Όλο και περισσότερες επιστημονικές έρευνες τις τελευταίες δεκαετίες επιβεβαιώνουν ότι το 75% των ανθρώπων που ξεκινούν ψυχοθεραπεία αποκομίζουν κάποιο όφελος από αυτή σε βάθος χρόνου. Αυτό οφείλεται σημαντικά στη διαμόρφωση της θεραπευτικής σχέσης: η θεραπευτική “συμμαχία” που αναπτύσσεται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου οδηγεί σε γνωστικά, συναισθηματικά και συμπεριφορικά οφέλη, τα οποία επιτρέπουν στους δεύτερους να αλληλεπιδράσουν βαθύτερα με πτυχές του εαυτού τους και με ανθρώπους του περιβάλλοντός τους.
Τιμώντας το φετινό Pride Month αλλά και την ψυχική υγεία – θεματικές με τις οποίες η Popaganda καταπιάνεται διαχρονικά – θελήσαμε να δώσουμε βήμα σε άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, σχετικά με την εμπειρία τους από την ψυχοθεραπεία. Ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα αναζητούν θεραπεία, είναι για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις των διακρίσεων που βιώνουν στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Στην έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA), συγκεκριμένα, που διεξήχθη το 2020 με τη συμμετοχή 140.000 ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων από όλες τις χώρες της ΕΕ, οι συμμετέχοντες από την Ελλάδα ανήλθαν σε 4.502 άτομα και το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι αισθάνθηκαν διάκριση στον χώρο εργασίας τους ήταν 31%, ενώ τουλάχιστον ένας στους τρεις ερωτηθέντες δήλωσε ότι υφίσταται διακρίσεις στην κοινωνική του ζωή και στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας ή κοινωνικές υπηρεσίες. Μάλιστα, αυτό το ποσοστό είναι μεγαλύτερο για τους τρανς (55%) και τους ίντερσεξ (59%) συμμετέχοντες.
Ακόμα όμως και όταν μέλη της κοινότητας αποφασίζουν να απευθυνθούν σε ειδικούς ψυχικής υγείας, υπάρχουν φορές που θα έρθουν σε επαφή με ανθρώπους και υπηρεσίες μη συμπεριληπτικές, γεγονός που συνδέεται με την έλλειψη επιμόρφωσης, κατάρτισης και επικαιροποίησης των γνώσεων των επαγγελματιών. Αρκεί να λάβουμε υπόψη πως το πρώτο μάθημα για ΛΟΑΤΚΙ+ ζητήματα σε τμήμα Ψυχολογίας στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε μόλις τον Ιανουάριο του 2020 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με πρωτοβουλία του ίδιου του Τμήματος και του επιστημονικού φορέα Orlando LGBT+, ενώ το μόνο πιστοποιημένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα στην Ελλάδα στη Συμβουλευτική και την Ψυχοθεραπεία με ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα παρέχεται από το Orlando. Την ίδια στιγμή, οι προκαταλήψεις που εντοπίζονται στην κοινωνία συναντώνται και σε ειδικούς ψυχικής υγείας, και αφορούν στη λανθασμένη σύνδεση της ταυτότητας φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων με την ύπαρξη ψυχικών ασθενειών, ενώ μαρτυρίες μελών της κοινότητας επιβεβαιώνουν πως έχουν σημειωθεί φαινόμενα χειραγώγησης και «ενθάρρυνσης» για αλλαγή του προσανατολισμού (οι θεραπείες μεταστροφής απαγορεύτηκαν στην Ελλάδα μόλις το 2022).
Ιδιαίτερα θετικό είναι, ωστόσο, ότι αυτά τα περιστατικά ανταποκρίνονται στη μειοψηφία των ειδικών, καθώς οι περισσότερες μαρτυρίες ΛΟΑΤΚΙ+ θεραπευόμενων αναδεικνύουν τα οφέλη της ψυχοθεραπείας και τον τρόπο με τον οποίο τους έχει βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τις διακρίσεις που βιώνουν στην κοινωνία και στο στενότερο περιβάλλον τους.
