Μια νύχτα του 1951 στο Βανκούβερ του Καναδά, ο δημοφιλής τραγουδιστής Bing Crosby πλησίασε την είσοδο ενός fancy ξενοδοχείου με ένα φίλο του με σκοπό να νοικιάσουν ένα δωμάτιο για τη νύχτα. Όμως, όπως πληροφορήθηκαν δεν μπορούσαν να τους επιτρέψουν να μπουν. Ο λόγος; Φορούσαν τζιν παντελόνια. Λίγο αργότερα, ένας γκρουμ αναγνώρισε τον τραγουδιστή που τελικά πέρασε το βράδυ του στο εν λόγω ξενοδοχείο. Όταν η εταιρεία Levi’s, της οποίας ήταν το τζιν που φορούσε ο Crosby πληροφορήθηκε την ιστορία, αντέδρασε με τρόπο σατανικό. Έστειλε στον Crosby ένα τζιν σακάκι στο εσωτερικό του οποίου ήταν ραμμένη μια δερμάτινη ετικέτα- προειδοποίηση προς κάθε υπάλληλο ξενοδοχείου να φέρεται με σεβασμό σε όποιον φορούσε αυτό το ιδιαίτερο ρούχο. Η παραπάνω ιστορία εκτός του ότι αποτέλεσε την προέλευση του όρου Canadian tuxedo, περιέχει μια σημαντική πληροφορία. Ένα από τα σημαντικότερα και πιο «αθώα» (είναι ένα κομμάτι ύφασμα, διάολε) προϊόντα της αμερικάνικης ποπ κουλτούρας ήταν κάποτε απαγορευμένο. Εξήντα και κάτι χρόνια μετά, το τζιν παραμένει το uber alles ρούχο που «κατοικεί» στο ράφι κάθε ντουλάπας του δυτικού κόσμου.
Στην πραγματικότητα, η ιστορία του τζιν ξεκινάει μαζί με την ιστορία της ίδιας της Αμερικής. Ο προπάππους του τζιν υφάσματος ήταν ένα ειδικό ύφασμα από το οποίο ήταν κατασκευασμένα τα πανιά στις καραβέλες με τις οποίες έφτασε το 1492 στην Αμερική ο Χριστόφορος Κολόμβος. Τον 17ο αιώνα στη Γένοβα της Ιταλίας οι εργάτες και οι ναύτες συνήθιζαν να φοράνε -before it was cool- παντελόνια και σαλοπέτες από ένα παρόμοιο ανθεκτικό ύφασμα που φαίνεται να έδωσε το όνομά του στο τζιν από την προφορά της πόλης στα γαλλικά (Genes). Οι κάτοικοι της γαλλικής πόλης Nimes ζήλεψαν την ιδιαιτερότητα του υφάσματος και δημιούργησαν μια δική τους βερσιόν βαμβακερού υφάσματος που έμεινε στην ιστορία ως ντένιμ (δηλαδή de Nimes). Αρχικά τα τζιν παντελόνια ήταν μπεζ χρώματος, το οποίο στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το λουλακί (indigo) το οποίο oι κατασκευαστές έπαιρναν από φυτά στην Ινδία.
To 1847 o Βαυαρός μετανάστης Levi Strauss έφτανε στη Νέα Υόρκη για να βοηθήσει τα αδέλφια του στην οικογενειακή επιχείρηση χονδρεμπορίου υφασμάτων. Το 1853, όταν στην Αμερική άνθιζε το κυνήγι χρυσού, ο Strauss μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο για να αναλάβει το παράρτημα της επιχείρησης με όνομα Levi Strauss & Co. Ο θρύλος θέλει έναν χρυσωρύχο να ρωτάει τον Strauss για τα εμπορεύματά του και όταν εκείνος απάντησε ότι πουλούσε ανθεκτικό καραβόπανο για τα αντίσκηνα που έστηναν, ο χρυσωρύχος του απάντησε «Έπρεπε να μας είχες φέρει παντελόνια!». Αφουγκραζόμενος τις ανάγκες του εμπορίου, ο Strauss χρησιμοποίησε το ανθεκτικό ύφασμα για να κατασκευάσει παντελόνια και σαλοπέτες για τους εργάτες. Λέγεται όμως, ότι οι εργάτες παραπονιούνταν για τη σκληρότητα του υφάσματος κι έτσι ο Strauss το αντικατέστησε με το ντένιμ. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας Λετονός ράφτης και πελάτης του Strauss ονόματι Jacob Davis του πρότεινε να δημιουργήσουν από κοινού μια πατέντα ρούχων με μεταλλικές κόπιτσες. Το πρώτο ρούχο- πείραμα που χρησιμοποιήθηκε για την πατέντα ήταν το ντένιμ παντελόνι, το οποίο εμπλουτίστηκε με τις χαρακτηριστικές κόπιτσες που στερεώνουν σήμερα τις τσέπες και την περιοχή γύρω από το φερμουάρ. Το πείραμα πέτυχε και οι δύο έμποροι κατοχύρωσαν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τη «νέα μορφή παντελονιών εργασίας» το 1873. Το πρώτο τζιν παντελόνι φημολογείται ότι πωλήθηκε το 1874, στην τιμή των 13 δολλαρίων η δωδεκάδα. Ο κωδικός 501 υπήρχε ήδη στα πρώτα τζιν που κυκλοφόρησαν στο εμπόριο ενώ η δερμάτινη ετικέτα στο πίσω μέρος που απεικονίζει δύο άλογα να τραβούν ένα παντελόνι -σύμβολο του πόσο ανθεκτικά ήταν τα Levi’s προϊόντα- προστέθηκε το 1886. Η κόκκινη μίνι ετικέτα στην αριστερή τσέπη προστέθηκε ως χαρακτηριστικό trademark λίγα χρόνια αργότερα.
Μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο το τζιν ήταν συνώνυμο της καουμπόικης κουλτούρας αφού το φορούσαν μόνο σκληροπυρηνικοί ήρωες ταινιών γουέστερν και Αμερικανοί στρατιώτες και ναυτικοί. Τη δεκαετία του ’30 πολλοί Αμερικάνοι που έκαναν τις διακοπές τους στα λεγόμενα «dude ranches», αγόραζαν τζιν από τοπικά καταστήματα και συνέχιζαν να φοράνε όταν επέστρεφαν στην πόλη. Μετά τον πόλεμο, η φήμη του τζιν εκτοξεύεται: Ο αμίμητος James Dean φοράει τζιν στο Επαναστάτης χωρίς αιτία και το τζιν γίνεται σύμβολο μιας ολόκληρης νεολαίας που επαναστατούσε ενάντια στον κοινωνικό κομφορμισμό της εποχής που ταύτιζε το μέλλον με ένα ήσυχο σπίτι με αυλή και φρεσκοκουρεμένο γκαζόν στα προάστια. Την ίδια περίοδο που συμβαίνει το περιστατικό με τον Bing Crosby, το τζιν παντελόνι απαγορεύεται σε κάποια σχολεία και εστιατόρια. Στο μεταξύ το τζιν υποστηρίζεται στη μεγάλη οθόνη από σταρ της εποχής όπως ο Marlon Brando και η Marilyn Monroe.
Από τη δεκαετία του ‘60 και μετά το τζιν ανεβαίνει όλο και ψηλότερα την κλίμακα της αποδοχής και της απενοχοποίησης με statements όπως οι διαφημίσεις των τσιγάρων Marlboro στις οποίες οι άντρες φορούν πάντα τζιν, οι Jefferson Airplane οι οποίοι ηχογραφούν ραδιοφωνικές διαφημίσεις για τα τζιν Levi’s, ο Paul Newman με το total denim look, και οι Ramones που εισάγουν για πρώτη φορά τα skinny jeans, ενώ στη δεκαετία του ’80 μια αμερικάνικη εταιρεία πειραματίζεται με το stone washed (ελληνιστί πετροπλυμμένο) στυλ στα τζιν, που γίνεται άμεσα fashion trend. Στην Ευρώπη, το τζιν αποκτά για πρώτη φορά δημοσιότητα στα παριζιάνικα ντεφιλέ του Yves Saint Laurent το ’70, για να ακολουθήσουν τα all time classic τζιν του Calvin Klein. Το 2000 το περιοδικό Time ονόμασε τα Levi’s 501 τζιν «το αντικείμενο μόδας του 20ού αιώνα».
Ψηλόμεσο, καμπάνα (σήμα κατατεθέν των θρυλικών καρεκλάδων των late seventies) baggy, χαμηλοκάβαλο, stone-washed και boyfriend είναι μερικές από τις στυλιστικές διαφοροποιήσεις που γνώρισε το λατρεμένο τζιν στη διάρκεια της θητείας του στον κόσμο της μόδας. Και όπως όλα δείχνουν η πιο κουλ ενδυματολογική εφεύρεση δεν έχει ημερομηνία λήξης. And so the story goes.