«Το να εκδίδω βιβλία είναι μία τρομερή παραβίαση της ιδιωτικής μου ζωής. Μου αρέσει να γράφω. Το λατρεύω. Γράφω, όμως, μόνο για τον εαυτό μου και για την προσωπική μου ευχαρίστηση», είχε πει κάποτε ο ιδιοφυής Αμερικανός συγγραφέας Τζερόμ Ντ. Σάλιντζερ (1919-2010) και αυτή η διευκρίνηση από μέρους του απηχεί -με τον καλύτερο δυνατό τρόπο- τη διαβόητη μυστικοπάθεια που τον χαρακτήριζε μέχρι τέλους.

Όταν, μάλιστα, συνειδητοποίησε ότι ακόμη και αυτή η έκδοση των κειμένων του αποκαλύπτει -έστω πλαγίως- πτυχές από την ζωή του και τις εμπειρίες του, σταμάτησε εντελώς να δημοσιεύει και προτίμησε να αποτραβηχτεί στην απόλυτη σιωπή!

Ο Σάλιντζερ γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1919 στη Νέα Υόρκη και φοίτησε στο εκεί πανεπιστήμιο, αλλά από πολύ νωρίς συνειδητοποίησε ότι ήταν προορισμένος για άλλα πράγματα: Να γράφει ιστορίες. Κάποια στιγμή, ο εύπορος πατέρας του απηύδησε με τα ενδιαφέροντα του γιου του και τον έστειλε στην Αυστρία για να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση κατεψυγμένων κρεάτων. Αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι και ο Σάλιντζερ -που ήταν εβραϊκής καταγωγής- μόλις που πρόλαβε να εγκαταλείψει τη χώρα. Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια του πολέμου υπηρέτησε στο Πεζικό και έλαβε μέρος στην απόβαση στη Νορμανδία. Αυτές οι εμπειρίες τον σημάδεψαν ανεξίτηλα και θα αποτελούσαν την πρώτη ύλη για κάποιες από τις συγκλονιστικές ιστορίες του που περιλαμβάνονται στα «Εννέα διηγήματα». Πέρα, όμως, από τη φρίκη του πολέμου είχε την τύχη να γνωρίσει τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο οποίος τότε κάλυπτε τις επιχειρήσεις ως πολεμικός ανταποκριτής. Οι δύο άντρες συνέχισαν να αλληλογραφούν για χρόνια, με τον Χέμινγουεϊ να ασκεί -αρχικά- έντονη συγγραφική επιρροή στον Σάλιντζερ. Απ’ την άλλη, βέβαια, τα κείμενα του τελευταίου θα γοητεύσουν τον φειδωλό σε επιδοκιμασίες «πάπα» της αμερικανικής λογοτεχνίας, ο οποίος θα τον ενθαρρύνει να γράψει μυθιστόρημα. Όπως και έγινε: Ο «Φύλακας στη σίκαλη» κυκλοφόρησε το 1951 και γνώρισε τεράστια επιτυχία, τέτοιας έκτασης που ο φυγόκοσμος και εσωστρεφής Σάλιντζερ τρόμαξε, έγινε ακόμη πιο απόμακρος και θα απέφευγε με πείσμα τη δημοσιότητα – σε όλη του τη ζωή.

Σε κάθε περίπτωση, ο «Φύλακας στη σίκαλη» αρκούσε για να του προσδώσει διαχρονική φήμη, με τον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου Χόλντεν Κόλφιλντ να συνοψίζει ιδανικά τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς -εκείνης της εποχής- και να ταυτίζεται, ακολούθως, με το κίνημα των μπίτνικ. Σίγουρα είναι ένα από τα πλέον συναρπαστικά μυθιστορήματα της εφηβείας που γράφτηκαν ποτέ. Σε αυτό, ο Χόλντεν -που βρίσκεται λίγο πριν από την ενηλικίωση- είναι μάλλον περιθωριακός, δεν έχει όνειρα και φιλοδοξίες, ο κόσμος δεν του αρέσει, ούτε και ο εαυτός του και θέλει κάποια στιγμή να φύγει προς τα δυτικά. Απεχθάνεται τα σχολεία, είναι ειρωνικός με τους δασκάλους και δυσπιστεί απέναντι στον κόσμο των μεγάλων.

Η ιδέα του βιβλίου, αν και φαινομενικά απλή, κρύβει ένα τέχνασμα που κάνει τη διαφορά: Ο πρωταγωνιστής εξιστορεί κάποια από τα πρόσφατα περιστατικά της ζωής του, αλλά μέσα από την αφήγησή του ξεδιπλώνεται ολόκληρος ο εσωτερικός ψυχισμός κάποιου που δεν γνωρίζει ακόμα τον πραγματικό κόσμο. Αυτό που κατόρθωσε ο Σάλιντζερ, με έναν τρόπο θαυμαστό, ήταν να μιλήσει με μία γλώσσα εφηβική και οργισμένη, αποσπασματική και ενίοτε αδιάφορη, κομπιάζοντας και εν τέλει αποφεύγοντας -ευφυώς- να καταλήξει κάπου. Έτσι, με μία αφοπλιστική ειλικρίνεια και με μια αριστοτεχνική -θα έλεγε κανείς- απλότητα, αποτυπώνεται μοναδικά το πέρασμα από την εφηβεία στη ζωή των ενηλίκων, με όλες τις παρεπόμενες διαψεύσεις. Σκιαγραφείται, δηλαδή, υποδειγματικά -από άκρη σε άκρη- το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Και αυτή δεν είναι άλλη από την εποχή της αθωότητας.

