«Το Τσάι εμφανίζεται σαν ένα απομονωμένο νησί μέσα στα βάθη του αστικού ιστού, σαν ένας κρυμμένος παράδεισος, μια έκπληξη». Έτσι περιγράφει το έργο του ο αρχιτέκτονας που δημιούργησε το τεϊοποτείο που απέκτησε μια νέα ζωή μέσω του επανασχεδιασμού του στο Κολωνάκι.
Έχοντας κατά νου την άρρηκτη σχέση του προϊόντος που κλήθηκε να αναδείξει με την ιαπωνική κουλτούρα, ο Γιώργος Μπάτζιος είδε πρόσφατα τη δουλειά του που ένωσε το μαγαζί της Ομήρου 35 (έτος ίδρυσης 1994) με εκείνο της Αλεξάνδρου Σούτσου 19 (έτος ίδρυσης 2008) στον ίδιο χώρο τον Οκτώβριο του 2015 να αναδεικνύεται στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Αρχιτεκτονικής ως ο καλύτερος εμπορικός χώρος της χρονιάς αλλά και με έπαινο στις ΔΟΜΕΣ 2017 στην κατηγορία «Καλύτερο έργο νέου αρχιτέκτονα των ετών 2012-2016».
Οριζόντιες και κάθετες γραμμές από ξύλο ελάτης, βάζα με ποικιλίες του τσαγιού απ’ όλο τον κόσμο τοποθετημένα σε απλές τετράγωνες προθήκες με κρυφό φωτισμό, ένας κήπος Ζεν κι ένα τραπέζι με κούνιες αντί για καρέκλες είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία του χώρου που εντυπωσιάζουν τους κριτές των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Παράλληλα, ένας μεγάλος πάγκος με μαξιλάρια, κρυφές πρίζες και συρόμενα τραπέζια προσφέρει άνεση στους επισκέπτες που απολαμβάνουν το τσάι τους από το 2015 στην Αλεξάνδρου Σούτσου.
Η αρχική ιδέα που οδήγησε και στον τελικό σχεδιασμό του «Τσάι» ήταν ένα αρχέτυπο της παραδοσιακής ιαπωνικής κατασκευής που χρησιμοποιήθηκε για τον σχεδιασμό του λογοτύπου, αφού όπως εξηγεί ο αρχιτέκτονας ήθελε να δώσει ένα ιεροτελεστικό συμβολισμό στην πρώτη εικόνα της επιχείρησης. «Η αλήθεια είναι ότι ήμουν πολύ τυχερός με αυτή την επιλογή εφόσον η συγκεκριμένη μορφή έδενε απόλυτα με το όνομα της επιχείρησης».
Η λιτότητα του λογοτύπου λειτούργησε σαν σημείο αναφοράς για τον σχεδιασμό του τεϊοποτείου . Πως επηρέασαν τον Γιώργο Μπάτζιο οι παράγοντες του αστικού τοπίου αλλά και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά του χώρου που ανέλαβε να αλλάξει ριζικά και βλέπει πλέον σαν έναν κρυμμένο γιαπωνέζικο κήπο; «Αυτό που μου ζητήθηκε ήταν η δημιουργία ενός καταστήματος που θα έφτανε σε ένα επίπεδο χωρικής εξειδίκευσης ανάλογης με την εμπορική εξειδίκευση που είχε η επιχείρηση πάνω στο τσάι και όχι μόνο. Υπήρχε ένα κενό στην προώθηση του προϊόντος, στον χώρο, τα γραφικά το λογότυπο, στοιχεία που δεν έδεναν μεταξύ τους και δεν είχαν την δύναμη να αντικαθρεφτίσουν την προαναφερόμενη εξειδίκευση. Με άλλα λόγια προσπάθησα να κάνω ένα ολικό rebranding της επιχείρησης ξεκινώντας από το λογότυπο και συνεχίζοντας με το flagship store. Προσπάθησα να δημιουργήσω μια νέα εικόνα, καθρέπτη της εμπειρίας και εξειδίκευσης που απέκτησαν οι ιδιοκτήτες του καταστήματος μετά από όλα αυτά τα χρόνια λειτουργίας».
