Η Δήμητρα Ματσούκα δεν είναι καλή στα παιχνίδια. Ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται. Στη σκηνή του θεάτρου Σημείο βέβαια, πρωταγωνιστεί στην Έντα Γκάμπλερ. Αυστηρή αστή της Νορβηγίας των τελών του 1800, αριστοκρατικός γόνος και κόρη στρατηγού, αν είναι σε κάτι καλή η Έντα Γκάμπλερ, αυτό είναι σίγουρα τα παιχνίδια. Με πιόνια τους τριγύρω της, η Έντα Γκάμπλερ στήνει ένα περίτεχνο επιτραπέζιο εκμετάλλευσης, παραπλάνησης, ψυχολογικής πίεσης και χειραγώγησης, όχι γιατί είναι κατά βάθος κακή, ή επειδή αντλεί κάποια ικανοποίηση απ’ την αγωνία των άλλων. Εντάξει, αντλεί και λίγη, αλλά κυρίως το κάνει γιατί δεν έχει κάποιον άλλο τρόπο να ξεφύγει από την ανία της μεσοαστικής της ζωής και τον καθωσπρεπισμό με τον οποίο έχει επιπλώσει τη γαμήλια έπαυλη που μοιράζεται με τον νέο, βολικό της σύζυγο. Μια απ’ τις πιο αναγνωρίσιμες ηρωίδες του Ερρίκου Ίψεν, η Έντα Γκάμπλερ σίγουρα δεν είναι μια γυναίκα που μπορείς εύκολα να συμπαθήσεις.
“Είναι ένα απ’ τα πολύ αγαπημένα μου έργα, εδώ και πολλά χρόνια”, λέει η Δήμητρα Ματσούκα, που ενσαρκώνει το ρόλο του τίτλου. “Ο Ίψεν είναι ένας πολύ ωραίος παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης και θεωρώ πολύ μπροστά από την εποχή του κάποιον που ασχολείται με την πιο οικεία στον σύγχρονο άνθρωπο κατάσταση, που είναι αυτή της ανίας. Της πλήξης”. Αμέσως πριν από τη δική μας η Ματσούκα είχε δώσει μια άλλη συνέντευξη κάπου αλλού, την προηγούμενη μέρα είχε μια άλλη φωτογράφηση για κάτι άλλο, πριν μερικές μέρες την χάζευα να μιλάει στην τιβί, και μετά απ’ τη δική μας, έχει ήδη κανονίσει καναδυό συναντήσεις ακόμα. Την κοιτάζω καλά-καλά κι αναρωτιέμαι πότε προλαβαίνει να την πιάσει η πλήξη. “Εσένα όχι; Μόνο εμένα;”, με ρωτάει. “Για μένα η ανία είναι μια μόνιμη απειλή. Μου συμβαίνει συχνά. Συχνά. Είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, δεν είναι δυνατόν σε μια καθημερινότητα συγκεκριμένη να μην το αισθανθείς αυτό, ή μέσα σε μια σχέση, ή σ’ όλα αυτά τα άχαρα κομμάτια που πρέπει να αντιμετωπίσεις. Στη δουλειά σου, τις επαφές σου με τους τρίτους…”.
Ελπίζοντας να μην καταλήξω κι εγώ στη λίστα με τα άχαρα, αναρωτιέμαι αν η Έντα Γκάμπλερ τής έχει βρει τη λύση σ’ αυτήν την παραμονεύουσα ανία. “Μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό που τελικά το έργο μού μεταδίδει”, εξηγεί: “το πόσο σημαντικό είναι να είσαι ελεύθερος, να μπορείς να επιλέξεις αυτό που πραγματικά επιθυμείς. Αυτό είναι που δεν μπορούσε η Έντα να κάνει, λόγω αυτής της φυσικής της απέχθειας και φοβίας σ’ ό,τι μπορεί να τη φέρει στο κέντρο μιας συζήτησης τρίτων”. Ακριβώς στο σημείο που είχε περάσει ολόκληρο το πρώτο κομμάτι της πορείας της η Ματσούκα δηλαδή, και δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς πόσο βαθιά μπορεί να έχει βιώσει την αντίστοιχη φοβία μια ηθοποιός που τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να ξεφύγει ακριβώς απ’ αυτό το στόχαστρο της ανθρωποφαγικής μανίας των γυαλιστερών σελίδων, να ανατέμνουν την παραμικρότερη των λεπτομερειών στις ζωές των περσόνων που μεταχειριζόντουσαν ως προϊόντα, προκειμένου να πουλάνε εξώφυλλα.