Με το έργο αυτό, ο εξαιρετικών ικανοτήτων Αμερικανός συγγραφέας φαίνεται ότι ξεπέρασε τις λογοτεχνικές του φιλοδοξίες. Όμως, σημαντικές εκφάνσεις του ανεξάντλητου ταλέντου του βρίσκονται -σε περίσσεια- και σε άλλα κείμενά του, όπως είναι τα: «Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί», «Σίμορ, συστατικά στοιχεία» και «Φράννυ και Ζούι» – που το ολοκλήρωσε το 1961.

Το βιβλίο αποτελείται από δύο νουβέλες, η πρώτη μικρής έκτασης, η δεύτερη εκτενέστερη, με πρωταγωνιστές τα μικρότερα μέλη της ιρλανδοεβραϊκής οικογένειας Γκλας, τη Φράννυ και τον Ζούι, που είναι είκοσι και εικοσιπέντε χρονών αντίστοιχα και περιγράφει τρεις ημέρες από τη ζωή τους τον Νοέμβριο του 1955. Παιδιά θαύματα -όπως και τα άλλα τέσσερα αδέλφια τους- είναι τα πιο τραυματισμένα μέλη της πολύπαθης οικογένειας, λόγω της νεότητας, του εύθραυστου ψυχισμού τους, αλλά και του πένθους που στοιχειώνει τους Γκλας ύστερα από την αυτοκτονία του πρωτότοκου γιου – τού ποιητή Σίμορ. Φοιτήτρια εκείνη, ανερχόμενος ηθοποιός εκείνος, βρίσκονται και οι δυο τους σε αναζήτηση μιας πνευματικής και ψυχικής καθαρότητας: περιπλανιούνται ανάμεσα στους ανθρώπους, μαζεύουν εμπειρίες, για να παραμένουν κάθε φορά μόνοι. Εάν κάτι τους παρηγορεί είναι η αγάπη που τους δένει, καθώς και η σοφία που τους ενστάλαξε ο εκλιπών αδελφός τους.

Πρόκειται για ένα έργο που θυμίζει σε αρκετά σημεία τον «Φύλακα στη σίκαλη», αποθεώνει την δύναμη της νεότητας και εξυμνεί την αγνή και ανυπότακτη ματιά των νέων ανθρώπων απέναντι στον παρηκμασμένο και ξεθωριασμένο κόσμο των μεγάλων. Όσο για το οργισμένο και απόλυτο ύφος του Ζούι που συχνά κλονίζει τη Φράννυ, κρύβει εν τέλει πίσω του μια βαθιά και συγκινητική αγάπη.

Πάντως, και οι δύο πρωταγωνιστές, ο καθένας με τον τρόπο του, παραμένουν ιδιαίτερα αινιγματικοί και χρειάζεται κανείς να διαβάσει πίσω από τις λέξεις για να αποκρυπτογραφήσει τον Σάλιντζερ. Καθρέφτες των πιο μύχιων ψυχικών εσοχών του αναχωρητή συγγραφέα, οι πρωταγωνιστές των δύο ιστοριών κατόρθωσαν, με την πολυπλοκότητα αλλά και την απέραντη τρυφερότητά τους, να αποτυπώσουν -με τη σειρά τους- μια ολόκληρη γενιά.

Μια γενιά που το μόνο που αποζητούσε ήταν η λύτρωση. Αλίμονο, όμως. Αυτό συνέβαινε, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή ερχόταν η ματαίωση…

Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
«Η Φράννυ και ο Ζούι»
Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 228 

Βιβλία στη Βιτρίνα 

Δημήτρης Οικονόμου
«Ο τελευταίος φύλακας»
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελίδες: 504

