Είναι αδύνατον ακόμα και να διανοηθεί κανείς μας πώς ήταν η δεκαετία του ’90 για τον James Lavelle. Μεγάλωσε στην Οξφόρδη, γόνος μιας οικογένειας που είχε αρκετή μουσική στο DNA της για να τον στρέψει προς τα κει. Ο πατέρας του σχετικά γρήγορα έφυγε από το προσκήνιο αφήνοντάς του όμως μια αξιοσημείωτη έλξη για την Ελλάδα («είχε σπουδάσει ελληνική ιστορία, όταν ήμουν μικρός πηγαίναμε πολύ συχνά στην Κρήτη και στους Δελφούς»). Στα 14, πάνω στην έκρηξη της χορευτικής κουλτούρας στη Μεγάλη Βρετανία, ζήτησε προκαταβολή το χαρτζιλίκι μιας ολόκληρης χρονιάς, αγόρασε turntables και σύντομα βρέθηκε να έχει τις δικές του βραδιές σε τοπικές pubs. Στα 19, έχοντας ήδη αναλάβει μια στήλη νέων κυκλοφοριών και ονομάτων στο επιδραστικό underground περιοδικό Straight No Chaser, αποφάσισε κάτω από το ίδιο όνομα – Mo’ Wax – να ιδρύσει και μια δισκογραφική εταιρεία μαζί με τον Tim Goldsworthy (μια δεκαετία μετά συνιδρυτή επίσης και της DFA Records). Τα υπόλοιπα είναι ιστορία: η Mo’ Wax με το συνολικό καλλιτεχνικό της πακέτο, που συνέλαβε και υλοποίησε ο Lavelle, έγινε το πιο cool label του πλανήτη. Συσκεύασε τη χρυσή εποχή του αμερικάνικου hip hop σε βρετανικό αμπαλάζ, έστριψε και κάπνισε τη νωχελική κουλτούρα του trip hop μαζί με τα παιδιά από το Μπρίστολ, ρούφηξε τις τελευταίες αναθυμιάσεις του αυθεντικού rave κινήματος, περηφανεύοταν για το ότι είχε στο ρόστερ της τόσο τον γκραφιτά Futura 2000 όσο και τον DJ Shadow.
Σε μια νύχτα ο Lavelle βρέθηκε παντού. Στα εξώφυλλα των βρετανικών glossy περιοδικών, στα πάνελ των τηλεοπτικών talk shows, στα fashion πάρτυ δίπλα στην Kate Moss. Την ιλιγγιώδη άνοδο, που φυσικά κανείς δεν μπορεί να ντιλάρει όταν είναι 20 κάτι, νομοτελειακά ακολούθησε η πτώση. Ο Lavelle είδε το label του να εξανεμίζεται, να το καταπίνουν οι συγχωνεύσεις πανίσχυρων πολυεθνικών με τις οποίες είχε υπογράψει συμφωνίες. Είδε φιλίες να καταστρέφονται –με σημαντικότερη εκείνη με τον DJ Shadow-, έκανε δύο γάμους που δεν στέριωσαν, υπήρξε από τα χαρακτηριστικότερα θύματα της μεγάλης αλλαγής στη μουσική βιομηχανία, αναγκάστηκε να κάνει συζητήσιμες καλλιτεχνικές επιλογές και παρέδωσε την προσωπική του ζώη σε μια ατέλειωτη περιοδεία, είτε ως DJ είτε ως live act με τους UNKLE Μετά το Napster, άλλωστε, η μουσική έχει χρήμα μόνο όταν βρίσκεσαι «στο δρόμο».