Μιλώντας στην Popaganda, η Ελεάννα, ο Γιάννης και το Στεφ μοιράστηκαν θετικές αλλά και δυσάρεστες εμπειρίες από την ψυχοθεραπεία, με στόχο να αναδείξουν την ανάγκη δημιουργίας περισσότερων και πιο καταρτισμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα αφορούν σε ΛΟΑΤΚΙ+ ζητήματα.
Στα 16 της περίπου χρόνια, η Ελεάννα συνειδητοποίησε πως ελκύεται ερωτικά και σεξουαλικά από γυναίκες. Η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως λεσβία. Αν και από την εφηβεία της είχε αρχίσει να κάνει γνωριμίες με γυναίκες, χρειάστηκαν αρκετά χρόνια μέχρι να νιώσει ασφαλής να μιλήσει στους γονείς της για την ταυτότητα φύλου και τον σεξουαλικό προσανατολισμό της. Η ίδια τους περιγράφει ως δύο ανθρώπους χωρίς στεγανά, φιλικά προσκείμενους στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και υπέρμαχους των δικαιωμάτων της. Όταν η συζήτηση έφτανε όμως στο ίδιο τους το παιδί, γινόταν αντιληπτή η ανησυχία τους για το ενδεχόμενο η κόρη τους να μην αναπτύξει μια cis/straight ταυτότητα. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο η Ελεάννα αποφάσισε στα 19 της να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία. Ο τρόπος με τον οποίο θα έκανε το come out στην οικογένειά της, της ανέδυσε αρκετό άγχος και η εσωτερική καταπίεση που βίωνε το μεγέθυνε σημαντικά.
Όπως περιγράφει η ίδια για την εμπειρία της ψυχοθεραπείας στην Popaganda: «Πάντα ένιωθα καλά με τον εαυτό μου και τις επιλογές μου. Πες αν θέλεις πως ήμουν από τα “τυχερά” παιδιά που δεν μεγάλωσαν σε μία συντηρητική και ομοφοβική οικογένεια. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως οι γονείς μου δεν είχαν κάποια στερεότυπα. Τους καταλαβαίνω πλέον. Όταν η συζήτηση περί σεξουαλικών προτιμήσεων έφτανε σ’ εμένα, παρουσίαζαν δεύτερες σκέψεις και κάποιους φόβους, που σχετίζονταν με το πώς θα ζήσω (υποθετικά) σε έναν κόσμο γεμάτο διακρίσεις, προκαταλήψεις και κακοποιητικές συμπεριφορές προς τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Τότε ακόμη δεν γνώριζαν κάτι συγκεκριμένο για την ταυτότητά μου – ίσως να τους περνούσε από το μυαλό, ωστόσο, ότι μπορεί να ελκύομαι από κορίτσια, αφού δεν μιλούσαμε ιδιαίτερα για αγόρια στο σπίτι».
Αρχίζοντας το 2018 να αναζητά στο διαδίκτυο ιδιώτες θεραπευτές, δυσκολεύτηκε αρκετά να εντοπίσει ανθρώπους με κατάρτιση και εμπειρία σε ΛΟΑΤΚΙ+ ζητήματα. Ωστόσο υπήρχαν ορισμένοι θεραπευτές – κυρίως γυναίκες – που ανέφεραν πως έχουν δουλέψει με άτομα της κοινότητας. «Τελικά αποφάσισα να απευθυνθώ ενστικτωδώς σε μία γυναίκα, κοντά στα 35, η οποία έχει δουλέψει με ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Στις πρώτες συνεδρίες ήμουν πολύ διστακτική. Όλα όσα είχα ακούσει από τους γονείς μου για τη στάση των ανθρώπων απέναντι στα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, σε συνδυασμό με το ότι δεν είχα αποκαλύψει ακόμα την ταυτότητά μου, παρά μόνο σε 2-3 κοντινούς φίλους, με έκαναν να σκέφτομαι πως ίσως η θεραπεύτρια δεν μπορούσε να επιδείξει αποδοχή. Εντέλει, διαψεύστηκα».
