Τ Ο Υ Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι Ο Υ Ι Ι Ι
της Ζωής Καρέλλη
Άψογα και προπάντων ζωντανά,
ωραία σώματα νεανικά,
τούτη ζητώ τη βεβαιότητα.
Mη μου θυμίσεις την αρετή,
έχει γεράσει, φόρεσε γυαλιά
με σκελετό χρυσό, φυλάγει
από το φως τ’ άχροα μάτια της.
Έχει αραιά μαλλιά, κοκκινωπά,
ασπριδερή επιδερμίδα, όλο φακίδες
κιτρινωπές.
Πες, αν μπορεί
να καταλάβει μια τέτοια γυναίκα
την υπερηφάνεια που χαρίζει ο ήλιος
στο λαμπρό σώμα, εφηβικό,
εκείνου του εφήβου ακριβώς,
που στάθηκε γυμνός και όρθιος,
στην πλώρη της άσπρης βάρκας.
Περνούσε το βαποράκι
της συγκοινωνίας για τα θαλάσσια λουτρά
και οι παχιές γυναίκες με τα πολλά παιδιά,
χειροκροτούσαν απ’ το πλοίο έξαλλες.