! Ένα ωραίο λουλούδι! Ή: Α! Ένα άλλο παιδάκι! Ή: Τι ωραία τα χαμομήλια! Θυμάμαι τον εαυτό μου που ξάπλωνα στα χαμομήλια όταν ήμουν 6-7 χρονών. Είχαμε ένα πολύ ωραίο κτήμα στο Περιστέρι, παρόλο που ήταν φτωχικό το σπίτι μας. Είχε χαμομήλια, βατράχια, ένα πηγάδι, δέντρα τεράστια… Κι όλη αυτή η σύνδεση με βοηθούσε να αισθάνομαι κάτι που τώρα προσπαθώ: ολόκληρος, πλήρης. Και χαίρομαι που είσαι ένας τέτοιος ακροατής, πολύ ανοιχτός, κι αντιλήφτηκες πως ο δίσκος έχει αυτά τα στοιχεία.
Μιας που πήραμε αυτή την κατεύθυνση, ως παιδί πώς ήσουνα; Πέρασα στάδια! Μέχρι δέκα χρονών θυμάμαι τον εαυτό μου ακριβώς όπως τον περιέγραψα πριν. Ήμουν αρκετά συνδεδεμένος με το φυσικό περιβάλλον, και με μια δίψα να έρθω σε επαφή με οτιδήποτε είχε ζωτικότητα. Είτε αυτό ήταν ένα μικρό μαμούνι, είτε ήταν η σχέση με ένα συμμαθητή ή μια συμμαθήτριά μου. Μου άρεσε να εξερευνώ, μου άρεσε να οσφραίνομαι, να απολαμβάνω. Τον ήλιο, το κυνηγητό με το μικρό μου αδελφό, τα παιχνίδια, να πετάμε πέτρες και να τις ακούμε μέσα στο πηγάδι… Όλες αυτές οι μνήμες, τα αρώματα από τα τριαντάφυλλα, το σχολείο… στη συνέχεια, όπως όλα τα παιδιά, πέρασα σε άλλες σχέσεις παιδιών-γονέων, πιο αιχμηρές, και δημιουργήθηκαν καταστάσεις άγριες. Στην εφηβεία μου άρχισα να αντιδράω, να σηκώνω τα μαλλιά μου, να ακούω πανκ… Στα 12-13 μου άκουγα το In the Flat Field των Bauhaus, Cocteau Twins, Japan, Cure, Joy Division… Και ξαφνικά ένας απίστευτος κόσμος φαντασίας και δημιουργικότητας με συνεπήρε σαν χείμαρρος και με έσωσε από το θυμό και την ενέργεια της οργής που έχει ο έφηβος. Σαν παιδί ήμουν δοτικός, ήξερα ότι διαφέρω χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι ήταν αυτό που με έκανε διαφορετικό από τους άλλους. Και δενόμουν με τους ανθρώπους. Με αγόρια, με κορίτσια… Ένιωθα ερωτισμό και για τα δύο φύλα από παιδί. Δεν είχα μέσα μου απαγορεύσεις. Αυτές ήρθαν μετά.
Ήταν μέσω αυτής της μουσικής που μπήκε η τέχνη στη ζωή σου; Με ενδιαφέρει μέσα από ποιο δίαυλο καταλήγει κανείς να ασχοληθεί στη ζωή του με την τέχνη. Ο δίαυλος μέσω του οποίου καταλήγει κανείς να ασχοληθεί με την τέχνη είναι ο αβάσταχτος πόνος. Η μουσική είναι ένα θείο δώρο για όλους τούς ανθρώπους, όχι μόνο για τους δημιουργούς. Είναι επίσης ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Αλλά η οδύνη είναι που οδηγεί τον άνθρωπο να ασχοληθεί με την τέχνη. Και για μένα αυτός ήταν ο λόγος. Ξεκίνησα να ζωγραφίζω πριν να πάω στο Δημοτικό. Μάλιστα η δασκάλα μου της Πρώτης είχε φωνάξει τη μητέρα μου και της έλεγε “ποιος τα ζωγραφίζει αυτά στο τετράδιο του παιδιού; Γιατί τα κάνετε εσείς και δεν τον αφήνετε να ζωγραφίσει μόνος του;” Κι η μητέρα μου της εξήγησε πως τα έκανα εγώ. Ούτως ή άλλως οι γονείς μου δεν είχαν καμιά σχέση με την τέχνη. Ήταν άνθρωποι της εργατικής τάξης, με άλλα ενδιαφέροντα. Η μητέρα μου οικιακά, ο πατέρας μου ήταν εφαρμοστής στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Οπότε η ψυχή μου φέρει ήδη πληροφορίες – γιατί είμαι άνθρωπος που ασπάζομαι τη μετενσάρκωση. Γιατί δεν δικαιολογείται ένα παιδί να ζωγραφίζει έτσι στα πέντε ή στα επτά του να παίζει πιάνο. Δεν υπάρχουν χαρίσματα, υπάρχουν πληροφορίες από αλλού. Κι είχα αρχίσει τα φροντιστήρια για την Καλών Τεχνών, αλλά τα διέκοψα γιατί τότε δημιουργήθηκαν οι Στέρεο Νόβα κι είπα ότι θα ασχοληθώ με το γκρουπ. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα χρόνο πια για κάτι άλλο.