Όπως μοιράζεται μαζί μου η Ελεάννα, η ψυχοθεραπεύτρια με την οποία ξεκίνησε να δουλεύει ήταν διακριτική, μη παρεμβατική και είχε αρκετές γνώσεις σε ΛΟΑΤΚΙ+ ζητήματα, τις οποίες κατέκτησε μέσα από την επαφή με άτομα της κοινότητας. «Για παράδειγμα, έκανε εξαιρετική χρήση της ορολογίας. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση που στην πρώτη συνεδρία με ρώτησε πώς θέλω να με αποκαλεί και με ποια αντωνυμία. Μου έκανε επίσης εντύπωση, στις πρώτες συνεδρίες, ο χώρος που μου έδινε για να εκφράσω τις σκέψεις μου και η αποδοχή που διέθετε. Κατά την διάρκεια των δύο χρόνων που δουλέψαμε μαζί, καταφέραμε να δημιουργήσουμε μία πολύ στενή θεραπευτική σχέση και να εστιάσουμε στον φόβο μου να μιλήσω για την ταυτότητά μου στους γονείς μου. Η θεραπεύτρια δούλευε Συνθετικά (σ.σ. Συνθετική Ψυχοθεραπεία), με κλίση στη Γνωσιακή-Συμπεριφορική θεραπεία, οπότε η αλληλεπίδραση μεταξύ σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφοράς βρέθηκαν στο επίκεντρο των συνεδριών μας. Σε βάθος χρόνου συνειδητοποίησα ότι το άγχος που είχα συνδεόταν σε μεγάλο βαθμό με την καταπιεσμένη μου ταυτότητα».
Φτάνοντας στο σημείο του coming out, η Ελεάννα μου λέει πως, «Κάποια στιγμή, μετά τον τρίτο μήνα της θεραπείας, ένιωσα πιο ασφαλής να εστιάσω στο coming out. Η θεραπεύτριά μου με βοήθησε μέσω της τεχνικής της γνωσιακής πρόβας, να αναπαραστήσω έναν διάλογο με τους γονείς μου, στον οποίο θα τους μιλούσα για τις προτιμήσεις μου. Ντρεπόμουν πολύ τις πρώτες φορές και δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι θα καταφέρω να κάνω κάτι τέτοιο. Μετά από αρκετή θεραπεία και αρκετές συνειδητοποιήσεις, ένιωσα την ανάγκη να πάρω τη ζωή στα χέρια μου και να τους μιλήσω ανοιχτά. Ήμουν λιγότερο φοβισμένη. Με τη βοήθεια της θεραπεύτριάς μου κατάφερα να κάνω μαζί τους μία εκτενή συζήτηση, εκφράζοντας ανοιχτά και σκέψεις και συναισθήματα».
«Αν και στην αρχή εξέφρασαν όλους εκείνους τους φόβους που σκεφτόμουν πως θα εκφράσουν, δεν έγιναν παρεμβατικοί, και παρά την αρχική τους αμηχανία μπόρεσαν μέρα με τη μέρα να με αγκαλιάσουν γι’ αυτό που είμαι. Το ότι μέχρι σήμερα συνεχίζω και κάνω ψυχοθεραπεία, ήταν ένα σημαντικό εφόδιο και για εκείνους, καθώς τους έκανε να νιώθουν ασφάλεια για την ψυχολογική μου κατάσταση. Η θεραπεύτριά μου, ακόμα και τις φορές που δεν γνώριζε ή δεν τις ήταν οικεία κάποια πράγματα που της έλεγα, φρόντιζε να μου λέει με ειλικρίνεια πως δεν κατέχει την Χ – Ψ γνώση, και έσπευδε να μελετήσει όσα δεν ήξερε, ώστε να μπορεί να είναι πιο συμπεριληπτική απέναντί μου. Έτσι αναπτύξαμε μία θεραπευτική σχέση βασισμένη στον σεβασμό και την εμπιστοσύνη, η οποία με βοήθησε να απαλύνω τον θυμό που ένιωθα αρχικά για τους γονείς μου, εξαιτίας της δυσκολίας τους να με κατανοήσουν πλήρως», λέει η Ελεάννα.
Ο 32χρονος Γιάννης είναι ομοφυλόφιλος. Αποφάσισε να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία στα 27 του, αρκετά χρόνια αφότου μίλησε στους δικούς του για τις προτιμήσεις του. Επί της ουσίας, δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνει come out, αφού για εκείνον τα πράγματα κύλησαν αρκετά αυθόρμητα, σε ένα περιβάλλον αυξημένης αποδοχής. Ο λόγος για τον οποίο ξεκίνησε θεραπεία δεν συνδεόταν άμεσα με την ταυτότητα φύλου του και τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, ωστόσο, ήταν ανοιχτός στο να εξερευνήσει πώς αυτός θα μπορούσε να συνδέεται με ορισμένα ζητήματα που τον απασχολούσαν.
