Με πάνω από 60 ταινίες στο ενεργητικό του, δεν είναι παράξενο που ο John Turturro είναι αυτή τη στιγμή μια απ’ τις πιο αναγνωρίσιμες φάτσες της μεγάλης οθόνης, κι η ιδιαιτερότητα του παρουσιαστικού του σίγουρα βοηθάει. Ιταλοαμερικανός δεύτερης γενιάς, με σπουδές ηθοποιίας στο Yale, ο Turturro έκανε την πρώτη του, μικροσκοπική εμφάνιση στο Raging Bull / Οργισμένο Είδωλο (1980) του Martin Scorsese, κι από τότε η καριέρα του ήταν και παραμένει ασταμάτητη: William Friedkin, Woody Allen, Ron Howard και Michael Cimino ήταν μερικοί μονάχα απ’ τους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε, πριν γίνει μόνιμη φάτσα στις ταινίες του Spike Lee στα καλά του, και των αδερφών Coen στα καλύτερά τους.
Το 1991 ήρθε για πρώτη φορά στις Κάννες, υποψήφιος για την ερμηνεία του ως Barton Fink στην ομότιτλη ταινία που έφερε στους αδερφούς Coen το βραβείο σκηνοθεσίας και τον Χρυσό Φοίνικα, αλλά και το βραβείο άνδρα ηθοποιού στον ίδιο. Έκτοτε, ο John Turturro είναι ένας απ’ τους πιο σταθερούς επισκέπτες της Κρουαζέτ, είτε ως ηθοποιός, είτε ως σκηνοθέτης κι ο ίδιος, αφού πέρα από τις συμμετοχές που έχει σημειώσει, αλλά και τα βραβεία που έχει κερδίσει στα παράπλευρα τμήματα του φεστιβάλ της Κυανής Ακτής, φέτος κάνει την τρίτη του εμφάνιση στο Επίσημο Διαγωνιστικό. Στο Mia Madre, το μειλίχιο δράμα μεσηλικίωσης του Nanni Moretti, ο Turturro υποδύεται τον ηθοποιό που απειλεί να δώσει τα μυαλά στα χέρια της σκηνοθέτιδας που ερμηνεύει η Margherita Buy, της οποίας οι επαγγελματικές και καλλιτεχνικές ανασφάλειες επιδεινώνονται από τον επερχόμενο θρήνο για την άρρωστη μητέρα της.
Ο ρόλος του Turturro ως κωμικό αντίβαρο της ταινίας, παρ’ ότι σπαρταριστά απολαυστικός, δεν του αφήνει και πολλές ελπίδες να ακούσει το όνομά του τη βραδιά των βραβείων, αλλά με τους αδερφούς Coen, τους οποίους αποκαλεί «καλούς, στενούς φίλους» να προεδρεύουν της κριτικής επιτροπής, ποτέ δεν ξέρεις.
Είστε στο διαγωνιστικό των Καννών τη χρονιά που προεδρεύουν οι αδερφοί Coen, με τους οποίους έχετε πολύ καλό ιστορικό στους Φοίνικες. Σας δίνει ελπίδες αυτή η κοσμική σύμπτωση; Όχι, όχι, όχι… Δεν νομίζω ότι έχουν ξαναβρεθεί σε κριτική επιτροπή τα παιδιά, και αναρωτιέμαι πόσο εμφατικοί θα μπορέσουν να είναι με τις απόψεις τους έτσι κι αλλιώς. Είναι κι ο χαρακτήρας τους τέτοιος, αλλά δεν ξέρω κιόλας, δεν έχω βρεθεί ποτέ σε επιτροπή, κι έτσι δεν ξέρω πώς σχηματίζονται οι δυναμικές ανάμεσα στα μέλη. Έχω ακούσει πως μπορεί να γίνει το οτιδήποτε, αλλά υποθέτω μπορεί να είναι κι αυτό τόσο υποκειμενικό όσο και οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με τη συνάντηση απόψεων.