Αυτό το rollercoaster είναι και το αντικείμενο του συναρπαστικού ντοκιμαντέρ The Man From Mo’ Wax που γύρισε ο Matthew Jones και προβάλλεται στο In-Edit Festival αυτές τις μέρες στην Στέγη. Είναι και η αφορμή που ο James Lavelle επέστρεψε στην Αθήνα, έβαλε μουσική στο Ρομάντσο και παρότι πιεσμένος από μια αργοπορημένη πτήση κι ένα πεινασμένο στομάχι, βρήκε λίγο χρόνο να μιλήσουμε για όσα έμαθε η ζωή σε κάποιον που σήμερα, μόλις στα 43 του, έχει ζήσει όσα άλλοι δεν τολμούν καν να ονειρευτούν…
https://vimeo.com/236883640
«Το ντοκιμαντέρ ήταν ιδέα της δεύτερης συζύγου μου. Τώρα δεν είμαστε πια μαζί, χωρίσαμε ενώ η ταινία γυριζόταν, όποτε έπρεπε να αποφασίσω αν θα το υποστηρίξω ή όχι. Το φιλμ ακολουθεί μια συναισθηματική ατζέντα του σκηνοθέτη σχετικά με τη ζωή μου. Αυτό είναι κάπως περίεργο και η αλήθεια είναι ότι δε μου άρεσε καθόλου το πρώτο cut που είδα, έκανα αρκετές αλλαγές μιας και είχα αυτό το δικαίωμα ως ένα βαθμό.
Νομίζω, ότι ο Matthew Jones, όπως όλοι οι σκηνοθέτες, ήθελε να παράξει δυνατές αντιδράσεις κι έκανε το φιλμ αρκετά μελοδραματικό. Νομίζω, επίσης, ότι λείπουν αρκετοί άνθρωποι με τους οποίους δουλεύω όλα αυτά τα 25 χρόνια, κάτι που ενισχύει μια λαναθασμένη εντύπωση που δίνει ότι στη ζωή και την καριέρα μου υπάρχουν μόνο περαστικοί που έρχονται και φεύγουν. Υπάρχουν κι άλλα συμπεράσματα που θεωρώ ανακριβή π.χ. το άλμπουμ War Stories παρουσιάζεται ως καταστροφή, ενώ στην πραγματικότητα ήταν πιο επιτυχημένο ακόμα κι από το Psyence Fiction.
Από την άλλη, το κομμάτι που αναφέρεται στα πρώτα χρόνια, είναι πολύ καλά αποτυπωμένο γιατί δείχνει τη δημιουργική διαδικασία που οδήγησε σε διάφορα σπουδαία πράγματα (labels, δίσκους, συνεργασίες κτλ.) και περιγράφει την σκηνή της εποχής. Είναι πολύ σημαντικό αυτό, κατά τη γνώμη μου, γιατί αποτέλεσε το καλούπι με το οποίο λειτούργησαν στη συνέχεια εξαιρετικά labels όπως η XL ή η Young Turks».
Ο Lavelle δε χαρίζεται στο ντοκιμαντέρ, ίσως γιατί δεν του χαρίζεται ούτε εκείνο. Ίσως γιατί «είναι αρκετά αμήχανο να βλέπεις μια, κατά κάποιον τρόπο, βιογραφία σου, ενώ είσαι ακόμα ζωντανός. Αλλά, εγώ έχω αλλάξει κι έχω προχωρήσει σε σχέση με τις περισσότερες καταστάσεις του doc».
«Ο DJ Shadow πάντα βγαίνει ο καλός της υπόθεσης. Στο Psyence Fiction όλες οι συνεργασίες ήταν δική μου ιδέα, αλλά και η δομή των τραγουδιών βασίστηκε σε δικές μου ιδέες. Ποιος σκέφτηκε να έχουμε ορχήστρα με έγχορδα στο “Lonely Soul”;».