Όπως πολύ εύστοχα θα πει στην Popaganda, «Καταρχάς, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως επειδή ένα άτομο ανήκει στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα αντιμετωπίζει ζητήματα ψυχικής υγείας εξαιτίας της ταυτότητάς του και της αρνητικής στάσης μερίδας της κοινωνίας απέναντί της. Ούτε σημαίνει ότι όταν ξεκινάει ψυχοθεραπεία, το κάνει γιατί θέλει να εστιάσει αποκλειστικά στην ταυτότητα φύλου ή/και τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Υπάρχουν άτομα που λαμβάνουν πλήρη αποδοχή, που αναπτύσσουν με ομαλό και υγιή τρόπο την ταυτότητά τους και τις συνήθειές τους, και ο λόγος για τον οποίο μπορεί να ξεκινήσουν ψυχοθεραπεία, να μην συνδέεται κάπως με την ταυτότητά τους».
«Στη δική μου περίπτωση, χρειάστηκε να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία λόγω του έντονου άγχους μου και των απότομων μεταβολών στη διάθεσή μου, η οποία επηρέαζε τη σχέση μου με τους άλλους ανθρώπους. Φυσικά, επειδή -όπως για κάθε άνθρωπο- ένα κομμάτι της συζήτησης είναι οι ερωτικές/σεξουαλικές σχέσεις, αλλά και εκείνες με τους ανθρώπους στο περιβάλλον και τον περίγυρό μας, το γεγονός ότι είμαι ομοφυλόφιλος άνδρας, αποτέλεσε σημείο της θεραπείας. Τελικά, διαγνώστηκα με οριακή διαταραχή, για την οποία χρειάστηκε να ακολουθήσω και φαρμακευτική αγωγή για δύο χρόνια πέρα από την ψυχοθεραπεία. Στην πρώτη απόπειρά μου, χρειάστηκαν 3-4 εβδομάδες θεραπείας για να καταλάβω πως ο θεραπευτής στον οποίο είχα απευθυνθεί είχε αρκετά στερεότυπα για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Δεδομένου ότι δεν ήθελα να εστιάσω στην ταυτότητά μου, αλλά στα ζητήματα ψυχικής υγείας που αντιμετώπιζα, δεν διαπίστωσα εξαρχής τη στάση του».
Ο Γιάννης εξηγεί πως εκείνος ο θεραπευτής ήταν ιδιαίτερα παρεμβατικός όσον αφορά στις σεξουαλικές του προτιμήσεις: «Στην τρίτη συνεδρία, θυμάμαι να με κατευθύνει αρκετά, ρωτώντας με αν πιστεύω πως ξεκίνησα να δηλώνω ομοφυλόφιλος για να εναντιωθώ στους γονείς μου και σε ορισμένους περιορισμούς που βίωνα ως παιδί. Του εξήγησα πως δεν έχω υπάρξει συγκρουσιακό άτομο και πως κατάλαβα στην εφηβεία ότι είμαι ομοφυλόφιλος, κάτι το οποίο με εκφράζει απόλυτα μέχρι σήμερα. Φυσικά και η έννοια της ταυτότητας μπορεί να είναι ρευστή για πολλούς ανθρώπους, ωστόσο δεν υπήρχε κανένας λόγος να τη συνδέσει αυθαίρετα με την επιθυμία μου να πάω κόντρα στους γονείς μου».