Είστε πάντως τακτικός επισκέπτης στις Κάννες, είτε ως ηθοποιός σε ταινίες άλλων, είτε με δικές σας ταινίες. Στο Επίσημο Διαγωνιστικό μονάχα, έχετε έρθει τρεις φορές… Ναι, και μ’ αρέσει κάθε φορά εξίσου. Την πρώτη φορά που είχα έρθει βέβαια, ήταν τρελή κατάσταση. Ήμουν εδώ με το Jungle Fever του Spike Lee, το οποίο δεν το είχα δει ακόμη, κι είχα και το Barton Fink, του Joel και του Ethan, το οποίο το είχα δει μια φορά μονάχα, και μου είχε φανεί πολύ, πολύ αλλόκοτη ταινία. Κι έτσι το να είμαι εδώ και να κάνω όλες αυτές τις συνεντεύξεις… Ξέρεις, μέχρι εκείνη τη στιγμή πρέπει να ήταν η πρώτη ή η δεύτερη φορά που είχα ποτέ ρόλο που να παίζει σε ολόκληρη την ταινία, στο Barton Fink ήμουν σχεδόν σε κάθε καρέ! Και θυμάμαι μπουλούκια κόσμου να με βγάζουν φωτογραφίες κι όλα αυτά, και ξέρεις, αρχίζεις και σκέφτεσαι ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι όταν αρέσει στον κόσμο η ταινία σου! Γιατί το είχα πολύ πιθανό η συγκεκριμένη να μην αρέσει καθόλου. Καθόλου όμως. Κι ο Joel κι ο Ethan, δεν νομίζω ότι είχαν τίποτα ιδιαίτερες προσδοκίες. Αλλά θυμάμαι ότι είχε αποσπάσει πολύ καλές εντυπώσεις απ’ την πρώτη προβολή, κι όλο αυτό ήταν σαν μια εμπειρία εκτός σώματος. Κι ύστερα θυμάμαι, κι αυτό το θυμάμαι πιο έντονα απ’ όλα, το πώς είχε τσατιστεί ο Lars von Trier (σσ: υποψήφιος με το Europa) που έχασε! Θυμάμαι που ήμασταν στην συνέντευξη Τύπου για τα βραβεία με τον Joel και τον Ethan, κι ήμασταν σε φάση «είναι τσατισμένος, μάλλον κάναμε κάτι που δεν έπρεπε!». Κι ύστερα την επόμενη χρονιά με είχαν πάλι καλέσει για το Mac, που είχα σκηνοθετήσει εγώ, και μου είχαν πει να διαλέξω αν θέλω να παίξει στο Un Certain Regard, ή στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών. Διάλεξα το Δεκαπενθήμερο, κι εκεί κέρδισα το Camera D’ Or, το οποίο ήταν άλλο ένα σοκ! Δεύτερο σοκ σε δυο χρονιές δηλαδή, κι αυτό επειδή σε καμία απ’ τις δύο περιπτώσεις δεν είχα καμία απολύτως προσδοκία. Οπότε είναι καλύτερα έτσι υποθέτω.
