Το 1990, ή 91 – 92, δεν θυμάμαι, ο πατέρας μου με επισκέφτηκε εκεί όπου βρισκόμουν. Στην Ρώμη.

Η επίσκεψη εκείνη θα έπρεπε να είναι μία τυπική επίσκεψη ενός πατέρα, στον γιο, όπου βρίσκεται ως φοιτητής.

Αλλά δεν ήταν έτσι. Τίποτε με τον πατέρα μου δεν ήταν έτσι. Τίποτε δεν ήταν τυπικό. Κλασσικά αναγνωρίσιμο σε εμπειρίες ή αφηγήσεις άλλων συνομήλικων φίλων μου, με τους γονείς τους.

Ουδέποτε ένιωσα άσκημα για αυτό, ίσα ίσα, το αντίθετο, περιέφερα τις αφη-γήσεις μου με υπερηφάνεια, αλλά, κανείς δεν γνώριζε πως ήταν το από μέσα.

Έφτασε, λοιπόν, διόλου τυπικά. Με μία φτηνή πτήση της Alitalia, ας πούμε· όχι καθόλου. Έφτασε μ’ ένα Citroen Vissa Club II στο λιμάνι του Μπάρι. Όπου εκεί τον περίμενα εγώ. Για να διασχίσουμε την μισή Ιταλία. Αλλά ούτε αυτό έγινε τυπικά, με γρήγορες ταχύτητες από κάποια autostrada, την φοβερή del Sole, ας πούμε, όχι κα-θόλου· αντίθετα, κόψαμε από τα δεκάδες χωριά κι ανεβοκατεβήκαμε την μισή Ιταλική επαρχία. Όταν φτάσαμε στη Ρώμη μ’ εμένα στα όρια της λιποθυμίας αλλά με εκείνον πανευτυχή, και με το αυτοκίνητο να βρωμά λάδια, αποφάσισα να επιβάλω την τάξη.

«Ευθεία πήγαινε! Μην στρίψεις! Πουθενά! Ευθεία!» του είπα με έντονη φωνή.

«Μα τι κάνεις έτσι;» μου απάντησε ήρεμα «Το θέλει το λαδάκι του το ξέρεις πως είναι αυτό το αυτοκίνητο… Τώρα θα σταματήσουμε στο πρώτο βενζινάδικο, θα του πεις “Όλιο περ φαβόρε! Όλιο!” και θα δεις, θα πετάει…»

«Μπαμπά, άμα του πω “Όλιο περ φαβόρε, όλιο.”, το πιθανότερο είναι να φω-νάξει την αστυνομία παρά να μας βάλει λάδια…»

Γέλασε πολύ. Μου χάιδεψε το κεφάλι έντονα καταστρέφοντας την όποια κόμ-μωση, (το έκανε συχνά αυτό), με χτύπησε δυο τρεις φορές στο μπούτι επίσης έντονα, (κι αυτό το έκανε συχνά), και συνέχισε να γελά.

Σοβαρός εγώ, και με τρομαχτική αίσθηση του κινδύνου, συνέχισα να τρέμω για την κατάληξή μας.

Σε κάποια στιγμή, χαζεύοντας δεξιά κι αριστερά την Ρώμη, με ρώτησε «Μα πού πάμε; Πώς είπες τον δρόμο σου; Την διεύθυνσή σου;»

«Βία ντελλέ Τζουνκίλιε…»

«Ω! Τι είναι αυτό; Τζουνκίλιε…»

«Λουλούδια είναι, οι νάρκισσοι.»

Έβγαλε άλλο ένα επιφώνημα θαυμασμού κι άρχισε να κουνά το κεφάλι. Μόνο και μόνο για το όνομα του δρόμου όπου κατοικούσα, θα μπορούσε να συνεχίσει να πληρώνει εμένα ως φοιτητή, εκεί, για πάντα. Ευτυχώς την dolce vita την τελείωσα πολύ γρήγορα από μόνος μου, και με το ζόρι, οπότε η οικογένεια απέφυγε την οικονομική καταστροφή.

Τον αντιλήφθηκα να θέλει να στρίψει. «Μπαμπά! Μην στρίψεις! Ευθεία σου λέω! Είναι μακριά από το κέντρο η συνοικία μου, μην στρίβεις…»

«Μα γίνεται να πηγαίνουμε όλο ευθεία; Πού θα φτάσουμε; Κάποιο λάθος κά-νεις…» Κι έστριψε δεξιά.

Κάποτε φτάσαμε. Αλλά την πόλη την είχαμε δει όλη. Λογικό. Τόσοι γύροι τόσες ώρες.