Μετά από χρόνια αποχής και αφοσίωσης στο θεατρικό σανίδι, φέτος η Ματσούκα επέστρεψε στην τιβί. Όχι με τον τρόπο που το έκανε παλιά βέβαια –δεν παίζει δηλαδή καμιά μελαχρινή bimbo τύπου Κάτι Τρέχει με τους Δίπλα, τη σειρά που την καθιέρωσε στην εγχώρια showbiz, ούτε κάποια ανερχόμενη δημοσιογράφο όπως στις Κούκλες, που ήταν η τελευταία της τηλεοπτική εμφάνιση πριν μισή δεκαετία. Παρουσιάστρια της εκπομπής I Love Athens στο κανάλι Action 24, η Ματσούκα τριγυρνά ως τουρίστρια στις γειτονιές της πόλης εντοπίζοντας γνωστές και άγνωστες τάσεις της, κι η πρώτη-πρώτη στάση της πρώτης-πρώτης της εκπομπής, ήταν ένα απ’ αυτά τα περιβόητα Escape Rooms. Επιλογή που αν όχι συνειδητή, μοιάζει τουλάχιστον καρμική για μια ηθοποιό που δείχνει τα τελευταία χρόνια να βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία απόδρασης, τουλάχιστον απ’ το παρελθόν της.
Τη ρωτάω για τη διπλή ανάγνωση του επεισοδίου και χασκογελάει. “Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι καθόλου καλή στα παιχνίδια”, μου λέει. “Είτε είναι κάτι επιτραπέζια που κάνουν σε σπίτια φίλοι, είτε κάτι σαν αυτό το παιχνίδι απόδρασης, είναι μια διαδικασία που μάλλον με κουράζει, παρά με ιντριγκάρει”. Στα παιχνίδια δεν ξέρω πώς είναι, αλλά με τις αποδράσεις φαίνεται να τα πηγαίνει μια χαρά, τουλάχιστον όταν θέλει να αποδράσει από ερωτήσεις. “Ναι, αυτό το καταφέρνω, έχω παρακολουθήσει τους πολιτικούς: ρωτάς ένα κι απαντάνε άλλο, και με πολύ μεγάλη εμβάθυνση μάλιστα”, λέει γελώντας, κι έχει ήδη μπει σε δρόμο διαφυγής. Επιμένω, και δείχνει να πειράζεται. “Πάντως σίγουρα ένας λόγος που κάνω αυτή τη δουλειά είναι για να αποδρώ. Ποτέ η πραγματικότητα δεν μου φαινόταν αρκετή”, συμπληρώνει, κι η γλώσσα του σώματός της σαν να έχει αρχίσει να φωνάζει.
Μούτες και μανιερισμοί, χέρια που κουνιούνται νευρικά, μάτια που τρέχουν να τ’ ακολουθήσουν, μικρές αξιαγάπητες συσπάσεις του προσώπου, χείλη που σουφρώνουν και τεντώνονται: σαν οι λέξεις να προσπαθούν να δραπετεύσουν απ’ οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματός της εκτός από το στόμα. Μια κατάσταση εντελώς αντίθετη απ’ αυτήν που βλέπεις στη σκηνή δηλαδή, κι αναρωτιέμαι αν τελικά νιώθει ασφάλεια μονάχα όταν παίζει κάποιον άλλο. Την πρώτη της επαφή μ’ αυτό, την συνειδητοποίησή της ας πούμε, ότι νιώθει στη θέση της όταν κάνει αυτή τη δουλειά, την ένιωσε στο πρώτο της τηλεοπτικό γύρισμα. “Έκανα ένα αυτοτελές επεισόδιο στο Τμήμα Ηθών, και παρ’ ότι ήμουν άπειρη, κατά τη διάρκεια του γυρίσματος αισθάνθηκα πολύ καλά. Αισθάνθηκα ότι συμπλέω μ’ αυτό που λέμε γύρισμα και αυτή τη συνενοχή που μ’ αρέσει πολύ, μεταξύ των ανθρώπων του συνεργείου και των ηθοποιών και τα λοιπά. Και κατάλαβα ότι ενώ σε μια πρόβα δεν ένιωθα ελεύθερα –αισθανόμουν μεγάλη συστολή, αυτολογοκρινόμουν ας πούμε–, ωστόσο στο γύρισμα αισθανόμουν απελευθερωμένη”.