Εδώ στις Κάννες γνωρίσατε και τον Nanni Moretti; Ναι, ναι… Στην πραγματικότητα μου είχε ζητήσει να παίξω στο Habemus Papam (σσ: υποψήφιο για Χρυσό Φοίνικα το 2011), να κάνω έναν απ’ τους Καρδιναλίους ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν ήμουν διαθέσιμος. Κι έτσι, όταν διάβασα το σενάριο για το Mia Madre, μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί μου θύμιζε όλα τα προβλήματα που έχεις όταν είσαι μιας κάποιας ηλικίας και είσαι και πατέρας κάποιου, και μητέρα του, και παιδί κάποιου άλλου, αλλά και εραστής και σκηνοθέτης… Ξέρεις, το πώς τα φέρνεις βόλτα όλα αυτά. Γιατί πάντα νομίζεις, ή ελπίζεις μάλλον, ότι η ζωή θα γίνεται πιο απλή όσο προχωράει, αλλά στην πραγματικότητα μόνο πιο περίπλοκη γίνεται. Κι έτσι πραγματικά μου συγκίνησε το δίλημμα που περνάει ο χαρακτήρας της Margherita (σσ: ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας της Margherita Buy στην ταινία), γιατί μου θύμισε πολλά πράγματα, κι όχι όλα πολύ ευχάριστα, να είσαι σίγουρος. Κι ύστερα μου άρεσε κι ο δικός μου ρόλος, μου άρεσε κι ο Nanni…
Έχετε πλούσια εμπειρία απ’ την ιταλική κινηματογραφική κουλτούρα… Ναι, αλήθεια είναι αυτό, έχω σκηνοθετήσει στην Ιταλία, είχα κάνει το Passione (2010) (σσ: ντοκιμαντέρ για τις μουσικές παραδόσεις της Νάπολης), κι ύστερα είχα συμμετάσχει σ’ άλλο ένα για την Σικελία, όμως η πρώτη μου εμπειρία στην Ιταλία ήταν με τον Michael Cimino (σσ: με την ταινία The Sicilian / Ο Σικελός (1987), απ’ το ομότιτλο βιβλίο του Mario Puzo, spin-off του Νονού, με τον Christophe Lambert στον πρωταγωνιστικό ρόλο). Έχω κάνει και θέατρο δυο φορές στην Ιταλία, οπότε ναι, έχω πολλές εμπειρίες, συνήθως υπέροχες.
Βοήθησε αυτό, ή εμπόδισε στο ρόλο του ξενόφερτου Αμερικανού που παίζετε στο Mia Madre; Ας πούμε, τη γλώσσα δεν την ξέρετε καλύτερα απ’ όσο την ξέρει ο ρόλος σας; Εντάξει, έχω μιλήσει Ιταλικά, αλλά και πάλι για να φτάσω σε ένα σημείο που θα ένιωθα άνετα, χρειάστηκε λίγη δουλειά, κι αυτό ήταν μια κάποια πρόκληση. Το θέμα είναι όμως ότι στην αρχή ο Nanni μου είχε πει ότι ο ρόλος μου θα είναι κυρίως στα Αγγλικά. Ύστερα, άλλαξε γνώμη και είπε ότι θα είναι όλο στα Ιταλικά. Κι ο ρόλος είχε ακόμη περισσότερους διαλόγους, τους οποίους του έμαθα όλους στα Ιταλικά –είχα έναν μεγάλο λόγο που έβγαζα σε μια σκηνή, η οποία τελικά δεν μπήκε στην ταινία, κι όταν την γυρίζαμε ο Nanni φώναζε «όχι, όχι, παραείναι καλά τα Ιταλικά σου, πρέπει να τα ξεμάθεις»! Και τι να ξεμάθω; Απ’ τα Ιταλικά να πάω πίσω στα αγγλοϊταλιάνικα; Και μετά ήθελε να αυτοσχεδιάσω πολύ, και κάναμε πολλά γυρίσματα, πάρα πολλά, αλλά όλο αυτό ήταν πολύ διεγερτικό. Ξέρεις, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ εύκολο ο σκηνοθέτης να σε κάνει να μπλοκάρεις, να κλειδώσεις. Αλλά με τον Nanni ένιωθα πολύ άνετα, πολύ ελεύθερος. Και του άρεσε πολύ όταν έκανα βλακείες με το ρόλο.
