Σε μια παλιά αποθήκη στο χωριό Καλά Νερά, στο Πήλιο της Θεσσαλίας, κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ, άνθρωποι από την γύρω περιοχή μαζεύτηκαν γύρω από τραπέζια φορτωμένα με τοπικά φαγητά για να συμμετάσχουν σε ένα δρώμενο αυθεντικό, μια πηγαία έκφραση της ελληνικής, λαϊκής παράδοσης. Την απόσταξη και παρασκευή του σπιτικού τσίπουρου. Καζάνια έβραζαν πάνω σε φωτιές, μεζέδες αχνιστοί σερβίρονταν και παραδοσιακές τσαμπούνες, ταμπούρλα και κλαρίνα συνόδευαν τους χορευτές της βραδιάς. Το γλέντι άναψε. Το ζεστό ποτό (40 βαθμούς αλκοόλ) έτρεχε σταγόνα σταγόνα από το χωνί. Η πρώτη απόσταξη άρχισε. Το τσίπουρο είναι παραδοσιακό, άχρωμο, οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται στην ορεινή Ελλάδα, κυρίως στην Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Κρήτη(εκεί ονομάζεται ρακί) από τα υπολείμματα των πατημένων σταφυλιών(στράφυλα ή τσίπουρα) μετά την εξαγωγή του μούστου. Αυτό συμβαίνει συνήθως με δύο αποστάξεις, οπότε και είναι καλύτερη η ποιότητα του τελικού αποστάγματος. Η αρχή του χάνεται στα βάθη των χρόνων, αλλά λέγεται ότι πρώτοι το παρήγαγαν μοναχοί στο Άγιο Όρος. Από εκεί διαδόθηκε στους αμπελουργούς των φτωχότερων περιοχών της ορεινής Ελλάδας, δίνοντας τους την δυνατότητα να δημιουργήσουν ένα  σπιτικό, οινοπνευματώδες ποτό με τα υπολείμματα από τα σταφύλια που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του-πιο ακριβού- κρασιού. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε το τσίπουρο και πέρασε μέσα από τους αιώνες στην ελληνική, λαϊκή παράδοση σαν το καλό πνεύμα στο οικογενειακό, γιορτινό τραπέζι προσφέροντας την ζεστασιά του στο σώμα και στο  πνεύμα των συνδαιτυμόνων και απελευθερώνοντας την καλοπροαίρετη διάθεση όλων για γλέντι και χορό. Μια μικρή ανάπαυλα στην δύσκολη καθημερινότητα, μια  αυθόρμητη επανένωση με τις ρίζες των προγόνων.