Πώς συναντηθήκατε με τους άλλους Στέρεο Νόβα; Ο Αντώνης Π ήταν φίλος μου από το γυμνάσιο, κάναμε κολλητή καθημερινή παρέα. Ακούγαμε απίστευτα πράγματα για 14-15 χρονών παιδιά: Dali’s Car, Eyeless in Gaza, Virgin Prunes… Όχι γνωστά γκρουπ, πιο ιδιαίτερα πράγματα. Πήγαινα στο σπίτι του, γιατί εγώ δεν είχα καταφέρει ακόμα να έχω πικάπ, δεν είχα αυτή την οικονομική άνεση. Εκείνος είχε πικάπ κι εγώ έφτιαχνα κασέτες. Ακούγαμε βινύλια, διαβάζαμε… Ούτε και ξέραμε τι διαβάζαμε! Ζαν Κοκτώ… Είχαμε μια δίψα για οτιδήποτε μας άνοιγε τους ορίζοντες. Μετά από λίγο καιρό, σε ένα πάρτυ της γειτονιάς του Αντώνη, μιας φίλης του, της Νατάσας Κ. που αργότερα τραγούδησε το Λιγότερο απ’Αυτό, ήταν κι ο Κωνσταντίνος Βήτα, και τον γνώρισα. Χόρευε Smiths, και μου είχε κάνει εντύπωση! Πω πω, του είπα, τι ωραία που χορεύεις Smiths! Ήταν reference οι Smiths, ο χορός, για να προσεγγίσεις έναν άνθρωπο που έχει ίδια ακούσματα με σένα, κι αυτόματα αυτό σου δίνει μια χαρά, ότι μοιάζετε κι έχετε να πείτε πολλά. Έκτοτε με τον Κώστα καθημερινά συναντιόμαστε στο σπίτι, γράφαμε, ζωγραφίζαμε, ακούγαμε μουσικές. Ο Κωνσταντίνος που ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα – εγώ 21, εκείνος γύρω στα 28 – είχε προχωρήσει και σε άλλα πράγματα. Ένιωθα τη σχέση μας πατρική πέρα από τη φιλία. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ δοτικός, τρυφερός, πατρικός. Η αγάπη ήταν το σπίτι μας. Αγάπη για τη μουσική, για τη ζωή… Μετά τον πρώτο δίσκο των Στέρεο Νόβα είπα στον Αντώνη που ήταν φαντάρος τότε: “Έλα μαζί μας, έλα να φτιάξουμε ωραία πράγματα”. Έτσι ξεκίνησε αυτή η παρέα, τα τρία παιδιά από το Περιστέρι. Δεν σκεφτόμασταν. Τότε ήμουν πολύ πιο συντονισμένος στο παρόν απ’ ότι σήμερα. Ήμουν μέσα στη δίνη της δημιουργίας, χωρίς να σκέφτομαι καν τι θα κάνω μουσικά, χωρίς να το αναλύω.
Πάντως, χωρίς να σκέφτεστε, φτιάξατε κάτι που στον ελληνικό χώρο δεν υπήρχε μέχρι τότε. Πράγματι. Έτσι όπως ήταν αυτό το σχήμα, όχι. Υπήρχε η Λένα Πλάτωνος, οι In Trance 95, οι Data Data με τον Coti K. Ήρθαν όμως σε πολύ καίρια και κατάλληλη στιγμή οι Στέρεο Νόβα. Ο τρόπος που μίλησαν και χρησιμοποίησαν αυτή τη μουσική ήταν σαν να ήταν γραφτό να γίνει.