Αυτό ήταν βέβαια κάποια χρόνια πριν, τότε που η Ματσούκα ακόμη σπούδαζε, όμως την τάση της αυτολογοκρισίας δεν φαίνεται να την έχει αποβάλει ακόμη, εντός κι εκτός πλατό “Ναι, αυτολογοκρίνομαι ακόμη, αρκετά συχνά. Έχω πάντα μια ισχυρή δεύτερη σκέψη. Για όλους, όχι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά δυστυχώς και για τον εαυτό μου. Το είχα πάντα αυτό, από παιδί, από τότε που θυμάμαι. Είμαι ο τύπος που ενώ κάπνιζα, δεν κάπνιζα στο σχολείο ας πούμε. Για να μη με βλέπουνε, δεν ήθελα να ξέρουν. Είχα μια έντονη τάση, σαν την Έντα Γκάμπλερ, να μη βρεθώ στο μάτι του κυκλώνα. Κι είναι αστείο το ότι μετά, μ’ αυτή τη δουλειά, κι έτσι όπως έγιναν τα πράγματα στη δουλειά μου, βρέθηκα τόσες φορές ακριβώς εκεί. Δεν είμαι ο άνθρωπος που αυτό το επιζητεί ή που το απολαμβάνει”. Τότε όμως, πώς καταλήγει κανείς σ’ αυτό το σημείο, να τον καταπίνει ολόκληρο το lifestyle κι η υπερέκθεση; “Είναι αναπόφευκτο σ’ αυτή τη δουλειά”, μου λέει, και λίγο σαν η φωνή της να σκουραίνει. “Στην αρχή μου, επειδή είμαι ένας άνθρωπος χαοτικός και οκνηρός, απλά αφέθηκα σ’ αυτά που έπρεπε βάσει των συμβολαίων μου να κάνω, προκειμένου να διαφημιστεί μια εκάστοτε δουλειά. Αλλά εντάξει, είναι πολλά χρόνια, είναι πάνω από μια δεκαετία που το πράγμα το κατάλαβα και το πήγα αλλιώς”.
Χτυπάει το τηλέφωνό της, κάνει κάποιες συνεννοήσεις για μια από εκείνες τις άλλες συνεντεύξεις, κάτι δεν της αρέσει. “Είναι άκομψο” λέει στο τηλέφωνο, κι ύστερα γυρίζει σ’ εμένα. “Να, ένα παράδειγμα που χρειάζεται να προστατεύσω τον εαυτό μου, την αισθητική μου βασικά”, μου λέει, “και δεν είναι καθόλου εύκολο, δυστυχώς. Θα ήθελα πάρα πολύ να ήμουν κάπου αλλού, όπου να δουλεύουν άλλοι σ’ αυτό το κομμάτι, αλλά βλέπεις δεν είμαι τραγουδίστρια στην Ελλάδα, που θα ήταν πιο εύκολο”, λέει, κι αφήνει ένα πικρό γελάκι. “Αυτοί έχουν κάποιον μάνατζερ, κάποιος τρέχει, τους κοιτάει, τους προστατεύει”. Δεν μπορεί όμως να μην είναι και κολακευτικό σε κάποιο βαθμό, τόσος κόσμος να ανησυχεί αν “διασκέδασε η Δήμητρα Ματσούκα”, αν “είναι ερωτευμένη η Δήμητρα Ματσούκα”, αν, εν πάση περιπτώσει, “είναι καλά η Δήμητρα Ματσούκα”, τη ρωτάω ελαφρώς προβοκατόρικα. “Δεν θα το αρνηθώ”, μου λέει “και πρέπει να βλέπεις και τα καλά μιας κατάστασης από κάποιο σημείο κι έπειτα, κι όχι μόνο τα άσχημα, για να μπορέσεις να συνεχίσεις. Ε και δεδομένου ότι δεν κάνω την παραμικρή προσπάθεια γι’ αυτήν την παραφιλολογία γύρω μου, όλο αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό για κάποιον που κάνει μια δουλειά με την οποία θέλει να απευθυνθεί στον κόσμο”.