Φαίνεται πως ο αρχιτέκτονας είχε να απαντήσει σε τρεις σχεδιαστικές προκλήσεις. Η πρώτη ήταν λειτουργική. «Το Τσάι είναι ένα από τα πρώτα τεϊοποτεία στην Αθήνα που λειτουργούσε πριν την ανακαίνιση σε δυο κοντινά μεταξύ τους καταστήματα. Με την ανακαίνιση έπρεπε να ενώσουμε το πωλητήριο και τον χώρο εξόδου σε έναν». Η δεύτερη πρόκληση αφορούσε την κουλτούρα του τσαγιού. «Διαλέξαμε την Ιαπωνία σαν την πιο αντιπροσωπευτική χώρα αυτής της κουλτούρας διότι της αποδίδει στοιχεία modus vivendi, έναν τρόπο ζωής συνδεδεμένο με μια ιεροτελεστία που γίνεται σε ένα συγκεκριμένο χώρο με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Προσπαθήσαμε διαλέγοντας την Ιαπωνία να φέρουμε το πελάτη όχι μόνο πιο κοντά στο τσάι ως προϊόν αλλά ως τρόπο σκέψης». Η τρίτη πρόκληση ήταν πιο πρακτική και αφορούσε την προϋπάρχουσα κατάσταση του χώρου. «Επικρατούσαν πολλαπλά ετερόκλητα στοιχεία τα οποία έπρεπε να κρυφτούν. Απαντήσαμε σε αυτή την πρόκληση με την δημιουργία ενός ξύλινου “δέρματος” , με γνώμονα το ρυθμό την απλότητα και με αναφορές στην Op art των Loos και Tanizaki. To ξύλινο δέρμα οργανώνει, φωτίζει, προβάλει, μετατρέπεται με τον ίδιο ρυθμό από βιτρίνα προβολής των προϊόντων σε τραπεζοκαθίσματα, Η κάθε μία από τις δύο λειτουργίες του καινούριου καταστήματος καταλαμβάνει ένα από τα παράλληλα άκρα, καθρεφτίζοντας η μία την άλλη κι επιτρέποντας τη δημιουργία ενός ενδιάμεσου ευέλικτου χώρου».
Επηρεασμένος από την σύγχρονη ιαπωνική αρχιτεκτονική και από τον -καθοριστικό για την σύλληψη- τρόπο που αντιμετωπίζουν την ιστορία ενός τόπου ο Kengo Kuma και οι Sanaa, ο Γιώργος Μπάτζιος πιστεύει στην αρχιτεκτονική ευφυΐα. «Στην εξειδικευμένη δημιουργικότητα ενός αρχιτέκτονα που καμία έξυπνη μηχανή δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει. Δεν θα μπορούσα ποτέ να παραλείψω από τις αναφορές μου όμως τον δάσκαλο μου Jean Nouvel. Η συνεργασία μου μαζί του ήταν καθοριστική και με ωρίμασε σαν αρχιτέκτονα».
Καθώς η δουλειά του για τον χώρο -που προσφέρει μοναδικές ποικιλίες τσαγιού και ροφημάτων απ’όλο τον κόσμο, τσαγιέρες, φλυτζάνια κι οποιοδήποτε αξεσουάρ είναι απαραίτητο για την σωστή παρασκευή του ροφήματος στο σπίτι ενώ συγχρόνως είναι ένα μέρος που ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει το τσάι του μαζί με αλμυρές και γλυκές χειροποίητες γεύσεις της κουζίνα του- να βραβεύεται τόσο σε εγχώριο επίπεδο όσο και σε διεθνές επίπεδο, πως βλέπει να βοηθούν τους νέους αρχιτέκτονες τέτοιου είδους διακρίσεις; «Εκτός από το γεγονός πως προβάλλεται η δουλειά μας στο εξωτερικό λαμβάνοντας την επικύρωση που χρειάζεται ένας νέος αρχιτέκτονας, στην Ελλάδα βοηθούν στην μείωση των πελατειακών σχέσεων και του νεποτισμού. Πιστεύω ότι η κρίση είναι μια ευκαιρία για την Ελλάδα για την επίτευξη ενός πολιτιστικού εξορθολογισμού. Στον κατασκευαστικό τομέα αρχίζουμε δειλά δειλά να καταλαβαίνουμε ότι η ποιοτική αρχιτεκτονική είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπορική επιτυχία ενός εγχειρήματος, έτσι ώστε να υπάρχει σύντομα και άλλος δρόμος παραμονής των νέων αρχιτεκτόνων στην χώρα».