Ξανακούγοντας σήμερα τους δίσκους των Στέρεο Νόβα, ένιωσα πως στο ξεκίνημα είχατε μια μεγάλη ανάγκη για το λόγο, ενώ στην πορεία στραφήκατε σε καθαρά μουσική έκφραση, κι ο λόγος άρχισε να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Τώρα που το λες το σκέφτομαι, και το συνδέω και με πράγματα που συζητούσαμε οι τρεις μας, και με τον Κωνσταντίνο. Έχει μια λογική αυτό που επισημαίνεις. Δεν έγινε ακριβώς συνειδητά. Ήμασταν παιδιά της γενιάς της ανεξάρτητης pop, του new wave και του electro του 80, που είχαν φωνητικά, αλλά στην πορεία μάς συνεπήρε η δύναμη της techno και της house που ξαφνικά επιβλήθηκαν, κι επιβαλλόταν ότι θα χορεύεις σε αυτούς τους τεκτονικούς, παγανιστικούς, μινιμαλιστικούς ρυθμούς και μελωδίες, μέσα από εκστατικά patterns και επαναλαμβανόμενα vocals. Παρένθεση: Νομίζω πως οι Στέρεο Νόβα στους τρεις πρώτους δίσκους είπαν πράγματα για άλλους δέκα, πράγματα που σήμερα συμβαίνουν. Άθελά μας φτάσαμε να είμαστε προφητικοί, βλέπαμε όμως τι γινόταν, ήμασταν πολύ συνειδητοί παρά το νεαρό της ηλικίας μας. Ουσιαστικά ήμασταν μια καταγραφή αυτών που συνέβαιναν. Στην πορεία, στο Τέλσον, ας πούμε, που είναι από τους αγαπημένους μου δίσκους, πειραματιστήκαμε περισσότερο με τις φόρμες της μουσικής και λιγότερο με το λόγο, και νομίζω πως ολοκληρώσαμε σε αυτή τη διαδρομή των πέντε δίσκων αυτό που θα μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο σχήμα, δηλαδή να στηριχτεί στους πρώτους δίσκους σε πιο απλά motivi και σε ένα χειμαρρώδη λόγο, και μετά να ανακαλύψει το λόγο της μουσικής.
Αυτός ήταν ο λόγος που έφερε τους Στέρεο Νόβα στο τέλος τους; Είχατε ολοκληρώσει αυτό που είχατε να πείτε και να κάνετε; Ή θέλατε πια ο καθένας να κάνει διαφορετικά πράγματα κι ο καθένας πήρε το δρόμο του; Οι σχέσεις τελειώνουν για σύνθετους λόγους. Είτε είναι επαγγελματικές είτε προσωπικές, ερωτικές… Έτσι τελείωσε κι αυτή η συνεργασία. Και γιατί θέλαμε να κάνουμε διαφορετικά πράγματα, και επειδή η επιτυχία είχε έρθει απειλητική να μας κάνει πολύ ευάλωτους στο να συγκρουστούμε άσχημα – ευτυχώς το προλάβαμε. Κι επειδή έκλεισε ο κύκλος. Αλλά νομίζω πως η πραγματική ανάγκη ήταν να κάνουμε διαφορετικά πράγματα – κι από τη δική μου πλευρά, και από των άλλων. Το βρίσκω πολύ έντιμο, και ευτυχώς που έγινε. Ξέρεις, βαριόμασταν κι οι ίδιοι με κάποια πράγματα. Αν συνεχίζαμε μέχρι σήμερα νομίζω πως θα βαριόμασταν. Ήταν κάτι τόσο δυνατό και για εμάς τους ίδιους, που δεν θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη διάρκεια. Ήταν αρκετά αυτά τα πέντε άλμπουμ. Μετά θα γινόταν πιο επαγγελματικό. Ευτυχώς το σώσαμε!
Θα παραφράσω κάτι που συνήθως λέγεται για το Woodstock, πως αν πράγματι ήσουν εκεί, τότε δεν θυμάσαι να μιλήσεις γι’ αυτό. Αναρωτιέμαι αν ισχύει κάτι παρόμοιο για την ελληνική dance σκηνή. Αν αυτοί που μιλάνε κι αναφέρονται σε αυτήν δεν είναι αυτοί που πράγματι την έζησαν. Αναπτύχθηκε μια μυθολογία και τότε και εκ των υστέρων, που δεν ξέρω πόση σχέση έχει με την πραγματικότητα. Εγώ την έζησα. Την έζησα από το 1987-88, σε ένα από τα πιο σημαντικά κλαμπ της Αθήνας, το Graffiti, έναν underground χώρο, όπου υπήρχαν κι ομάδες περιθωριοποιημένες, ομοφυλόφιλοι, μαύροι… Το μαγαζί θύμιζε Νέα Υόρκη. Η δική μου αναζήτηση βέβαια με τη χορευτική μουσική είχε ήδη ξεκινήσει από διάφορα ερεθίσματα, από περιοδικά, ακούσματα, βινύλια όπως το Pump Up the Volume, το Our Darkness της Anne Clark , το Blue Monday και το Perfect Kiss των New Order, το Sweet Dreams των Eurythmics… Αυτές οι αναφορές υπήρχαν ήδη. Απλά η άλλη πλευρά που έρχεται από την Αμερική, η πρώτη house μουσική, η acid house μετά κι αργότερα η techno έπεσαν στην αντίληψή μας, εμένα και του Κωνσταντίνου, και πριν τους Στέρεο Νόβα είχαμε φτιάξει ένα techno electronic σχήμα που λεγόταν Bobbyblast. Η “Ευδοκία” από τον πρώτο δίσκο ήταν από αυτό, γραμμένη με αναλογικά συνθεσάιζερ, με εξωτερικές μαγνητοφωνήσεις με κασετόφωνο. Γιατί μας είχε συνεπάρει αυτό που συνέβαινε. Ήμασταν στην παγκόσμια καρδιά του πλανήτη, στην ομάδα των ανθρώπων που είχαν καταλάβει ότι κάτι γεννιέται. Οι πατέρες κι οι νονοί του ήταν στην Αμερική, οι μαύροι, εκεί που ξεκίνησε το house μέσα σε ένα gay club, το Warehouse, όπου οι άνθρωποι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα είδος αντίλογου μέσα από αυτή τη μουσική και να εκτονωθούν, αλλά υπήρχε κι ένα political view σε αυτό που έκαναν. Δεν ήταν μόνο “παίρνουμε ναρκωτικά και είμαστε χαζοχαρούμενοι”. Καμία σχέση! Στην πορεία εξελίχτηκε έτσι. Καθώς λοιπόν αγαπούσα το ρυθμό, γιατί ούτως ή άλλως η ζωή έχει ρυθμό και το σώμα μου συντονίζεται με αυτόν, τον βρήκα σε αυτή τη μουσική, που τη βίωσα με καθημερινό clubbing στο Graffiti, μετά στο Faz στη Μαβίλη κι αργότερα και σε άλλα κλαμπ, στο X-Club, το Factory, το Alarm, ο Κούκος, τα πάρτυ του Καλοπήτα… Γινόταν ένα είδος αίρεσης, με την καλή έννοια, την αντιστασιακή στη mainstream ηλιθιότητα που υπήρχε και τότε. Μαζευόμασταν εκεί, ζούσαμε το Τώρα μέσα από τη μουσική, συντονιζόμασταν στους κραδασμούς της. Ήταν άξονας άμεσης επικοινωνίας. Υπήρξε επίσης και background για φλερτ, αν και εμείς δεν ψαχνόμασταν τότε ερωτικά σε τέτοιες ηλικίες. Όμως υπήρχε αυτός ο ερωτισμός μέσα σε αυτό το παραλήρημα. Ήταν πολύ δυνατή η μουσική αυτή, επιβλητική. Λέγαμε “μα τι είναι αυτή η μουσική, πρέπει να τη βρούμε, να τη μάθουμε, να τη φτιάξουμε, είμαι αυτή η μουσική!” Ξεκίνησα με πολύ φθηνά basic