Σε μια κομβική σκηνή της ταινίας, ο ηθοποιός που υποδύεστε παθαίνει έναν μικρό νευρικό κλονισμό: αρχίζει να τα σπάει και να φωνάζει ότι η δουλειά του δεν έχει νόημα και ότι θέλει να παραιτηθεί. Έχετε βρεθεί σε τέτοια φάση; Ναι, έχω νιώσει κάτι παρόμοιο, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Ας πούμε, υπάρχουν φορές όπου κάνεις κάποιους ρόλους, απ’ τους οποίους μετά χρειάζεται χρόνος και κόπος για να ανανήψεις. Συνειδητοποιείς δηλαδή ότι έχεις κάνει κάτι πραγματικά χαζό… Κάποια στιγμή πριν από μια πενταετία περίπου, πάντως, βρέθηκα σε μια φάση που σκεφτόμουν ότι μάλλον θέλω να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου. Νομίζω όλοι φτάνουν σε αυτό το σημείο κάποια στιγμή. Ξέρεις, μερικές φορές, ως ηθοποιός, χρειάζεται να μάθεις κάτι, μια τέχνη ας πούμε, ή κάτι άλλο. Είχα μάθει να κάνω ιππασία για παράδειγμα, ή να παίζω μπιλιάρδο, ή να μιλάω Ιταλικά. Κι ύστερα όμως το παρατάς, και περνάς στο επόμενο. Το οποίο έχει πλάκα βέβαια, αλλά καμιά φορά μπουκώνεις, λες «ρε παιδί μου, θα ήθελα να μπορώ στ’ αλήθεια να μάθω αυτό τη γλώσσα, ή να κάνω εκείνο το πράγμα», θες να την αποκτήσεις στ’ αλήθεια αυτή τη δεξιότητα. Κι υπήρξε κάποια στιγμή που μιλούσα στο γιατρό μου γι’ αυτό το πράγμα και πραγματικά με απέτρεψε απ’ το να αλλάξω καριέρα! Μου έλεγε ότι «ξέρεις, αυτό που κάνεις είναι κι αυτό σημαντικό» κι εγώ του έλεγα «αλήθεια;». Αλλά νομίζω κάθε άνθρωπος, σε κάθε επάγγελμα μπορεί να το περάσει αυτό. Όλοι έχουμε δυνατότητες για περισσότερα από ένα πράγματα. Κι ένιωσα πως όταν σκηνοθετώ, τότε είναι που χρησιμοποιώ πολλές απ’ αυτές τις δυνατότητες που έχω. Ύστερα όμως, έβλεπα τον Nanni τις προάλλες πριν την προβολή του Mia Madre, κι είχε ένα ύφος λες και πήγαινε στο εκτελεστικό απόσπασμα, αντί για την πρεμιέρα της ταινίας του! Κι εκεί είπα, «πω, πω, πολύ χαίρομαι που δεν είμαι στη θέση του αυτή τη στιγμή».
Χωρίς να θέλω να το συνδέσω με τις δουλειές απ’ τις οποίες μπορεί να χρειαστεί να ανανήψει ένας ηθοποιός, πώς κολλάνε τα Transformers με την υπόλοιπη φιλμογραφία σας; Κοίτα, εντάξει… Ειλικρινά, όταν ήμουν πιο νέος, δεν έκανα ποτέ blockbusters, ποτέ. Γιατί έκανα μικρές ταινίες, και μεσαίες ταινίες. Και μπορούσα να ζω μια πολύ καλή ζωή κάνοντας μεσαίες ταινίες, κι έκανα επίσης και θέατρο. Και ξαφνικά, οι μεσαίες ταινίες απλώς εξαφανίστηκαν! Οπότε, κι αφού είχα απορρίψει τόσο μα τόσο πολλές μεγάλες ταινίες, κάποια στιγμή μου πρότειναν το Transformers. Ο μεγαλύτερος γιος μου απλά μού είπε «Κάν’ το. Μην το σκεφτείς, μην το διαβάσεις καν, απλά κάν’ το. Θα έχει πλάκα». Κι έτσι το έκανα. Κι είχε όντως πλάκα, θεότρελο ήταν. Και μετά με ρώτησαν αν θα ήθελα να είμαι και στο επόμενο, και το επόμενο ήταν ακόμη καλύτερο, και το έκανα κι αυτό. Και τα πήγαμε καλά