Μετά που καθίσαμε μου είπε. «Να πηγαίναμε για έναν καφέ στην πιάτσα Να-βόνε…»

Αρχίσαμε ήδη… Αναφώνησα στο μυαλό μου σε κατάσταση πανικού για την επόμενη ημέρα. Αλλά δεν είπα τίποτε. «Αύριο το πρωί θα ψωνίσω ψωμάκια με κρέμα μέσα, ζεστά, σαν κρουασάν, και θα τα φάμε μαζί με τον καπουτσίνο και μετά θα πάμε και στην πιάτσα Ναβόνε…»

Χάρηκε τρομερά.

Η επόμενη ημέρα ξεκίνησε ως όρντινο γυρίσματος ταινίας. Στις 07:30.

Δύο ώρες μετά ήμασταν στην πιάτσα Ναβόνε για τον δεύτερο καφέ αφού εί-χαμε σταθεί στην πιάτσα Κουιρινάλε όπου και είχαμε μαλώσει πάνω στο ζήτημα του γιατί μία γυναίκα ετών 25 έχει κάθε δικαίωμα να φορά κοντή φούστα, εφόσον όπως οι περισσότερες Ιταλίδες αντίστοιχης ηλικίας έχει πόδια ως άγαλμα. Δεν τον έπεισα. Ο-πότε απλά αποχώρησα από την κουβέντα.

Στην πιάτσα Ναβόνε ο καφές βάστηξε όσο βαστούσαν οι καφέδες με τον πα-τέρα μου: Μάξιμουμ τρία τέταρτα. Οι Ιταλοί πανευτυχείς, αλλά ο αναμένων διάρκειες φραπογάλακτος Έλλην φοιτητής γιός του, απλά κατάπινε μισούς τους καπουτσίνους αλλιώς θα του χάλαγαν το στομάχι.

Έτσι, κινήσαμε για το πλέον αναμενόμενο. Την ανάβαση της via Veneto.

Αφού απαίτησα στάση στα πρώτα Burger King που είδα μπροστά μου, αλλιώς η ζαλάδα και οι τάσεις λιποθυμίας λόγω πίεσης ζόμπι με περίμεναν στην γωνία, πήραμε το λεωφορείο.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον χρόνο που του πήρε να επιλέξει καφενείο. Δεν θα ξεχάσω επίσης ποτέ τις γωνίες που εστίαζε όπου όχι δεν θα είχε ήλιο ή σκιά, αλλά όπου δεν θα είχε τον τόσο ήλιο και την τόση σκιά που ήθελε. Που είχε φανταστεί είναι το σωστό.

Κάποια στιγμή, αποκαμωμένος, φάνηκε να έχει επιλέξει. Στάθηκε, έβαλε τα χέρια στην μέση, αλλά δεν κάθισε. «Ξέρεις εδώ τι έχει γυριστεί, ε;»

«Ναι ξέρω, μπαμπά…»

«Λες να μπορούσαμε να βρούμε φωτογραφίες από την ταινία;»

Ω, Θεέ μου… Αλλά δεν το είπα. «Πιθανολογώ ναι… Σε τίποτε άλμπουμ… Να πάμε στο Φελτρινέλι. Το ωραιότερο βιβλιοπωλείο του κόσμου!» Και γέλασα μόνος μου. «Εκεί θα έχει σίγουρα.»

Με κοίταξε φανερά κουρασμένος. «Είναι μακριά αυτό;»

Τρόμαξα. «Όχι! Όχι! Να πάρουμε ταξί. Ή να πάμε αύριο; Ναι, αύριο.»

«Αύριο ναι, καλύτερα. Ας καθίσουμε, λοιπόν, εδώ…»

Δόξα τον Θεό… «Ναι εδώ είναι μια χαρά…»

Επέμενε να παραγγείλει εκείνος. Σε μια γλώσσα που δεν γνώριζε. Αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Η σκουλυκότρυπα είχε ανοίξει και βρισκόμασταν στην δεκα-ετία του 1960. Η “Dolce Vita” και το “8,5”, του Federico Felini, ήταν εκεί. H Giulietta Massina, επίσης. Και ο Marcello Mastroianni. Και όλα ήταν ασπρόμαυρα. Και ακού-γονταν τα γέλια και τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων παρέα με τα βλέμματα περα-στικών πάνω σε Vespa. Κι ήταν γλυκιά νύχτα. Κι εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμη κι εκεί-νος ήταν ελεύθερος. Όχι μη παντρεμένος άρα ελεύθερος· ελεύθερος. Νέος, και ελεύθε-ρος.