equipment, σχεδόν με το τίποτα, να φτιάχνω τα πρώτα sequencings με εξωτερικές εγγραφές από κασετόφωνο σε κασετόφωνο. Με κάτι οικονομίες μου αγόρασα ένα πολύ φτηνό keyboard της Yamaha. Κι αργότερα με τον Κωνσταντίνο και τους Bobbyblast, με τα πάρτυ, με το Djing με τα βινύλια, πώς θα κάνουμε τα δύο κομμάτια να συγχρονίσουν, μου φαινόταν πολύ μαγικό όλο αυτό. Υπήρχε ακατάπαυστη πληροφορία κι επαφή με τη δημιουργικότητα, όχι φυσικά μέσω ίντερνετ όπως σήμερα, αλλά ζωντανά, εκεί, με το κάθε τι. Με το Γιώργο, για παράδειγμα, που με καλούσε σπίτι του γιατί πήρε το καινούριο των Orbital και γαμάει, είναι φοβερό, θα πάθεις σοκ! Έλα να δεις τι ήχους έχει! Έπαιρνα λούπες σε βινύλιο και προσπαθούσα με το synthesizer που είχα να φτιάξω τα ίδια drum motivi. Ήταν μια επανάσταση! Και ήξερα πως αυτή η δύναμη που έχει με αφορά. Στην πορεία υπήρξαν αλλαγές, ανατροπές, μπήκε το εμπορικό κομμάτι στη μέση, άλλαξε πάρα πολύ την κουλτούρα, ο κόσμος έπαιρνε πάρα πολλά ναρκωτικά. Δεν ήταν της παρέας το να κάνουμε drugs. Αυτή η μουσική είχε μια δραματικότητα και ταυτόχρονα δημιουργούσε μια ανύψωση, λειτουργούσε ως κάθαρση, όπως όταν άκουγες κλασική μουσική. Αν ζούσαν οι κλασικοί, εννοείται ότι θα κάνανε techno και experimental electronica! Τι θα κάνανε; Hello! Όπως οι Orbital! Ή ο Aphex Twin! Genius! Τι ήταν όλο αυτό; Δεν ήταν πληροφορία από το μέλλον; Δεν σε πήγαινε πιο μπροστά; Με την έννοια της διορατικότητας. Μου είναι πολύ καθαρό ότι υπήρξα διορατικός.
Νομίζω πως οι Στέρεο Νόβα στους τρεις πρώτους δίσκους είπαν πράγματα για άλλους δέκα, πράγματα που σήμερα συμβαίνουν. Άθελά μας φτάσαμε να είμαστε προφητικοί, βλέπαμε όμως τι γινόταν, ήμασταν πολύ συνειδητοί παρά το νεαρό της ηλικίας μας. Ουσιαστικά ήμασταν μια καταγραφή αυτών που συνέβαιναν.
Εμένα όλα αυτά μου διασαφηνίζουν τη φυσικότητα με την οποία, μετά τους Στέρεο Νόβα, μπόρεσες να βγεις με τη μουσική σου εκτός Ελλάδος. Αυτό που οδηγεί τα πράγματα να συμβαίνουν, όπως λες, με φυσικότητα, είναι η αγάπη μας γι’ αυτά. Και το να μην τα εκβιάζει η σκέψη μας. Μερικές φορές, όταν θέλουμε να κάνουμε κάτι, η σκέψη μας λειτουργεί εκβιαστικά. Είχα αντιληφθεί ότι αυτή η μουσική των Στέρεο Νόβα, κι αυτή που κάναμε μετά με τους Τετράγωνο 19, είναι κομμάτι μιας καρδιάς που χτυπάει σε όλο τον κόσμο. Με αυτό το αξίωμα, αποφάσισα να στείλω demo της μουσικής μου σε κάποιες εταιρίες του εξωτερικού – απ’ όπου είχαν περάσει ο Juan Atkins, ο Aphex Twin, o Joey Beltram, μεγάλα ονόματα της techno σκηνής – όπως ήταν η R & S Records στο Βέλγιο, με μια πεποίθηση πως εννοείται πως θα βγάλω τη μουσική αυτή στο εξωτερικό. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, παρά γιατί κανένας δεν είναι καλύτερος από μένα, κι εγώ δεν είμαι καλύτερος από κανέναν. Είμαστε ίσοι. It’s OK. Δεν μου ανήκει έτσι κι αλλιώς η μουσική, είμαστε εδώ για να ανταλλάξουμε. Αυτή η ανταλλαγή με έφερε την εποχή του Τέλσον σε επαφή με ανθρώπους στο Βέλγιο που μου είπαν πως προχωράμε για να κάνω ένα ΕΡ. Για μένα αυτό ήταν πολύ μεγάλο άνοιγμα και χαρά. Αργότερα το 99 στη Γλασκώβη και μετά στο Παρίσι, όπου έγινε και το μπαμ με το Halcyon Days , την ίδια χρονιά που έκανα και το δίσκο με την Τάνια Τσανακλίδου. Ταξίδεψα, έπαιξα, πήγα σε φεστιβάλ, γνώρισα ανθρώπους, παρότι εκείνη την περίοδο, γύρω στο 2000, είχα πάρα πολλά προσωπικά προβλήματα. Με ανθρώπους που έπρεπε να είμαι κοντά τους στο νοσοκομείο, στο ψυχιατρείο σε άλλους, πολύ άγριες καταστάσεις. Κι όμως η μουσική είχε έρθει και έλαμπε σαν ένας ήλιος, 24 ώρες το 24ωρο, δεν υπήρχε νύχτα. Η νύχτα ήταν το γύρω-γύρω, αλλά η μουσική ισορροπούσε τη ζυγαριά να μη γείρει τόσο ώστε να χαθώ ή να πέσω από κανένα μπαλκόνι. Ήρθε πολύ λυτρωτικά.
Αναφέρθηκες στο δίσκο με την Τάνια Τσανακλίδου. Και πάλι αυτό που με είχε εντυπωσιάσει ήταν η φυσικότητα της συνάντησης ανθρώπων που φαινομενικά προέρχονταν από διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Πώς συνέβη; Με την Τάνια ήρθαμε σε επαφή με το “Να με θυμάσαι”, τη διασκευή του Ξαρχάκου από τη Βιταμίνα Τεκ των Στέρεο Νόβα. Υπάρχει μια αμοιβαία συμπάθεια, είναι φλογερή και ζωντανή και δοτική με όλους μας, γενναιόδωρη και ερωτική. Προέκυψε μια επόμενη συνεργασία στους Αριθμημένους του Τάσου Ψαρρά όπου της έδωσα να τραγουδήσει το κομμάτι των τίτλων της ταινίας, και το “Μια αγάπη Μικρή”, το πρώτο κομμάτι μας, που γράφεται για μια χοροθεατρική παράσταση του Βασίλη Μυριανθόπουλου, το Μπλε – δεν το ξέρει αυτό πολύς κόσμος. Αρχικά το τραγουδούσα εγώ, σαν οδηγό, και μετά λέω του Βασίλη “ξέρεις, σκέφτομαι την Τάνια”. Χάρηκε πολύ και συμφώνησε. Βρίσκω λοιπόν την Τάνια και στην αρχή δεν ήταν πολύ συντονισμένη με όλο αυτό. “Τι είναι; Πού θα το τραγουδήσουμε;” μου έλεγε. Είχε έρθει στο στούντιο του Coti που ήταν ένα σπίτι, και της φαινόταν περίεργο που τραγουδούσε κι ήταν στο ίδιο δωμάτιο με μένα, τον Coti, μια γάτα και μια σόμπα! Σε δευτερόλεπτα όμως έκανε την υπέρβασή της και γουστάρει, και το λέει και χορεύει ταυτόχρονα! Με μας δίπλα, χωρίς booth και τέτοια – γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι μαθημένοι σε στούντιο πιο κλασικά. Το κομμάτι παίζεται στην παράσταση, δεν το θέλει καμία δισκογραφική εταιρεία – έχει σημασία για μένα αυτό που σου λέω. Να ‘ναι καλά ο Χριστιανάκης από το Μύλο και τη δισκογραφική του! Η Αθήνα δεν ήθελε αυτό το κομμάτι, και βγήκε από τη Θεσσαλονίκη. Το υποστήριξαν πάρα πολύ τα gay bars – το Sodade και η Φώφη Τσεσμελή, φίλη μου. Για άλλη μια φορά αυτό που θεωρείται περιθώριο έχει πάρα πολλή αγάπη, και στέλνει μήνυμα που αφορά όλο τον κόσμο. Πολλές φορές τα μηνύματα