με τον Michael Bay. Ήταν ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος για ‘μένα βέβαια, και προσπάθησα απλώς να διασκεδάσω και να κάνω και καμιά χαζομάρα, να προσθέσω μερικά κωμικά σημεία στο ρόλο, γιατί σίγουρα δεν επρόκειτο να το πάρω στα σοβαρά! Κι είχε πολύ πλάκα, γιατί ο Michael μου έβαζε τις φωνές συνέχεια, «Δεν το παίρνεις στα σοβαρά!», κι εγώ ήμουν σε φάση «τι λέει ο τύπος;». Προφανώς και δεν μπορούσα να το παίξω στα σοβαρά, και νομίζω ότι είχε κάτι το αρκετά ιερόσυλο ο ρόλος. Προσπάθησα να κάνω μια καλή δουλειά, κι ύστερα όταν τελείωσε, ήταν όντως κάτι απ’ το οποίο έπρεπε να συνέλθω. Γιατί, ξέρεις, με σταμάταγε κόσμος και μου έλεγε «Α! Σε είδα στους Transformers!» και εγώ ένιωθα λίγο περίεργα, γιατί, ξέρεις, τους έλεγα «τόσες ταινίες έχω κάνει!». Αλλά, ξέρεις, είναι αυτό που είναι…
Και τι γίνεται τώρα με τις μεσαίου βεληνεκούς ταινίες; Βλέπετε να επανέρχονται κάπως; Εντάξει, γίνονται ακόμη κάποιες, αλλά τώρα το έχει σχεδόν μονοπωλήσει η τηλεόραση αυτό το κομμάτι. Έκανα κι εγώ πρόσφατα μια μίνι-σειρά για το HBO, πριν λίγο καιρό τελειώσαμε τα γυρίσματα, και βλέπεις ότι όλα αυτά τα περίπλοκα, πολυεπίπεδα δράματα, τα έχει απορροφήσει η τηλεόραση τώρα, σε αυτή τη μορφή της μεγάλης φόρμας, με τα 8 ή 10 επεισόδια, το οποίο είναι ένα παλιό φορμά των περιοδικών. Ο Charles Dickens έβγαζε έτσι ιστορίες, σε δόσεις, όπως κάνανε και πολλοί άλλοι συγγραφείς παλιά. Και ναι, είναι ένα κομμάτι που το έχει κατακτήσει η τηλεόραση, κι είμαστε σε μια φάση αλλαγής φρουράς, ας το πούμε. Εγώ δεν μεγάλωσα έτσι, βέβαια, κι όταν οι αδερφοί Dardenne βγάλουν καινούρια ταινία, θα εξακολουθώ να θέλω να την δω στο σινεμά. Αλλά ξέρεις κάτι; Μπορεί να την δω και σε DVD. Ο κόσμος δεν σταματάει, ούτε κι η τεχνολογία. Θέλω να πω, βλέπω στο αεροπλάνο κόσμο να βλέπει ταινίες στο κινητό του! Εγώ δεν το έχω κάνει ακόμη, αλλά μπορεί και να το κάνω κι αυτό!
Κυνηγάτε ακόμη να στήσετε αυτό το project για τον Jesus, τον χαρακτήρα σας από το The Big Lebowski; Ναι, ο Joel κι ο Ethan με βοηθάνε να εξασφαλίσουμε τα δικαιώματα, αλλά είμαστε πολύ κοντά τώρα και νομίζω θα το κλειδώσουμε σύντομα. Αλλά, ξέρεις, δεν θέλω να το κάνω σαν spinoff ή σαν prequel του The Big Lebowski / Ο Μεγάλος Λεμπόφκσι (1998), θέλω να είναι ο ίδιος χαρακτήρας σε ένα τελείως διαφορετικό, δικό του σύμπαν και υπόβαθρο, και μια ολοκληρωμένη ιστορία. Εγώ θα το σκηνοθετήσω σίγουρα, κι οι Coen αν δεν εμπλακούν κι επίσημα στην παραγωγή, θα είναι σίγουρα πνευματικοί του πατεράδες, δεν το έχουμε διευκρινίσει ακόμη. Σε κάθε περίπτωση όμως, πάντα με βοηθάνε, είτε είναι τα ονόματά τους στους τίτλους, είτε όχι.
Η Popaganda γνωρίζει από κοντά τα ινδάλματά της στις Κάννες, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines.