Θα μου επιτρέψεις να παραλείψω την εισαγωγή με το bio του Matt Murdock, αφού έχουμε σημαντικότερα θέματα να αναλύσουμε. Το παρελθόν δε μας απασχολεί και τόσο αφού το Daredevil δεν είναι origins story και δεν προσπαθεί να εξηγήσει πώς και γιατί. Οι δημιουργοί επέλεξαν να μπουν απ’ το πρώτο κιόλας επεισόδιο στα «βαθιά»: με μόλις μερικά δευτερόλεπτα αφιερωμένα στο ατύχημα που του στέρησε την όραση, δίνει με flashbacks λεπτομέρειες από την παιδική του ηλικία, την σχέση με τον πατέρα του αλλά και την εκπαίδευση που του έδωσε τις ικανότητές του.
Ικανότητες που είναι 100% δικές του. Δεν προέρχονται ούτε από μια σιδερένια στολή, ούτε από ένα σφυρί κεραυνού. Ο Daredevil μπορεί να ανήκει στην οικογένεια της Marvel, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την έννοια super hero. Είναι πολύ περισσότερο hero απ’ ότι είναι super. Δεν έχει υπερδυνάμεις και δε τον ενδιαφέρει να σώσει τον κόσμο. Του αρκεί να σώσει το Hell’s Kitchen, τη γειτονιά που μεγάλωσε, απ’ όσους θέλουν να τη γκρεμίσουν – μεταφορικά και κυριολεκτικά – και να κρατήσει ασφαλείς τους δυο-τρεις ανθρώπους που αγαπάει. Αν το καλοσκεφτείς, ο σκοπός στην καρδιά της ιστορίας του, εκτός από αφελής και συγκινητικός, είναι και αρκετά μικρός. Οι πράξεις του όμως και οι συνέπειές τους, είναι μεγαλύτερες ακόμα και απ’ τον ίδιο.
Όπως πολύ μεγαλύτερος είναι και ο εχθρός του. Ο Wilson Fisk αγαπάει κι εκείνος το Hell’s Kitchen. Το αγαπάει τόσο πολύ, που θέλει να το γκρεμίσει και να το ξανακτίσει με βάση το όραμα που έχει για μια καινούρια κοινωνία αλλά και ένα δίκτυο από κτίρια που χρησιμοποιεί για την διακίνηση ναρκωτικών. Οι δύο τους θ’ αργήσουν να συναντηθούν, αλλά η σκηνή που έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο για πρώτη φορά είναι απ’ τις πολύ δυνατές της σειράς. Όποιος έκανε το casting για το ρόλο του Fisk, πρέπει να πάρει βραβείο. Ο Vincent D’Onofrio λες και γεννήθηκε για να παίξει αυτό το ρόλο: δε χαρίζει μόνο το απαραίτητο σωματικό εκτόπισμα στο χαρακτήρα του Kingpin, αλλά τον παρουσιάζει σαν ένα τρομαγμένο και ντροπαλό παιδί, δίνοντάς του μια ανθρώπινη πλευρά που πλησιάζει επικίνδυνα κοντά στη συμπάθεια. Μέχρι που ένας συνεργάτης του τον εκνευρίζει, και το «ντροπαλό παιδί» τον αποκεφαλίζει με την πόρτα του αυτοκινήτου. Άλλη μια σκηνή που σε συμβουλεύω να πατήσεις το mute.
Aπό την άλλη, η επιλογή του Charlie Cox, αν και αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από επιτυχημένη, αρχικά ξάφνιασε αρκετούς – συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου! – και όχι άδικα. Μια φάτσα τελείως «ακίνδυνη», γνώριμη κυρίως στους κύκλους του Downton Abbey και του Boardwalk Empire, που ταιριάζει περισσότερο σε ρομαντικό εραστή του περασμένου αιώνα, παρά σε μασκοφόρο εκδικητή. Κι όμως, αυτή η φάτσα είναι τόσο αφοπλιστικά συμπαθής, που εύχεσαι να ήταν ο καινούριος σου κολλητός. Σε κερδίζει σχεδόν αμέσως και σε κάνει να τον νοιάζεσαι, κι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για το χαρακτήρα του Matt Murdock. Μέχρι που βάζει την tighter than tight στολή του και σου δείχνει, όχι μόνο πόσο ξύλο ρίχνει, αλλά και πόσο απέδωσε η προπόνηση και η σωματική προετοιμασία για το ρόλο.
Και μιας και μιλάμε για ξύλο, να σου πω ότι έχει πολύ. Έχει πάρα πολύ κι αυτό γιατί η διαφορετική προσέγγιση που ακολουθούν στο show, παραμένει πιστή στη street level αισθητική του Marvel Universe που θα πει λιγότερα, έως καθόλου special effects και περισσότερο live action. Δες για παράδειγμα την 3λεπτη, χωρίς cuts σκηνή στο τέλος του δεύτερου επεισοδίου. Και δε μιλάμε για δυο-τρεις μπουνιές παραπάνω. Οι σκηνές μάχης, εκτός από εντυπωσιακά χορογραφημένες, είναι αρκετά μεγάλες σε διάρκεια και σου δίνουν πρώτη θέση, με την κάμερα να είναι πολύ πιο κοντά απ’ ότι θα ήθελες. Έχει πολύ αίμα – σε περίπτωση που δε το κατάλαβες από τους αιματοβαμμένους τίτλους αρχής – και πολλά κοκκάλα που σπάνε μ’ αυτό τον ανατριχιαστικά γνώριμο ήχο, ακριβώς τη στιγμή που πας να κάνεις mute γιατί σκέφτεσαι, «να δεις που τώρα θα του σπάσει το χέρι».
Γενικά, αν ανατριχιάζεις με το αίμα ή αν φοβάσαι το σκοτάδι, το Daredevil ίσως να μην είναι η πιο ευχάριστη ώρα που μπορείς να περάσεις βλέποντας τηλεόραση. Αλλά σίγουρα θα σε αποζημιώσει με ένα story που γίνεται πιο ενδιαφέρον με κάθε επεισόδιο και ένα δυνατό cast που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη Rosario Dawson, τη Deborah Ann Wool σε μια ερμηνεία που δεν περνάει απαρατήρητη και τον Elden Helson με ένα πολύ, πολύ ατυχές χτένισμα. Έχει, φυσικά, και μια πολύ σκοτεινή ατμόσφαιρα που σε κάνει να θέλεις να το βλέπεις μόνο αργά το βράδυ και εντυπωσιακές σκηνές μάχης σώμα με σώμα, αν φυσικά αντέχεις να τις δεις! Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν, ότι ο δεύτερος κύκλος ανακοινώθηκε για του χρόνου επίσημα, μόλις δέκα μέρες μετά την κυκλοφορία της σειράς στο Netflix και κάτι μου λέει ότι στο τέλος της χρονιάς, θα το δούμε στη λίστα με τις δέκα σειρές που αναμένουμε με ενδιαφέρον το 2016.