έρχονται από αυτό που θεωρούμε περιθώριο, γιατί εκεί υπάρχει ο πόνος κι είναι αλλιώς η ανταλλαγή των αισθημάτων των ανθρώπων, δένονται διαφορετικά. Και ξαφνικά μετά από έξι μήνες, κάποιες εταιρίες με παίρνουν και μου ζητάνε το δίσκο – εταιρίες που είχαν απορρίψει τη δουλειά! Τότε η στρατηγική ήταν μόλις βγαίνει ένα single, μετά από 1-2 μήνες να βγαίνει το άλμπουμ. Εμείς δεν είχαμε κανένα άλμπουμ! Ξεκινήσαμε να γράφουμε κι έπεισα την Τάνια – με πολλή αγάπη το λέω, δεν το επέβαλλα – να γράψει στίχους, πράγμα που φοβόταν. “Πώς θα τολμήσω να γράψω πράγματα που αισθάνομαι και να τα πω;” μου έλεγε. Ξέραμε κι οι δύο ότι μιλάμε για αλήθειες. Κι αυτά που λέμε δεν υπάρχει ανάγκη να τα ωραιοποιήσουμε. Είναι αυτά ακριβώς που νιώθουμε. Και μετά από ένα χρόνο βγαίνει ο δίσκος από τη Universal. Και γίνεται Το Χρώμα της Μέρας. Ένα soundtrack κι αυτό της πόλης…
Έχουμε στα χέρια μας την καινούρια σου δουλειά. Μου έλεγες ότι σε απασχολεί το πώς αυτή θα παρουσιαστεί και επί σκηνής. Επειδή ο δίσκος έχει και το φυσικό ηχόχρωμα των εγχόρδων και του πιάνου, και κάποιων άλλων οργάνων, κι επειδή έχει μια ματιά κινηματογραφική, ετοιμάζω ένα μουσικό σχήμα το οποίο θα αποτελείται από πιάνο, ένα κουαρτέτο εγχόρδων, φυσικά έξτρα ντραμς τα οποία θα «πειράξουμε» – θα δούμε πώς – μαζί με τα ηλεκτρονικά, κι εγώ στα κομπιούτερ και τα συνθεσάιζερ. Θα φτιαχτεί ενδεχομένως κι ένα βίντεο που θα «δένει» με τη μουσική και θα βοηθά τους θεατές να συντονιστούν – βιωματικά, όχι θεματικά – με αυτό που θα συμβαίνει. Δεν θέλω να είναι ακριβώς μια συναυλία, γι αυτό και προσπαθώ να βρω χώρους που από μόνοι τους να έχουν κάτι. Όχι κάποιος συνήθης χώρος – με το ποτό και το τσιγάρο αποκλείεται να παρουσιαστεί αυτός ο δίσκος . θέλω οι άνθρωποι να είναι παρόντες, καθιστοί – ίσως σε ένα θεατρικό χώρο – και να βιώσουν αυτή την εμπειρία όπως τη βιώνω κι εγώ δουλεύοντας γι’ αυτή τη μουσική κι ακούγοντάς την: με μια κατεύθυνση σύνδεσης με ό,τι όμορφο έχω μέσα μου. Γιατί έτσι θα αλλάξουν τα άσχημα που συμβαίνουν γύρω μου. Μας έχει απορροφήσει όλη αυτή η ασχήμια κι αισθανόμαστε κι εμείς άσχημοι, ξοφλημένοι, εγκαταλελειμμένοι. Αλλά ξεχνάμε πως δεν υπάρχει κάποιος άλλος που θα σώσει την κατάστασή ή που θα αλλάξει κάτι, παρά μονάχα ο επαναπροσδιορισμός του εαυτού μας. Ακούγεται από παντού η λέξη «δύσκολα», αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι τα πράγματα αλλάζουν. Τίποτα δεν μένει ίδιο. Είναι οι νόμοι της ζωής και της δημιουργίας, είναι το ίδιο το Όλον, το Άπαν που είπες κι εσύ, που από μόνο του δημιουργεί στάχτες, και μέσα από αυτές πετούν πάλι βλαστάρια κι ανθίζουν. Είμαστε σε μια πολύ μεταβατική περίοδο, πολύ σπουδαία, νομίζω, για την εξέλιξη από δω και πέρα. Είμαστε υπόλογοι κι ο καθένας έχει το κομμάτι της ευθύνης του για την αλλαγή.