Αν «Η Κωμωδία των παρεξηγήσεων» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ είναι μια ευφρόσυνη κατάσταση, το δεύτερο έργο με το οποίο καταπιάστηκε φέτος η σκηνοθέτιδα Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι μια διαρκής και σκληρή διαπίστωση για τη σαθρότητα και τη φαυλότητα του κόσμου που ζούμε. «Βόυτσεκ» του Γκέοργκ Μπύχνερ, ένα δύσκολο, σχεδόν ερμητικό κείμενο, γραμμένο το 1836, κι ενώ ο Μπύχνερ ήταν μόλις 24 ετών. Ενα κείμενο που δεν είχα, μέχρι τώρα, καταφέρει να προσπελάσω επί σκηνής.
Στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, η Κατερίνα Ευαγγελάτου αναπαρέστησε τις 30 σκηνές αυτού του κειμένου, που είναι ο μικρόκοσμος του Βόυτσεκ όσο και όψεις του κόσμου γύρω μας. Μ’ ένα σκηνικό της Εύας Μανιδάκη δυστοπικό, απρόσωπο, μουντό, άχρονο και ατοπικό, που παρέπεμπε σε τσίρκο, σε κάποια μορφή τσίρκου -αυτήν των συγκρούσεων και των ονείρων μας, ίσως και στον Φελίνι και στη La Strada του.
Μ’ έναν Βόυτσεκ (Γιώργος Γάλλος), που είναι ντυμένος κλόουν, στο τσίρκο του κόσμου που ζει, αφού είναι ο άνθρωπος που συναινεί σε όλα, υποκύπτει, υπηρετεί, υπακούει, χρησιμοποιείται, καταπιέζεται, βανδαλίζεται παντοιοτρόπως . Κι όχι γιατί δεν έχει γνώμη, αλλά γιατί είναι ο έντιμος αλλά ο φοβισμένος άνθρωπος, ο καλοπροαίρετος, αυτός που θέλει να βλέπει την καλή πλευρά των πραγμάτων, ακόμα κι όταν η κακότητα και ο δόλος είναι μπροστά του και τον σακατεύουν.
Ο Μπύχνερ παρουσιάζει στον «Βόυτσεκ» ένα περιβάλλον ασταθές, αβέβαιο, γεμάτο κρυμμένη ή φανερή βία, που μοιάζει να λειτουργεί με κανονικότητες και δομές και ιεραρχίες (ο γιατρός, ο λοχαγός, ο αρχιτυμπανιστής), με αναγνωρίσιμους ανθρώπους και συμπεριφορές από το 1836 μέχρι σήμερα. Με όσους διαχειρίζονται μικροεξουσίες, με όσους αποπατούν με αλαζονεία στις ψυχές των ανθρώπων, με όσους κοιτάζουν απλώς τον εαυτό τους και τη δική τους καλοπέραση και έχουν μάθει να κυριαρχούν.
Τριάντα σκηνές, τριάντα όψεις των «δικών» μας ανθρώπων, αυτών που έχουμε εμπιστευτεί και στους οποίους προσβλέπουμε, αλλά συχνότατα μας αφήνουν εμβρόντητους, ή εκείνων από τους οποίους εξαρτόμαστε για δεκάδες λόγους είναι το έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ, που πέθανε έναν χρόνο μετά τη συγγραφή του «Βόυτσεκ» σε ηλικία 25 ετών. Το έργο του το εξέδωσε ο αδελφός του Λούντβιχ αρκετά χρόνια αργότερα, το 1850, αλλά τον «Βόυτσεκ» δεν τον συμπεριέλαβε στην πρώτη συλλογή. Η πρώτη του δημοσιεύση γίνεται το 1875 στο βιεννέζικο περιοδικό Neue Freie Presse, με την επιμέλεια του
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου στηρίχτηκε, και τούτη τη φορά, σε συγκεκριμένη φόρμα, καλοσχεδιασμένη και δουλεμένη, όπως πάντα, μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Παρά το έντονο φορμαλιστικό στοιχείο όμως, διέκρινα σε κάθε στιγμή, σε κάθε μια από τις 30 σκηνές, την έκπληξη, τη φρίκη, τον φόβο, την απογοήτευση, την απελπισία και το αίσθημα προδοσίας που νιώθει ο Βόυτσεκ, κι αυτό ασφαλώς έχει να κάνει και με τον ηθοποιό που τον υποδύθηκε, τον Γιώργο Γάλλο. Που κάνει τη δεύτερη εξαιρετική ερμηνεία του στην