Κι αντί να ξεφυτρώσουν νύχια
στην καρδιά σου και στα μάτια σου
ψάχνεις, κοιτάς τριγύρω ό,τι απέμεινε
απ’ τα ερείπια μιας, πες, αδελφοσύνης
να τα πατήσεις μες στο μαλακό βουρκόχωμα
στο μέλλον πιο βαθιά για να τα θάψεις
Ποιος σκότωσε την πιο μικρή ψευδαίσθηση του ονείρου
που άκουγα σαν βράδιαζε παλιά σ’ ένα τριζόνι;
Ποιος ξέφτισε τη μυρωδιά από σβουνιά αναμμένη;
Κι ο λύχνος πώς μαράθηκε, που φάνταζε αστέρι
πάνω στη γειτονιά της γης, στου τραπεζιού τον ίσκιο;