Απαραίτητα κακό ίσως όχι, αλλά ελαφρώς επιβραδυντικό για κάποιον που θέλει να κινηθεί πέρα απ’ αυτό, σίγουρα θα είναι υποθέτω, και γελάει αμήχανα. “Δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι που παραπονιούνται”, διευκρινίζει, “κι ούτε έχω το σύνδρομο καταδίωξης. Αλλά ναι, έχω νιώσει και αδικία απ’ αυτό που οι άλλοι μου έχουν επιβάλει. Παρ’ όλα αυτά όμως, επειδή πιστεύω ότι όντως είμαστε οι επιλογές μας, είναι πια 15 χρόνια που αυτά που επιλέγω είναι σαφή, τουλάχιστον στις προθέσεις τους. Και, ξέρεις, πάντα μιλάμε για το κακό κομμάτι της δικής μου πορείας, κι όχι για το καλό, αλλά υπάρχει κι αυτό. Και το καλό είναι ότι έχω τη δυνατότητα, παρά την όποια παρεξήγηση για το πρόσωπό μου από κάποιους, να κάνω αυτό που θέλω, να βρίσκομαι στο χώρο που ήθελα να κινηθώ. Να κινούμαι μέσα στο πλαίσιο αυτών που ονειρεύτηκα. Κι αυτό δεν είναι λίγο”.
Δεν είναι λίγο σίγουρα, αλλά δεν είναι κι εύκολο βέβαια. Τουλάχιστον όχι τόσο εύκολο όσο θα ήταν το να δώσεις στα μήντια αυτό που θέλουν αυτά, ή να δώσεις στον κόσμο αυτό που έχει συνηθίσει να παίρνει από ‘σένα. Απ’ την άλλη βέβαια, η Ματσούκα είχε πάντα μια αδυναμία στα δύσκολα – διάολε, σκέψου πως όταν ήταν πιτσιρίκα δεν ήταν μονάχα το φυτό της τάξης της, αλλά περνούσε και τις διακοπές της ακόμα σα να μην είχε χτυπήσει το κουδούνι ποτέ. “Θυμάμαι το καλοκαίρι της Β’ Λυκείου να παίρνω άγνωστα κείμενα Αρχαίων και να βγάζω τη μετάφραση μόνη μου, βάση συντακτικού” μού λέει, “κι αυτό να με ευχαριστεί, να με ξεκουράζει όπως θα ξεκούραζε κάποιον ένα χόμπι”. Αυτόν τον μαζοχισμό της τον πήρε μαζί της και στην ενηλικίωση: “Η μόνιμη ερώτηση ανθρώπων που με ζούσαν από κοντά είναι αν δίνω Πανελλήνιες”.
