Ας είμαστε ειλικρινείς: οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε ιδέα ποια στο καλό είναι αυτή η
Jessica Jones που την κάνουν και σειρά κιόλας. Προσωπικά, τη γνώρισα όταν έμαθα για το
Defenders Saga που σου είχα πει τότε που τρελαινόμασταν για το
Daredevil. Και δικαίως: η
Marvel έχει στα χέρια της τέσσερις λιγότερο δημοφιλείς αλλά πολύ διαφορετικούς και ενδιαφέροντες ήρωες. Μεταφέροντάς τους από τις σελίδες των comic books στους τηλεοπτικούς δέκτες καταφέρνει, όχι μόνο να δημιουργήσει μια νέα σχολή με Masters στο «Πώς να Κάνεις Καλή Τηλεόραση», αλλά και να αναβαθμίσει αισθητά το υπάρχον Sci-Fi τηλεοπτικό είδος. Για να θυμηθούμε τι έχουμε μάθει μέχρι τώρα, η φιλοσοφία πίσω από ολόκληρο το
Defenders Saga, είναι μια πιο street level προσέγγιση και αισθητική στο θέμα super hero, που καλύπτει ολόκληρη την παραγωγή, ακόμα και στοιχεία που ίσως να θεωρείς, όχι ακριβώς ασήμαντα, αλλά όχι και τόσο πολύ σημαντικά: μουσική επένδυση, τοποθεσίες, χρωματική παλέτα, σκηνικά, ρούχα. Ακόμα και τα ειδικά εφέ. Δε φωνάζουν μεσ’ τη μούρη σου, δε φτάνουν στα άκρα για να τραβήξουν την προσοχή σου. Δουλεύουν όλα μαζί, σχεδόν διακριτικά αλλά τεχνικά και καλλιτεχνικά άψογα, για να τραβήξουν εσένα στην ατμόσφαιρα και τον κόσμο που έχουν δημιουργήσει.
Η Jessica Jones για παράδειγμα. Ξέρουμε ότι είναι super και ότι στο παρελθόν δοκίμασε να είναι και hero αλλά δεν τα κατάφερε. Δε βλέπουμε ποιες ακριβώς είναι οι ικανότητές της, παρά μόνο σε μερικά πολύ έξυπνα μονταρισμένα πλάνα που δίνουν μια μικρή ιδέα του τι μπορεί να κάνει. Αυτό που βλέπουμε είναι μια γυναίκα που παλεύει με μετατραυματικό στρες, προσπαθώντας να το πνίξει στο ουίσκυ. Tο πιο ανησυχητικό όμως, είναι οι παραισθήσεις που αρχίζει να έχει, οι φωνές που ακούει και το πρόσωπο που βλέπει όταν κλείνει τα μάτια της. Και όχι, δεν είναι από το ουίσκυ αλλά από το πολύ τραυματικό παρελθόν της και τον άντρα που την έκανε να σκοτώσει μια αθώα γυναίκα. Τον άντρα με το ιδιαίτερα περιγραφικό όνομα Kilgrave, ο οποίος έχει την ικανότητα να ελέγχει τη θέληση των άλλων, απλά λέγοντάς τους τι να κάνουν. Κυρίως να σκοτώσουν τον εαυτό τους με άκρως ευρηματικούς και συχνά φρικιαστικούς τρόπους. Όπως στo
Daredevil με τον
Charlie Cox, και στο
Jessica Jones η επιλογή για τον ομώνυμο ρόλο αρχικά ξενίζει. Η
Krysten Ritter ίσως είναι πιο γνωστή ως η Jane Margolis του
Breaking Bad, εγώ πάντως την πρωτοείδα ως την bitch του
Don’t Trust the B—- in Apartment 23 και τη ξέχασα το ίδιο γρήγορα που ξέχασα κι εκείνη τη σειρά. Πρόσωπο που δε σου μένει χαραγμένο στη μνήμη, στο συγκεκριμένο ρόλο όμως δανείζει μερικά πολύ ιδιαίτερα και ταιριαστά χαρακτηριστικά. Έχει μια φυσικά εύθραυστη έκφραση και προβάλλει πειστικά τον εσωτερικό πόνο ενός ανθρώπου που πάσχει από το Σύνδρομο Μετατραυματικού Στρες, την ίδια στιγμή που σε πείθει και ως junkie και ως badass και άγριος τσαμπουκάς που τα βάζει άνετα με τρεις-τέσσερις μπράβους.
Στην απέναντι γωνία του ring, έχουμε τον
David Tennant στο ρόλο του Kilgrave, o οποίος μπορεί να χάνει σε πολλά σημεία αν συγκριθεί με το μεγάλο Kingpin του
Vincent D’Onofrio στο
Daredevil, αλλά έχει αυτό το ημίτρελο βλέμμα και το παραλίγο παρανοϊκό χαμόγελο που δε ξέρεις αν σου κάνει πλάκα ή αν θέλει να σε σκοτώσει. Παρ’ όλα αυτά, σαν χαρακτήρας έχει αρκετό ενδιαφέρον, ειδικά όταν αρχίζεις να μαθαίνεις για το δικό του τραυματικό παρελθόν και τον πραγματικό λόγο που θέλησε να ξαναβρεί την Jessica μετά από εκείνο το μοιραίο βράδυ. Και η μαεστρία του Tennant βρίσκεται στο ότι χρειάζεται μόνο να σου κάνει ένα sad face για να καταφέρνει να σε πείσει, για να σε κάνει να τον λυπηθείς. Για λίγο βέβαια, γιατί μετά λέει στον πατέρα του, για τιμωρία, να βάλει το χέρι σου σ’ ένα blender και η λύπηση σου περνάει αμέσως. Η εξέλιξη των δεκατριών επεισοδίων σχεδόν ακολουθεί την μουσική των τίτλων αρχής. Έντονα noir στοιχεία, αργοί ρυθμοί και λιγοστά action scenes χακακτηρίζουν τα πρώτα επεισόδια, που περισσότερο χτίζουν τους ήρωες και τις ιστορίες τους παρά τη δράση. Στο σημείο που μπαίνουν τα drums και η ηλεκτρική κιθάρα όμως, έχουμε φτάσει λίγο πριν το τέλος, το αίμα έχει αρχίσει να ρέει άφθονο και το ξύλο πέφτει ασταμάτητα, με αποκορύφωμα το ενδέκατο επεισόδιο. H πιο έντονη σκηνή μάχης που έχεις δει να διαδραματίζεται στους στενούς διαδρόμους ενός διαμερίσματος, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της street level αισθητικής του Marvel Universe, που θα πει λιγότερα έως καθόλου special effects και περισσότερο live action. Το Marvel Universe όμως δε θα ήταν το super hero playground που είναι χωρίς τα ατελείωτα crossovers των ηρώων της. Έτσι λοιπόν, οι δημιουργοί πολύ έξυπνα έχουν πλαισιώσει τη Jessica Jones με χαρακτήρες από διαφορετικά comic books, με πρώτο και καλύτερο τον Luke Cage (Mike Colter), που είναι και το επόμενο show του Saga που θα κάνει πρεμιέρα του χρόνου. O Will Simpson (Wil Traval), a.k.a Nuke, δεν αποκαλύπτει πολλά εδώ αλλά ίσως παίξει μεγαλύτερο ρόλο στο δεύτερο κύκλο της σειράς, αν τελικά επιβεβαιωθεί. Το υπόλοιπο cast περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την πάρα πολύ σοβαρή
Carrie-Anne Moss – ναι αυτή από το
Matrix – ως αμείλικτη μεγαλοδικηγόρο εν μέσω gay drama και την
Rachael Taylor ως τον ένα και μοναδικό άνθρωπο στον οποίο η Jessica Jones λέει, «I love you». Πολλοί κάνουν λόγο για την καλύτερη σειρά της χρονιάς. Προσωπικά, δε θα συμφωνήσω χωρίς να δω το τελευταίο επεισόδιο του
How to Get Away with Murder, το οποίο έχει έναν απίστευτα δυνατό δεύτερο κύκλο μέχρι τώρα. Αλλά περισσότερα γι’ αυτό αργότερα. Προς το παρόν, έχει την τιμή να είναι το δεύτερο show της Marvel με γυναικείο lead – το άλλο είναι το
Agent Carter. Άκρως απολαυστικό και σκοτεινό, τόσο αισθητικά όσο θεματικά και ψυχολογικά, η Jessica Jones γίνεται ο ορισμός του anti hero, καταφέρνοντας να σε εθίσει και να σε ψυχαγωγήσει, σε ένα τηλεοπτικό είδος που σχεδόν απαιτεί να το πάρουμε στα σοβαρά. Και αν αυτό δε την κάνει την καλύτερη σειρά για φέτος, σίγουρα την κάνει μία σειρά που, ειδικά αν είσαι fan του Sci-Fi, πρέπει να παρακολουθήσεις οπωσδήποτε.