Ίσως το πιο ενδιάφερον κομμάτι της προσωπικότητάς του είναι η διπλή του υπόσταση. Κάπου ανάμεσα στον τυχοδιώκτη και τον οραματιστή, τον μπίζνεσμαν και τον καλλιτέχνη, οι σχέσεις του στο όριο της δέσμευσης και της προδοσίας («αυτά τα δίπολα είναι το γιν-γιανγκ της δουλειάς»). Δεν είναι μουσικός. Δεν παίζει κάποιο όργανο, δεν τραγουδά (αναγκάστηκε να το κάνει στα χρόνια της παρακμής, όταν δεν μπορούσε πια να προσκαλεί τον Thom Yorke και τον Ian Brown στα άλμπουμ του), δεν διαβάζει νότες, δε γράφει μουσική. Είναι ένας τύπος που έχει φοβερές ιδέες, ξέρει να βάζει τους σωστούς ανθρώπους στη σωστή θέση, είναι ο doer που «αν χρειάζονται οι Beastie Boys να κάνουν φωνητικά σε ένα κομμάτι θα τους πάρει τηλέφωνο και θα το ζητήσει ακόμα κι αν είναι στην κορυφή του κόσμου», όπως έκανε το 1998 στο ντεμπούτο των UNKLE Είναι ένας προικισμένος A&R (Artists & Repertoire -«υπεύθυνος καλλιτεχνών και ρεπερτορίου»- αρχικός τίτλος της ταινίας), βγαλμένος από τις χρυσές μέρες της δισκογραφίας. Ή, αν προτιμάτε, ένας τύπος που είδε από τα 90s κιόλας ότι η σύγχρονη κουλτούρα κάποια στιγμή θα αποθεώσει τον «επιμελητή» (curator) έναντι του «δημιουργού».
Όμως αυτό τον κάνει καλλιτέχνη; Αρκεί για να του αποδώσει συνθετικό credit στα κομμάτια ενός δίσκου; Στο ντοκιμαντέρ κάποιος λέει ότι «εκείνος ήταν το μυαλό και ο DJ Shadow η καρδιά των UNKLE». Ο Lavelle πιστεύει το αντίθετο. Οι δυο τους σκοτώθηκαν μόλις τελείωσε η μακροχρόνια διαδικασία ηχογράφησης του Psyence Fiction, ενός δίσκου που τελικά κυκλοφόρησε το 1998 μέσα σε ένα δυσθεώρητο hype. Εκεί που εμοιαζαν ευαγγελιστές μιας νέας μουσικής εποχής, βρέθηκαν 25χρονοι αντίδικοι με τους δικηγόρους να μιλάνε για λογαριασμό τους.
James Lavelle και DJ Shadow: από soulmates έγιναν άσπονδοι εχθροί
«Μετανιώνω το τέλος της Mo’Wax και δε μου αρέσει καθόλου ο τρόπος με τον οποίο μου φέρθηκαν πολλοί άνθρωποι της βιομηχανίας (αλλά και καλλιτέχνες που τους έστρωσα την καριέρα). Να φανταστείς, ο DJ Shadow ήταν ακόμα φοιτητής όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί. Και σίγουρα με χαλάνε ορισμένες παρερμηνείες της ιστορίας των UNKLE που πάντα βγαίνει ο καλός της υπόθεσης. Δε νομίζω ότι μετά το Endtroducing… και το Psyence Fiction, o Josh (σ.σ. Davis aka DJ Shadow) έκανε πράγματα που είχαν την ίδια ψυχή. Τον σέβομαι φυσικά, αλλά νομίζω ότι οι δίσκοι του ήταν πιο “τεχνικοί”, ενώ στους δίσκους των UNKLE. υπάρχει μια δημιουργική συνέχεια, κάτι που υπογραμμίζει τη δική μου συμβολή.
Έχει ενδιαφέρον ότι κατηγορήθηκα γι’ αυτό που σημερα κάνουν κι άλλοι. Ας πουμε, ο Richard Russell, αφεντικό της XL που κοστίζει σήμερα 90 εκατομμύρια λίρες, δεν κυκλοφόρησε πρόσφατα μουσική με το σχήμα Everything Is Recorded; Στο Psyence Fiction όλες οι συνεργασίες ήταν δική μου ιδέα, αλλά και η δομή των τραγουδιών βασίστηκε σε δικές μου ιδέες. Ποιος σκέφτηκε να έχουμε ορχήστρα με έγχορδα στο “Lonely Soul”;».