Απ’ τις Πανελλήνιες ως την συνεχή επαγγελματική και προσωπική αμφισβήτηση όμως, είναι μια κάποια απόσταση, και για να τη διανύσεις πρέπει να έχεις ένα κίνητρο λίγο κάπως πιο ισχυρό απ’ τη δίψα και για τη μάθηση και για την επιβράβευση. Τι είναι λοιπόν αυτό που κινητοποιεί μια παλιά αγαπημένη του ιλουστρασιόν, να δέχεται τα χαστούκια αυτών που αρνούνται να αποδεχτούν ότι μπορείς να περάσεις απ’ το mainstream στον Ίψεν, ακόμη κι αν έχεις αποδείξει απανωτά ότι έχεις όλες τις απαραίτητες ποιότητες για να το κάνεις; “Η αισθητική”, μου λέει, πριν καν προλάβω να τελειώσω την απάντηση. “Η αισθητική και μόνο. Δεν έχω κάτι πιο καλλιτεχνικό να σου πω, ή κάτι πιο βαθύ. Η αισθητική. Γιατί αλλιώς, μόνο δυσάρεστα αισθάνομαι, αν είμαι κομμάτι μιας ιστορίας που δεν με ευχαριστεί”. Γι’ αυτό έχει μείνει τόσο καιρό εκτός του mainstream φαίνεται, γι’ αυτό επιλέγει τα θεατρικά και τους συνεργάτες της πολυ προσεκτικά, γι’ αυτό είναι, προφανώς, και τόσο επιφυλακτική στις συνεντεύξεις τελικά.
Γι’ αυτό έχουμε χρόνια να τη δούμε και στο σινεμά, που αγαπά περισσότερο απ’ οτιδήποτε: “Αν έπρεπε να επιλέξω, θα έκανα μόνο σινεμά”, λέει, αν και το ερώτημα στην περιορισμένης κινηματογραφικής παραγωγής χώρα μας, μάλλον δεν είναι το “αν έπρεπε” να διαλέξει, αλλά το αν μπορεί. “Κατά βάση είναι αν μπορείς να διαλέξεις το σινεμά που κατά κόρον γίνεται, κι αυτό είναι αυτές οι εμπορικές κωμωδίες, που δεν είναι το είδος μου”, συμπληρώνει, “με μικρές εξαιρέσεις πάντα”. Μια τέτοια εξαίρεση θα είναι κι η νέα ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ενός σκηνοθέτη για τον οποίο η Ματσούκα τρέφει απεριόριστη εκτίμηση, κι ίσως αυτό είναι που της επέτρεψε να τον εμπιστευτεί σε μεγάλο βαθμό για το μικρό της πέρασμα από την Κόρη του Ρέμπραντ, τη νέα του ταινία. ”Μου άρεσε πολύ με τον Παναγιωτόπουλο, παρ’ όλο που ο τρόπος που έπαιξα τελικά την ηρωίδα δεν ήταν αυτός που είχα φτιάξει στο μυαλό μου –με οδήγησε τελείως αλλού”.
Της διηγούμαι το πώς, την τελευταία φορά που τον είχα συναντήσει, ο διαβόητος για την αλλεργία του στην ηθοποιίλα σκηνοθέτης, μού έλεγε ότι το μόνο που ζητά απ’ τους ηθοποιούς του είναι να παίξουν το ρόλο σαν να είναι πολύ κακοί στη δουλειά τους, κι αναρωτιέμαι αν είχαν κι αυτοί μια τέτοια συνθήκη. “Ελπίζω όχι!”, μου λέει, “Δεν ξέρω κιόλας! Αλλά ελπίζω όχι”, και γελάει δυνατά. Κι όταν η Δήμητρα Ματσούκα γελάει δυνατά, όλα ομορφαίνουν ξαφνικά.
Η παράσταση Έντα Γκάμπλερ του Ερρίκου Ίψεν, σε μετάφραση Έρι Κύργια και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου, με τη Δήμητρα Ματσούκα στο ρόλο του τίτλου, και τους Ακύλλα Καραζήση, Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννη Στάνκογλου, Κατερίνα Διδασκάλου, Γιάννη Τσεμπερλίδη και Μαριέττα Σγουρδαίου, θα παίζεται καθημερινά στις 9 μ.μ.(Σαββατοκύριακα και απογευματινή) εκτός Δευτέρας και Τρίτης μέχρι τις 17 Μάη, στο θέατρο Σημείο (Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα, όπισθεν Παντείου, 2109229579)
Η εκπομπή I Love Athens που παρουσιάζει η Δήμητρα Ματσούκα προβάλλεται κάθε Σάββατο στις 8 μ.μ. από το Action 24.