Το 1906 ο Γιώργης Μπάκας, βαρκάρης στα τουρκοκρατούμενα Γιάννενα, ορκίζεται ελευθερωτής στους κόλπους της Ηπειρωτικής Εταιρείας. Αποστολή του, να μεταφέρει όπλα με σκοπό την προπαρασκευή της υπαίθρου για την απελευθέρωση. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο γιος του, Ανδρέας, δάσκαλος σε χωριό της Ηπείρου, οπλίζει το Μάνλιχερ και περιμένει τους Ιταλούς την ώρα που οι συμπολεμιστές του, σύμφωνα με το σχέδιο, εγκαταλείπουν την παραμεθόριο. Αποστολή του, να διασφαλίσει την υποχώρησή τους. Το 1947 ο πρωτότοκος γιος του Ανδρέα οπλίζει κι αυτός το δικό του τουφέκι, ενώ η μητέρα του αναγκάζεται να στραφεί σε ξένα όπλα. Εμπνευσμένο από αληθινές ιστορίες και βασισμένο σε δεκάδες γραπτές μαρτυρίες, το μυθιστόρημα αυτό καταπιάνεται με την άγνωστη, τόσο ιστορικά όσο και λογοτεχνικά, δράση της Ηπειρωτικής Εταιρείας, στις αρχές του εικοστού αιώνα, αλλά και με τις πρώτες δεκατέσσερις ημέρες της ιταλικής εισβολής του 1940 και την αντίσταση στο Καλπάκι, για να καταλήξει στα χρόνια του Εμφυλίου.

Stephen Crane
«Στην πρώτη γραμμή – Ένας αμερικανός ανταποκριτής στον πόλεμο του 1897»
Μετάφραση: Ηλίας Μαγκλίνης
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 416

Ο Αμερικανός Στίβεν Κρέιν (1871-1900), μάχιμος ρεπόρτερ στη Νέα Υόρκη, πνεύμα ανήσυχο και τύπος περιπετειώδης, είχε προκαλέσει αίσθηση στην Αμερική όταν εξέδωσε το 1893 το «Κόκκινο σήμα του θάρρους», πολεμικό μυθιστόρημα που σήμερα θεωρείται κλασικό. Λίγα χρόνια μετά, ο Κρέιν, αφού επέζησε ενός ναυαγίου ανοικτά της Κούβας, ζήτησε και βρέθηκε στην ταραγμένη Ελλάδα του 1897 για να καλύψει τον πόλεμο με την Τουρκία ως ανταποκριτής της New York Journal. Με βάση την εμπειρία του από την πρώτη γραμμή του μετώπου έγραψε αυτό το μυθιστόρημα με θέμα τον αρχισυντάκτη του κυριακάτικου φύλλου εφημερίδας της Νέας Υόρκης, μορφή «κοπιαριασμένη» από τον ίδιο τον συγγραφέα, ο οποίος θα ζητήσει να μεταβεί στον ελληνοτουρκικό πόλεμο επειδή βαρέθηκε την αρχισυνταξία, κυρίως όμως για να βρει την αγαπημένη του. «Το μυθιστόρημα σαφώς και παρουσιάζει ελληνικό ενδιαφέρον. Ένας γιάνκης στο μέτωπο της Ηπείρου το 1897 δεν θα μπορούσε να μας είναι κάτι αδιάφορο. Ένας ξένος, που με την αποστασιοποιημένη του ματιά, παρατηρεί τη σκονισμένη Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα, με τις υποτυπώδεις ανέσεις, τα τρένα που κάνουν έναν αιώνα να φτάσουν στον προορισμό τους, τους ίδιους τους Έλληνες που φωνασκούν και φλυαρούν ακατάπαυστα, που καυχιούνται για τα πάντα και λένε ψέματα με το παραμικρό, που ξιπάζονται μόλις τους δώσει την ελάχιστη προσοχή ένας ξένος, αλλά που είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες», αναφέρει χαρακτηριστικά στο ιδιαίτερα κατατοπιστικό επίμετρό του ο Ηλίας Μαγκλίνης.

Γιώργος Βέης
«Εκεί – Μαρτυρίες από το Βιετνάμ, την Ινδονησία, την Ιαπωνία, την Κίνα, το Καμερούν, τη Γερμανία»
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες: 304

Ο περίπλους συνεχίζεται. Το τοπίο μάς αγκαλιάζει. Η αφήγηση συναντά τα είδωλά της από την πρώτη κιόλας στιγμή. Τα έπαθλα των περιηγήσεων: η αύρα του Βιετνάμ, η εξοικείωση με τη φαντασμαγορία του Αρχιπελάγους της Ινδονησίας, το βαθύ, παρατεταμένο άρωμα των κήπων της Ιαπωνίας, η σαγήνη του Καμερούν, η μοναδική εμπειρία της Γερμανίας που ενώνεται. Πρόσωπα παντελώς άγνωστα στον συγγραφέα μοιάζουν ξαφνικά οικεία. Η διαμονή στην ξένη γη αναβαθμίζεται σε παλίμψηστο συγκινήσεων. Οι παρένθετες επιστολές φίλων από την Αθήνα, μοναδικά τιμαλφή στις ταξιδιωτικές αποσκευές, δεν θέλουν να τεκμηριώσουν αποστάσεις, αλλά εγγύτητα. Το Εκεί προεκτείνεται συστηματικά σε Εδώ. Ο νόστος δεν συνιστά μία ακόμη χαρμολύπη, αλλά ευλογία. Η αλληλογραφία ανανεώνει την επαφή με τον κόσμο. Με το όνειρο του ταξιδιού.