Είναι φανερό από τον τρόπο που μιλάει ότι στην ιστορία αυτή χύθηκε πολύ «κακό αίμα» που ακόμα δεν έχει στεγνώσει, υπάρχουν κι άλλες πτυχές ή απρόοπτα που δεν αποκαλύπτω για να μην κάνω spoiler στο φιλμ. Η ουσία είναι ότι η κακή τροπή της υπόθεσης Mo’ Wax ανάγκασε τον Lavelle, από τα 00s κι έπειτα, να αφοσιωθεί στο πρότζεκτ UNKLE αλλά και στην DJ καριέρα του, έχοντας πάντα μια οικονομική δαμόκλειο σπάθη να καθορίζει τις επιλογές του…
«Είσαι πιο δημιουργικός όταν είσαι απένταρος ή χρωστάς. Το έχει πει και ο Liam Gallagher “όταν έχεις μισό εκατομμύριο λίρες στην τράπεζα, είναι δύσκολο να γράψεις ξανά το “Live Forever‘”. Όταν σου τελειώνει η πείνα και γεμίζεις τον τραπεζικό σου λογαριασμό, η έμπνευση έρχεται από άλλες πηγές: θάνατος, χωρισμός, πολιτική.
Η μουσική δεν έχει πια την ίδια σημασία, την ίδια γοητεία που είχε κάποτε και τώρα οι νέοι βρίσκουν στην τεχνολογία. Με ενοχλεί, όμως αποδέχομαι ότι άλλαξε ο κόσμος. Φυσικά, η τεχνολογία μας έχει δώσει κι άπειρες δυνατότητες να κάνουμε πράγματα που παλιά ήταν αδύνατα. Πάντα όμως το κλειδί είναι τα οικονομικά. H Rihanna, ο Drake, η Adele δεν παραπονιούνται – βγάζουν ασύλληπτα χρήματα από τις περιοδείες κι από τις εμπορικές συμφωνίες που έχουν για να προωθούν brands π.χ. μέσα από τα social media. Κάποτε ανακαλύψαμε τα adidas (χωρίς κορδόνια) επειδή τα φορούσαν οι Run DMC, τώρα ανακαλύπτουν τον ASAP Rocky μέσα από ένα ζευγάρι αθλητικά.
Η έννοια της “εμπειρίας” πια κάθορίζει ως εμπορική πλατφόρμα όλον τον κόσμο. Δες την κλαμπ κουλτούρα της τελευταίας δεκαετίας, έγινε “αφράτη”. To underground αντικαταστάθηκε από τύπους που πίνουν σαμπάνιες στην παραλία αναζητώντας την απόδραση. Ο στόχος της απόδρασης από την πραγματικότητα, που γίνεται όλο και πιο δύσκολη υπερίσχυσε, κι επισκίασε τα πάντα. Περιμένω να δω όταν θα κάτσει αυτή η τάση, τι είδους μουσικά και καλλιτεχνικά ρεύματα θα προκύψουν».
«Δεν υπάρχει κανένα ίχνος ηθικής πυξίδας. Όλα μοιάζουν λάθος, η σχέση πολιτικής και χρήματος είναι εντελώς λάθος, η γνωστή αναλογία του 99 με το 1%. Ξεκινάς, λοιπόν, μια κουβέντα και δεν ξέρεις ποια είναι η αλήθεια και ποιος είναι ο εχθρός. Και γι’ αυτό ο κόσμος είναι τελείως γαμημένος».
Όσα αφηγείται ο Lavelle, με όλες τις ζουμερές λεπτομέρειες, πιθανώς σας γυρνάνε στα παλιά. Σε άλλες εποχές, άλλες μουσικές, άλλα ντυσίματα, άλλον τρόπο δασκέδασης (μην ξεχνάμε την εποχή που ο Lavelle είχε ανέβει στο τρένο των superstar DJs, ποζάροντας στα εξώφυλλα των Global Underground συλλογών). Έχει πάρει μπρος και συνεχίζει περιγράφοντας αυτήν την εποχή της Απόλυτης Σύγχυσης που ζούμε, ξεπερνώντας τα κλισέ και δίνοντας τροφή για σκέψη…
«Για τη δική μου γενιά, ο κόσμος μοιάζει τελείως γαμημένος. Μετά την οικονομική κρίση κι όσα έφερε σε πολιτικό-κοινωνικό επίπεδο. Θα μου πεις ίσως πάντα έτσι ήταν, μόνο που τώρα έχεις να κάνεις και με την συσσωρευμένη υποκρισία. Αλλάζουν συνέχεια τα όρια, αλλά δεν ξέρεις προς τα που πάνε. Πάρε για παράδειγμα το σκάνδαλο Γουάινστιν: δε λέω ότι δεν έχουν βάση οι κατηγορίες –για την ακρίβεια είμαι σίγουρος ότι έχουν-, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει αποδειχθεί τίποτα στο δικαστήριο. Έχει γίνει μόνο η δίκη στο Twitter. Όταν λοιπόν την εγκαταλείψουν τα μίντια αυτήν την ιστορία, τι επιπτώσεις θα έχει στην καθημερινή σεξουαλική επικοινωνία/επαφή μεταξύ των ανθρώπων; Πώς θα την επηρεάσει;
Καταδικάζουμε, λοιπόν, εφήμερα, χωρίς να κοιτάξουμε τη μεγαλύτερη εικόνα. Που είναι ότι το σεξ πουλάει, η βία πουλάει, η εξουσία είναι ελκυστική. Όσον αφορά, λοιπόν, τις αρχές μας θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι οι μεγαλύτεροι ίντερνετ σταρ των ημερών έγιναν τέτοιοι μετά από κάποιο sex tape. Ή να αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν να μην μπαίνει στη ίδια λίστα, με τον Γουάινστιν και τους υπόλοιπους, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ που έχει μιλήσει με τον τρόπο που έχει μιλήσει για τις γυναίκες;
Όλα αυτά μαζί μας δείχνουν ότι δεν υπάρχει κανένα ίχνος ηθικής πυξίδας. Όλα μοιάζουν λάθος, η σχέση πολιτικής και χρήματος είναι εντελώς λάθος, η γνωστή αναλογία του 99 με το 1%. Ξεκινάς, λοιπόν, μια κουβέντα και δεν ξέρεις ποια είναι η αλήθεια και ποιος είναι ο εχθρός. Και γι’ αυτό ο κόσμος είναι τελείως γαμημένος».
Άρα;
«Αυτό που με προκαλεί σήμερα είναι να ζω κάθε μέρα ξεχωριστά. Είναι διαφορετικό πια το περιβάλλον και πολύ διαφορετικά πια τα πράγματα που με εμπνέουν ή επηρεάζουν. Με ενδιαφέρει λοιπόν να χτίζω γύρω μου κοινότητα με την οποία μπορώ να επικοινωνώ και να συνεργάζομαι. Επειδή όμως δεν κατέληξα να είμαι πολυεκατομμυριούχος, πρέπει να δουλεύω καθημερινά. Δεν έχω την πολυτέλεια να εξαφανιστώ και να αναπαυθώ στις δάφνες του παρελθόντος. Αν και μερικές φορές σκέφτομαι ότι δε θα με πείραζε και πολύ…
To The Man From Mo’ Wax προβάλλεται στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στο πλαίσιο του In-Edit Festival, την Τρίτη 7/11 στις 21.45.
Το καινούριο άλμπουμ των UNKLE με τίτλο The Road: Part 1 κυκλοφόρησε τον Αύγουστο από την Songs For The Deaf. Στην Ελλάδα διανέμεται από την Rockarolla.