ίδια σεζόν (έχει προηγηθεί η παράσταση «Ξύπνα Βασίλη», του Δημήτρη Ψαθά και του Αρη Μπινιάρη στο Εθνικό Θέατρο). Ο Γιώργος Γάλλος μεταδίδει με κάθε μυ του σώματός του όλα τα συναισθήματα αυτού του δυστυχισμένου και διαρκώς παρόντα γύρω μας ανθρώπου, που ταλανίζεται ανάμεσα στην αίσθηση του εφιάλτη και της πραγματικότητας. Που ονομάζει την πραγματικότητά του εφιάλτες, για να τους αντέξει. Που ο Μπύχνερ τον ονόμασε Βόυτσεκ, αλλά στην πορεία της ιστορίας αυτός ο χαρακτήρας πήρε εκατοντάδες άλλα ονόματα… Κι όταν αρχίζει να καταλαβαίνει τη φρίκη που τον περιβάλλει λέει τη φοβερή φράση «η κόλαση είναι παγωμένη», γιατί ο ίδιος έχει τόσο πολύ παγώσει από τον πόνο της ψυχής του, που ακόμα κι η κόλαση δεν είναι φωτιά, αλλά πάγος… Και τότε αρχίζει να τρέχει «σαν ανοιχτό ξυράφι μέσ’ στο σύμπαν», χωρίς σκοπό, χωρίς σκέψη, χωρίς λογική. Οπως κάνουν οι απελπισμένοι άνθρωποι.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου καθοδήγησε εύστοχα τους ηθοποιούς της, που υπηρέτησαν απολύτως τη σκηνοθετική αντίληψη και κατάφερε να δώσει διαχρονία σ’ ένα δυσπρόσιτο κείμενο. Τόσο που εκείνος ο γιατρός (Σωτήρης Τσακομίδης) μου θύμισε έναν άλλο φρικτό γιατρό, τον Γιόζεφ Μένγκελε… Και επέλεξε να φωτίσει ιδιαίτερα μέσω σκηνικών συμβόλων, τη σκληρότητα και την τυφλή βία, όπως η σκηνή με τα ξυράφια· ο λοχαγός του Χάρη Χαραλάμπους έφερε τη φαυλότητα και τη μικρόνοια και το αίσθημα κυριαρχικότητας που αποκτούν οι μικροαστικής σκευής άνθρωποι όταν αποκτούν εξουσία· ο Αντρές του Γιώργου Ζυγούρη ήταν η προσωποποίηση του ψοφοδεούς ανθρωπίσκου, που έμοιαζε κάπως με τον Βόυτσεκ, αλλά χωρίς τη δική του αυταπάρνηση και προσήλωσε σε ιδανικά· ο Αρχιτυμπανιστής του Λευτέρη Παπαχρόνη απέδωσε εύστοχα το θράσος, τον λαϊκισμό, το μάτσο αρσενικό, όλα όσα δεν ήταν ο Βόυτσεκ· η Μαρία της Ελενας Μαυρίδου σκιαγράφησε την απελπισμένη λαγνεία των γυναικών που επικοινωνούν μόνο με τα θέλγητρα τους, ήταν όμως η πιο εγκεφαλική και αποστασιοποιημένη ερμηνεία της παράστασης.
Μεγάλο μερίδιο στο συνολικό αποτέλεσμα είχαν οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ (ιδιαίτερα εκείνες οι σκιές των προσώπων γύρω από το σκηνικό, οι σκιές των προσώπων που μας συνοδεύουν ή μας καταδιώκουν) και η κίνηση της Πατρίτσιας Απέργη.
Σκεφτόμουν πόσο έμοιαζαν ως αντίληψη και ως φόρμα οι δύο φετινές παραστάσεις της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Εμοιαζαν πολύ, παρότι ήταν δύο διαφορετικά κείμενα, δύο διαφορετικοί κειμενικοί κόσμοι. Ενδεχομένως να ήταν ηθελημένη αυτή η, με τα πολλά κοινά στοιχεία, φόρμα. Που στον «Βόυτσεκ» μετέδωσε ένα ιδιαίτερο συναίσθημα, όχι πάντα ανιχνεύσιμο στις παραστάσεις της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Ηταν λόγω αυτού του πολύ ιδιαίτερου κειμένου; Ηταν λόγω της ερμηνείας του Γιώργου Γάλλου -παρότι, ασφαλώς, οι ερμηνείες δεν είναι ερήμην των σκηνοθετών; Ηταν γιατί κάτι άλλο αναζητά η Κατερίνα Ευαγγελάτου και βρίσκεται σ’ ένα μεταίχμιο αναζήτησης; Περιμένω τις επερχόμενες δουλειές της. Με τον δικό της τρόπο, αλλά και σε διαφορετικές διαδρομές θεατρικής φόρμας.