«Μετά από την εκδήλωση αρκετών στερεοτυπικών αντιλήψεων, άρχισα να μην αισθάνομαι πως μπορώ να συνδεθώ μαζί του και έτσι αποφάσισα να αναζητήσω αλλού θεραπεία. Συνεργάστηκα για τέσσερα χρόνια με μία γυναίκα θεραπεύτρια η οποία είχε σπουδάσει στο εξωτερικό και είχε παρακολουθήσει αρκετές εκπαιδεύσεις σχετικά με τη συμβουλευτική και τη ψυχοθεραπεία σε ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και συν αυτού ειδικευόταν στην οριακή διαταραχή. Πιστεύω μέχρι σήμερα πως δεν εκφράζει τον μέσο όρο γνώσεων των θεραπευτών σε ΛΟΑΤΚΙ+ ζητήματα, λόγω του ότι έχει σπουδάσει στο εξωτερικό, ωστόσο θεωρώ πως αν υπήρχαν παραπάνω εκπαιδεύσεις στη χώρα μας, τα πράγματα θα ήταν κι εδώ πολύ πιο συμπεριληπτικά. Μπορεί να μην έχω βιώσει άσχημη ή ρατσιστική αντιμετώπιση από κάποιον ειδικό, όμως ακόμα και τα εμφανή στερεότυπα των θεραπευτών μπορούν να επηρεάσουν ένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο που αντιμετωπίζει ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την ταυτότητά του – ή να του αναδύσει νέα», τονίζει ο Γιάννης.
Το Στεφ είναι bisexual από την ηλικία των 20 περίπου ετών. Από μικρό, συνήθιζε να ακούει προσβλητικά σχόλια από συνομίληκους και περαστικούς, τα οποία συνδέονταν με την εμφάνισή του: «Πώς είσαι έτσι», «Τώρα εσύ είσαι κορίτσι ή αγόρι;», «Γιατί έχεις αγορίστικα μαλλιά;» – και διάφορα ακόμα. Όσο και αν ένιωθε καλά γι’ αυτό που είναι, όση αποδοχή και αν έπαιρνε από τους και τις συντρόφους του, το Στεφ άρχισε να αναπτύσσει ανασφάλειες που το οδηγούσαν σε σημείο να μην θέλει να συναναστραφεί με κόσμο, φοβούμενο πως θα λάβει αντίστοιχα σχόλια. Η θλίψη μεγεθυνόταν, και, έπειτα από συζητήσεις με τους γονείς του, αποφάσισε να απευθυνθεί σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας και να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία.
Όπως θα μου πει, «Το bullying σχετικά με την εμφάνισή μου ήταν ανυπόφορο στο σχολείο. Εγώ, ακόμα ως κορίτσι, έκανα κάτι μόνο με αγόρια, ωστόσο είχα αρχίσει να ελκύομαι στο Λύκειο και από κορίτσια. Θεωρώ ότι τα σχόλια που λάμβανα με δυσκόλευαν να αποδεχτώ την ταυτότητά μου. Ξεκίνησα λοιπόν θεραπεία για να νιώσω καλύτερα μέσα σε όλο αυτό. Τον θεραπευτή μου, μου τον σύστησε μια φίλη της μητέρας μου η οποία εργαζόταν σε έναν φορέα σχετικό με τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα. Ίσως να έπαιξε και αυτό τον ρόλο του, όμως από τον συγκεκριμένο άνθρωπο έλαβα όση αποδοχή δεν είχα λάβει ξανά. Μέσα από τη δική μας θεραπευτική σχέση, έμαθα να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους μου και να “χωράω” μέσα στα αρνητικά σχόλια που δεχόμουν από αγνώστους».
«Δεν ήταν από την αρχή εύκολο. Πήγα πολύ διστακτικό στη θεραπεία και φοβόμουν ότι θα συναντήσω έναν άνθρωπο που μπορεί και να με κοροϊδέψει γι’ αυτό που είμαι. Αντιθέτως, λάμβανα μόνο ζεστασιά. Θυμάμαι μια φορά να τον ρωτάω, “γιατί είστε τόσο καλός μαζί μου;”. Τόσο πολύ δεν είχα συνηθίσει σε αυτή τη συμπεριφορά, τόσος ήταν ο φόβος μου να συνδεθώ με ανθρώπους. Ο συγκεκριμένος θεραπευτής δεν είχε κάποιο μαγικό φίλτρο, είχε όμως παιδεία, γνώση και ποιότητα σαν άνθρωπος. Το μεγαλύτερο βοήθημα για την ανασφάλεια και τη θλίψη που βίωνα ήταν όλα όσα κατάφερα να χτίσω με σύμμαχο τη μεταξύ μας θεραπευτική σχέση, η οποία με βοήθησε να συνδεθώ περισσότερο με ανθρώπους και να αναπτύξω άμυνες απέναντι στα άσχημα σχόλια», καταλήγει.