Άναψε ένα τσιγάρο και ήπιε μια γουλιά από τον εσπρέσο. Με τόσο δα από γάλα μέσα. Ίσα να έχει γύρει η πολύ μικρή κανάτα. Σα περίσσεμα από λευκό ρυάκι βροχής σε πορσελάνη. Να κρατήσει λίγο παραπάνω. Πέρασαν λεπτά μέχρι να μιλήσει. Λογικά κάποιος βοηθός πρέπει να είπε stop οπότε και στράφηκε προς εμένα. «Βέβαια, δεν ήταν μόνο ο Felini, έτσι; Ο De Sica, ας πούμε, έχει κάνει αριστουργήματα…»

«Ναι, ξέρω… Αλλά…»

«Ναι, ναι… Βλέπω, εδώ…» Τα χρώματα επανήλθαν και η σκουλυκότρυπα έ-κλεισε. Μου έδειξε τους διπλανούς με το βλέμμα. «Τι είναι οι κάφροι; Τίποτε Λιβανέ-ζοι πράκτορες;»

Ξέσπασα σε γέλια κι έσκυψα να σηκώσω κάτι που δήθεν μου είχε πέσει αλλά στράφηκα και τους κοίταξα. Δύο χονδροί τύποι με σκούρο δέρμα και με πούρα. Με κοστούμια βαθιά μπλε γυαλιστερά. Το “Λιβανέζοι” ήταν ένα συμπέρασμά του, που  βασιζόταν στο χρώμα του δέρματος, κυρίως. «Δεν είναι απίθανο…» του απάντησα. «Μπορεί να είναι και κομπάρσοι από το τελευταίο “Τζέιμς Μποντ”…» συμπλήρωσα και συνέχισα να γελώ.

Ουδεμία σχέση είχε με τον ρατσισμό ή τον ό,τι “…σμο”, ο πατέρας μου, αλλά το χιούμορ του δεν καθόταν ήσυχο για κανέναν και για τίποτε και δεν μαζευόταν από πουθενά.

«Εσύ τώρα περίμενες να βρεις…»

«Όχι, μωρέ… Τίποτε δεν περίμενα. Αλλά εδώ σε λίγο θα μιλάνε Αγγλικά και τα γκαρσόνια αναμεταξύ τους!»

«Αν είναι Ιταλοί…»

«Έλα μου ντε! Αν είναι Ιταλοί…»

Σε δέκα λεπτά είχαμε φύγει.

Την επόμενη ημέρα, σ’ ένα ηλιόλουστο παζάρι, είχα βρει το “ΙΤ” του Stephen King σε σκληρό δέσιμο, 1100τόσες σελίδες, όλο σε έναν τόμο, και το είχα αγοράσει.

«Αυτό το τούβλο τώρα θα το κουβαλάς μαζί σου;» με είχε ρωτήσει.

«Μα, ναι. Πειράζει;»

«Και τι είναι αυτό;»

Του εξήγησα, σχετικά αναλυτικά, αλλά στην δεύτερη παράγραφο της εξή-γησής μου είχε σταματήσει ν’ ακούει. Ο Stephen King ήταν ένα σύμπαν απόλυτα ανύ-παρκτο για εκείνον. Και μη φιλικό.

Στο τραμ της επιστροφής για το σπίτι, κάτι παμπάλαιοι πράσινοι συρμοί ποιας εποχής δεν καταλάβαινα, ανάμεσα από τις φωταψίες της απογευματινής ηλιοφάνειας που ερχόταν ως καθρέφτισμα στα αναγενησιακά κτίσματα της Ρώμης, μου είπε. Κοι-τώντας πάντα έξω. «Εσύ τώρα γράφεις;»

Χαμογέλασα. «Ε… Ναι, ναι.»

«Εκείνες τις περιπέτειες σαν διηγήματα του Σαιντ Εξυπερύ πριν σκοτωθεί;»

Γέλασα κανονικά. «Ναι, ναι! Αλλά όχι τόσο ίδια…»

«Ό,τι κι αν γράφεις ή κι αν γράψεις κοίτα να είσαι εσύ. Μην κάνεις άλλον γιατί θα είναι κακό. Το αποτέλεσμα, εννοώ. Μην παραστήσεις τον Αμερικάνο. Δεν είναι κακοί οι Αμερικάνοι αλλά Αμερικανός δεν είσαι. Αυτό, εννοώ.»

Δεν απάντησα. Δεν μ’ ενδιέφερε και ν’ απαντήσω. Δεν ένιωθα καν άσκημα. Μόνο την Ευρώπη και την Ελλάδα, ένιωθα. Πόση απερίγραπτη Ευρώπη και Ελλάδα. Σε άμυνα._

Το βιβλίο του Γιώργου Γλυκοφρύδη Hotel Chelsea κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.